Πριν 66 πλέον χρόνια, τον Ιούνιο του 1957 έφτανε στο Port Melbourne το πλοίο «Begona», μεταφέροντας στο γερασμένο σκαρί του εκατοντάδες νεαρές Ελληνίδες, οι οποίες έρχονταν στην Αυστραλία με λιγοστές αποσκευές, αλλά και «γεμάτες» με όνειρα για μία καλύτερη ζωή.

Το «Begona» έμεινε στην ιστορία για τις «νύφες» που έφερε τότε, πολλές από τις οποίες είχαν ήδη ταχθεί σε γαμπρούς, αλλά μεταξύ των επιβατών υπήρχαν και άλλες κοπέλες που δεν είχαν «προξενευτεί», οι οποίες ταξίδεψαν είτε με τις οικογένειές τους, είτε μόνες, αναζητώντας μία νέα αρχή.

Μία από αυτές, όπως μας πληροφορεί ο γιος της Μένιος, ήταν και η Φιλιώ (Τριανταφυλλιώ) Κοττάκη, το γένος Χατζόγλου (Filio Kottakis-Hatzoglou), η οποία μάλιστα έφυγε από τη ζωή, στις 19 Ιουνίου 2023, 66 χρόνια και τρεις ημέρες αφού πάτησε για πρώτη φορά το πόδι της στην Αυστραλία.

«Η μαμά δεν ήταν ‘νύφη’ (pre-arranged bride). Ταξίδευε μόνη, έχοντας ως μοναδικό σύνδεσμο με την Αυστραλία τον αδερφό της. Ήξερε ελάχιστα για τη χώρα και δεν είχε κάτι για το οποίο να ανυπομονεί…», ανέφερε στον «Νέο Κόσμο» ο κ. Κοττάκης.

Αυτό όμως δεν την πτόησε από το να κάνει το μακρινό ταξίδι μόνη, ή ακόμη πριν να πάρει την απόφαση να ξενιτευτεί, κόντρα στα «πρέπει» της εποχής και των δικών της.

Η Φιλιώ Κοττάκη (στη μέση) με φίλες στο χωριό της στη Σάμο.

Τα τελευταία χρόνια η Φιλιώ Κοττάκη, συμμετείχε σε κάποιες από τις συγκεντρώσεις για τις γυναίκες που ήρθαν τότε με το «Begona», όπως αυτή το 2022, στην κοινοτική αίθουσα της Ελληνικής Κοινότητας Dandenong όπου κεντρικός ομιλητής ήταν ο εκπαιδευτικός Παναγιώτης Φωτάκης, ο οποίος στην τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών βρισκόταν στο εν λόγω πλοίο.

Ακολουθεί η ιστορία της Φιλιώ Κοττάκη, όπως μας την έγραψε ο γιος της, Μένιος:

«Η μαμά μας, γεννήθηκε το 1932 στην αγαπημένη της Σάμο, στο χωριό Κονταίικα. Ήταν το πρώτο παιδί του Μενέλαου και της Ευαγγελίας, οι οποίοι απέκτησαν έξι συνολικά παιδιά. Καθώς ήταν η μεγαλύτερη από τα έξι αδέλφια, είχε και τις μεγαλύτερες ευθύνες, βοηθώντας τη μητέρα της, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και άλλους συγγενείς της. Όλα ‘έπεφταν πάνω της’.

Όταν ήταν στο Δημοτικό ακόμη, στην 3η τάξη, ο πατέρας της αποφάσισε ότι η εκπαίδευση δεν ήταν αναγκαία γι’ αυτήν. Ο δάσκαλος διαμαρτυρήθηκε για την απόφασή αυτή και προσπάθησε να πείσει τον πατέρα της να αφήσει τη Φιλιώ στο σχολείο. Αλλά δεν το κατάφερε.

Η ίδια έπρεπε να προσαρμόσει τη ζωή της καθώς επρόκειτο να αφιερωθεί στις οικιακές υποχρεώσεις, κάτι που ήταν συνηθισμένο για τις γυναίκες την εποχή εκείνη. Έμαθε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πατέρα της και της μητέρας της και προσπαθούσε να τους ευχαριστεί και να μην τους απογοητεύει.

Μέχρι τα 23 της χρόνια είχε μεγαλώσει τα αδέρφια της και είχε βοηθήσει άλλους συγγενείς, των οποίων οι γυναίκες και οι μητέρες είχαν ελάχιστα για να πορευτούν στη ζωή ή δεν είχαν κάποιον άλλο για να τους στηρίξει.

Μας είπε πολλές ιστορίες, οι οποίες δεν είναι επί του παρόντος, για το τι έπρεπε να υπομείνει καθώς μεγάλωνε κάτω από αυτές τις συνθήκες. Χρειαζόταν πάντα να αποδείξει πόσο δυνατή ήταν, πόσο ικανή και πιστή στους ρόλους που της είχαν αναθέσει να εκπληρώσει. Κάτι το οποίο «κουβαλούσε» σε όλη της τη ζωή.

Έμαθε για την Αυστραλία μέσω του αδελφού της, ο οποίος είχε ήδη εγκαταλείψει το χωριό τους, στα 19 του χρόνια, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Ένιωσε ότι έχει την ευκαιρία, για μια φορά, να μπορέσει να κάνει κάτι για τον εαυτό της: Έκανε αίτηση για μετανάστευση στην Αυστραλία.

Με περηφάνια μου μίλησε για την ημέρα που έλαβε τα νέα ενώ βρισκόταν στη μάντρα και φρόντιζε τα αμπέλια για τον πατέρα της. Η δουλειά ήταν δύσκολη. Άκουσε μία φίλη της που βρισκόταν ψηλά στο λόφο να φωνάζει το όνομά της και σήκωσε το βλέμμα. Η φίλη της κρατούσε και κουνούσε ένα χαρτί: Την ιατρική άδεια για την αίτησή της για μετανάστευση. ‘Φιλιώ, Φιλιώ!’, φώναξε δυνατά η φίλη της να την ακούσουν όλοι. ‘Εδώ είναι! Θα πας στην Αυστραλία!’.

