Σε μια κωμική επιθεώρηση στο Δημαρχείο Northcote, ένας κωμικός απ’ την τριάδα των «Wogs out of work/ Acropolis Now» —όχι το Eλληνάκι, αλλά ο πιο σοβαροφανής, ισπανικής καταγωγής Simon Palomares— σε έναν εσωτερικό μονόλογο, από εκείνους που θέλουν να δώσουν «βάθος» στην παράσταση, έκανε την αποκαλυπτική δήλωση ότι το φαινόμενο της ελληνοαυστραλιανής παροικίας δεν θα ξανα-υπάρξει πια!

Ήταν η πρώτη δεκαετία του 2000 και ακόμη, καλά-καλά, η μεταναστευτική σκιά της πρώτης γενιάς δεν είχε εκλείψει παντελώς, πάνω στην «third largest Greek city in the World!”. Τότε το Northcote, όπως και άλλες ελληνοκατοικούμενες περιοχές της Μελβούρνης, μετατρέπονταν από εργατο-μεταναστευτικές συνoικίες σε κτηματομεσιτικό μάννα για τους κληρονόμους τους.

Πίσω, όμως, στο «δανεισμένο» τίτλο —με τη μικρή παραλλαγή στο υποκείμενο.

Φυσικά, ο Δημήτρης Χατζής στη συλλογή διηγημάτων του «Το τέλος της μικρής μας πόλης» αναφερόταν στις αλλαγές των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων στην επαρχιακή «πολιτεία» της γενέτειράς του, τα Ιωάννινα. Δοσμένος σε αυτό που λέγεται αριστερή μελαγχολία, ένα αντιφατικό κρούσμα συναισθημάτων, απογοητεύσεων, εκφράσεων και εξάψεων, υπόδουλη στα περιθώρια της ιστορίας, ο Χατζής μοιρολογεί και αναπολεί για ανεκπλήρωτες προσδοκίες και την απόγνωση της ηττοπάθειας.

Θιασώτης της λογοτεχνίας της παρακμής και ο οικουμενικός Καβάφης. Έγραφε και για τα παροικιακά μιας άλλης Αλεξανδρινής εποχής. Αλλά οι συλλογισμοί του τότε, ισχύουν και για τα δικά μας εντόπια πράγματα σήμερα. Η Καβαφική του αναφορά «είμαι και εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην ούτε Ελληνίζων αλλά Ελληνικός», παρ΄ότι απευθυνόταν στον Τσίρκα —όχι τον δικό μας μακαρίτη Χρίστο— τον θέλει να ασχολείται με «ακυβέρνητες» παροικίες σε μια αντίστοιχη ελληνιστική διασπορική κατάσταση. Φαίνεται ότι ο Ελληνισμός ασχολείται πιο έντονα με την ταυτότητά του εκεί που δοκιμάζεται–συνοριακά, συγκρουσιακά, περιθωριακά, μειονοτικά, διασπορικά.

Η διαχρονική παθογένειά μας, μας θέλει να ασχολούμαστε με την ελληνική μας ταυτότητα. Είναι μια υπαρξιακή απασχόληση κάθε Διασποράς. Μια τάση αυτοεπιβεβαίωσης, ολίγον διαφήμισης, αρκετός πανηγυρισμός και ένας αυτοέπαινος διαφορετικότητας. Μέσα σε αυτή τη δίνη γινόμαστε μια «πατριωτική» παροικία με υπέρτατες φλυαρίες, που φλερτάρει με έναν ακραίο εθνικισμό που δεν μας ταιριάζει. Βλέπεις όταν οι υλιστικές σου ανάγκες έχουν, λίγο πολύ, καλυφθεί, τότε τι απομένει; Μα η ιδιάζουσα ταυτότητά σου.

Επί του θέματος όμως. Σβήνει η παροικία. Αυτή είναι μια φυσιολογική πραγματικότητα. Διαβαίνουμε την παρακμή — ή μεταμόρφωσή της, θα την πουν οι πιο οπτιμιστές. Σωστά, η Διασπορά είναι νόστος. Νοσταλγεί, αναπολεί και αναπλάθει. Οι γενιές αλλάζουν, οι σχέσεις αλλάζουν, ο χώρος αλλάζει, ο χρόνος αλλάζει, η γλώσσα αλλάζει.

Αλλά τι εστί παροικία; Αναζητώντας τον ορισμό της, οι κοινωνιολόγοι τη θέτουν σε βάση γεωγραφική και σχεσιακή. Δηλαδή, μια ομάδα ανθρώπων που συγκυριακά βρέθηκαν σε ένα συγκεκριμένο χώρο σε μια καθορισμένη περίοδο. Άλλωστε αυτή η ενότητα του χρόνου και του χώρου καθορίζει την στωική ύπαρξη ολονών μας.