Εκείνη κοίταξε τον πατέρα της, σήκωσε έναν βράχο, τον πέταξε μακριά και του είπε: ‘Σαν αυτόν τον βράχο φεύγω και δεν ξαναγυρίζω εδώ!’.

Ξεκινούσε ένα το νέο κεφάλαιο στη ζωή της. Επρόκειτο να φύγει με το Begona, το οποίο τελικά αναχώρησε το 1957 (Μάιο από τον Πειραιά) για το μακρύ θαλάσσιο ταξίδι στη χώρα όπου βρισκόταν ο αδερφός της, αλλά για την οποία γνώριζε πολύ λίγα.

Το Begona είναι το περίφημο πλοίο το οποίο έφερε 900 νύφες στις αυστραλιανές ακτές και όπως έχει τεκμηριώσει και ερευνήσει ο κ. Πέτρος Φωτάκης, έμελλε να έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Ελληνικής Διασποράς στους Αντίποδες.

Η μαμά όμως δεν ήταν νύφη από προξενιό. Ταξίδευε μόνη, έχοντας ως μοναδικό σύνδεσμο με την Αυστραλία τον αδερφό της. Ήξερα ελάχιστα για τη χώρα και δεν είχε κάτι για το οποίο να ανυπομονεί.

Η Φιλιώ Κοττάκη, με συναδέλφους της στη δουλειά.

Ο αδερφός της, της έγραφε και της έλεγε … ‘μην έρθεις εδώ γιατί που θα μείνεις; Εκεί που είμαι εγώ, έχει μόνο άντρες και δουλειά’ … αλλά όπως και πολλές ακόμη γυναίκες μόνες, ήρθε.

Όταν έφτασε εδώ, έμεινε στο Hawksburn, με τον αδερφό της σε ένα σπίτι γεμάτο άντρες, σε ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος, με μόνο ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε σε έναν γειτονικό τοίχο.

‘Αυτή είναι η Αυστραλία;’ αναρωτήθηκε μετανιωμένη. ‘Πού είναι η όμορφη θέα, που θα είχα τώρα στο χωριό;’.

Ήταν το 1957, δε μιλούσε Αγγλικά και δεν είχε άλλες δεξιότητες που είχαν ζήτηση εκείνη την εποχή, εκτός του ότι ήταν πρόθυμη να εργαστεί.

Κάπως έτσι έκανε μια αρχή … Βρήκε δουλειά μέσω άλλων που είχαν επαφές και διασυνδέσεις. Ήταν 23 ετών. Έως τον Δεκέμβριο του 1958 η Φιλιώ παντρεύτηκε και το πατρικό της όνομα Χατζόγλου έγινε Κοττάκη. Τον (σύζυγό της) Ανδρέα τον γνώρισε μέσω της αδερφής του.

Η Φιλιώ και ο Ανδρέας Κοττάκης.

Της έδειξε τη φωτογραφία του και της άρεσε. Η αδερφή του τον έπεισε τότε να κατέβει από το Wollongong για να συναντηθούν και μέσα σε δύο εβδομάδες έγινε ο γάμος. Η ζωή τους προχώρησε σιγά-σιγά.

Απέκτησαν δύο παιδιά, αγόρασαν ένα σπίτι, έφεραν συγγενείς τους εδώ και δημιούργησαν μια εκτεταμένη οικογένεια που μεγάλωσε και συνδέθηκε με μια ευρύτερη κοινότητα εντός και γύρω από το Richmond και το Elsternwick.

Αφού μετακόμισαν από το Elsternwick στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στο Oakleigh, η ζωή «πέρασε» από το μεγάλωμα της οικογένειας στη συνταξιοδότηση. Ο χρόνος περνούσε σε καταστήματα για ψώνια, ελληνικούς συλλόγους, αλλά και προετοιμασία φαγητών για οικογενειακές γιορτές και συγκεντρώσεις.

Επισκέπτονταν συχνά τη γενέτειρά τους τη Σάμο, μέχρι που ο Ανδρέας έφυγε από τη ζωή, νωρίς στα 80 του χρόνια, μετά από ασθένεια.

Η Φιλιώ συνέχισε να απολαμβάνει τη ζωή της για άλλα έντεκα χρόνια, φτάνοντας στα 90+ της. Παρέμενε γεμάτη ζωή, αγαπητή, και φαινόταν πιο νέα. Ακόμη και ο γιατρός της, της έλεγε ότι είχε βρει το μυστικό της μακροζωίας.

Ήταν πάντα πρόθυμη να συζητήσει με οποιονδήποτε, καθώς έβλεπε καλοσύνη σε όλους, είχε πάντα κάτι να πει και συνέχιζε να κάνει πράγματα τις δουλειές που έπρεπε στο σπίτι, παρόλο που ήταν πολύ ‘μεγάλη’, όπως της έλεγαν.

Πιστεύω ότι υπήρχε κάτι πραγματικά αξιοθαύμαστο σε αυτήν τη γυναίκα, τη μητέρα μου, την Τριανταφυλλιώ Κοττάκη, και σε όσες ακόμη ήρθαν μαζί της στο Begona, καθώς και άλλα πλοία, ή αργότερα αεροπλάνα, στην άλλη άκρη του Κόσμου. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να θαυμάζουμε και στο οποίο πρέπει να αποδίδουμε φόρο τιμής».

Σε χορό της κοινότητας στο Elsternwick.