Πίσω όμως στη «μικρή» μας παροικία. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά, ή να δινόμαστε σε σύνθετες αναλύσεις. Η στατιστική είναι φοβερό όπλο. Επειδή οι αριθμοί μιλούν… μια σούμα της παροικιακής μας γενεαλογίας αποτυπώνει (με βάση την απογραφή της Στατιστικής Υπηρεσία Αυστραλίας του 2021) ότι το 72.2% των γεννημένων στην Ελλάδα τους βρίσκει να είναι πάνω από 65 ετών, με 14.4% να ‘ναι μεταξύ των 55-64 ετών. Δηλαδή 86.6% της πρώτης γενιάς είναι πάνω από μισό αιώνα. Από εκεί και πέρα κάνε τους δικούς σου λογαριασμούς…

Αλλά τι τέλος πάντων είναι αυτό που μας ενώνει ως ελληνική παροικία στο σημείο που να λειτουργούμε σαν συλλογικότητα διαφορετική από άλλες «ομάδες»; Η κοινή μας καταγωγή, οι κοινές μας ιστορικές καταβολές, η κοινή μας εμπειρία, η κοινή μας γλώσσα, η κοινή μας θρησκεία μας, τα κοινά μας ήθη και έθιμα; Άμα κοιτάξεις γύρω σου, η σημερινή παροικία δρα —εκθεσιακά, μουσειακά, επετειακά, αφηγητικά… ο πρώτος Έλληνας…, η πρώτο-τελευταία Ελληνίδα… κλπ.

Σε αυτή τη βάση, η «ελληνική» παροικία καταντά αποκλειστικά θέμα ταυτότητας. Δεν είναι θέμα ότι είναι «καλύτερη» ή «χειρότερη», η λιγότερη «αυθεντική». Άλλωστε αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι παντελώς υποκειμενικοί. Μια από τις αρετές που μας διέπει—τουλάχιστο για μένα—είναι ότι διακατεχόμαστε από μια ντόμπρα ειλικρίνεια. Τα λέμε όπως τα βλέπουμε. Μας ξινίζει η υποκρισία… μας «πνίγει το δίκαιο» που λένε. Δεν ξέρω ίσως είναι η Ελληνική γλώσσα, ίσως η ιστορία μας, ίσως η ιδιοσυγκρασία μας. Μια έμφυτη τάση να ‘μαστε αντιρρησίες, αντισυστημικοί, αντιεξουσιαστές, δηλαδή στην ουσία… αναρχικοί. Ίσως αυτή είναι η πραγματική ουσία της ελληνικότητάς μας.

Εκείνο που με λυπεί, όμως, είναι ότι με την υποχώρηση της πρώτης γενιάς θα υποχωρήσει, φυσιολογικά, και η γλώσσα τους. Θα μιλιέται, θα διδάσκεται, θα διαβάζεται… αλλά με νέους όρους. Θα ‘ναι διαφορετική. Θα μιλιέται ως δεύτερη γλώσσα, αλλά θα έχει συναισθηματικό έρεισμα. Στο βάθος του χρόνου ποιος ξέρει. Πέρα από τη γλωσσοτεχνική χρήση της, κουβαλά μέσα της τόσο πολλά: ιστορία, βιοπολιτισμό, ιδιορρυθμία. Ναι, θα διδάσκεται κάπου εδώ κι εκεί, οι πιστοί θα μάχονται να την κρατήσουν στα πανεπιστήμια, κάποιοι «απόγονοι» θα γράφουν, ή θα ταλαντεύονται με ελληνικές λέξεις σε ποιήματα ή αναρτήσεις στο διαδίκτυο, αλλά οι συναλλαγές, οι κουβέντες, οι συνεδριάσεις, οι γενικές συνελεύσεις, οι συνεντεύξεις και, τελικά, τα ελληνοθεματικά ΜΜΕ θα κλείνουν προς την πρώτη γλώσσα των παιδιών και απογόνων της πρώτης γενιάς. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Στην καλύτερη περίπτωση βασιζόμαστε στη διγλωσσία.

Οπότε, και χωρίς παρεξήγηση, αυτή η παροικία τελειώνει. Ήταν φαινόμενο της εποχής της. Η εποχή της μαζικής μετανάστευσης ανθρώπων από κάποιες γωνιές του δοκιμαζόμενου Ελληνισμού. Μέσα στη δίνη στήσανε, με ότι είχαν και βρήκαν, ένα πλέγμα από σχέσεις και εμπειρίες, μια υποδομή που λέγεται παροικία. Και στην πορεία σφυρηλατήσαν μια δική τους ιστορία.

Τώρα ζούμε στον απόηχό της. Υπερτερεί η μεταφερόμενη και μεταβαλλόμενη μνήμη της. Η μελαγχολία της ύπαρξής της και η εμβολιασμένη νοσταλγία μιας δεύτερης γενιάς. Ας μην λησμονούμε και μοιρολογούμε. Έτσι είναι η ζωή…, τα πάντα ρει κύριε Ηράκλειτε.

Και παρακαλώ η τελευταία συμπάροικος μην ξεχάσει να κλείσει την πόρτα… κάνει ρεύμα!