Ο βετεράνος Ben Roberts-Smith αποδέχεται ότι θα πρέπει να πληρώσει τα νομικά έξοδα της υπόθεσης δυσφήμισης εναντίον τριών εφημερίδων του Nine Entertainment, η οποία εκδικάστηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο.

Ο Δικαστής Anthony Besanko, υπενθυμίζεται, απέρριψε την αγωγή δυσφήμισης κατά των The Sydney Morning Herald, The Age και The Canberra Times, μετά από μία διαδικασία η οποία σχεδόν 3 χρόνια και χρειάστηκε 110 ημέρες ακροάσεων.

Ο Δικαστής έκρινε ότι υπήρχε «ουσιώδης αλήθεια» στους ισχυρισμούς για τέσσερις δολοφονίες στο Αφγανιστάν και εκφοβισμό, το «πρότυπο» σε αστικές υποθέσεις (civil standard of proof).

Ο Chris Masters, ένας από τους ερευνητές δημοσιογράφους που κατονομάστηκε ως εναγόμενος, δήλωσε ότι ο εκδότης του Nine Entertainment δαπάνησε περίπου 30 εκατομμύρια δολάρια για την υπεράσπιση της υπόθεσης.

Το Nine έχει ζητήσει o κ. Roberts-Smith να καταβάλει αποζημίωση σχετικά, ενώ ζητείται να πληρώσουν και οι οικονομικοί υποστηρικτές του βετεράνου, το Seven Network και η Australian Capital Equity του Kerry Stokes.

Ο κ. Roberts-Smith «αποδέχεται ότι θα πρέπει να καταβάλει αυτά τα έξοδα σε βάση αποζημίωσης από τις 17 Μαρτίου 2020», δήλωσε ο δικηγόρος του Nine, Nicholas Owens SC.

Αλλά, διευκρίνισε, παρέμενε «μια διαφωνία» σχετικά με το αν θα έπρεπε να καταβάλει τα έξοδα πριν από την ημερομηνία αυτή και την έναρξη της διαδικασίας.

Ο κ. Roberts-Smith έχει προθεσμία μέχρι τα μέσα Ιουλίου για να ασκήσει έφεση και ο δικηγόρος του, Arthur Moses SC, ανέφερε ότι το θέμα αυτό συνεχίζει να «εξετάζεται».

Επίσης, την Πέμπτη, ο Joe Edwards, δικηγόρος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αποκάλυψε ότι υφίσταται προτεινόμενη αίτηση για να επιτραπεί στο Γραφείο του Ειδικού Ερευνητή (Office of the Special Investigator – OSI) να έχει πρόσβαση στον «ευαίσθητο» φάκελο της υπόθεσης δυσφήμισης.

Αυτό θα σημαίνει ότι το OSI θα μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή έγγραφα που θα αποκτήσει «για τους σκοπούς των ποινικών ερευνών του».

Ωστόσο, όπως είπε, δεν υπάρχει «τίποτα ασυνήθιστο» στο να υποβάλει μια υπηρεσία επιβολής του νόμου μια τέτοια αίτηση.

«Αυτό συμβαίνει συνέχεια», είπε ο κ. Edwards.

«Αυτό που είναι διαφορετικό σε αυτό το θέμα και αυτό που καθιστά αναγκαία την αίτηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι το στοιχείο της εθνικής ασφάλειας σε αυτές τις διαδικασίες».

Δικαστικές αποφάσεις έχουν θεσπίσει στο παρελθόν αυστηρούς κανόνες σχετικά με την κοινοποίηση πληροφοριών εθνικής ασφάλειας και τη διαχείριση εγγράφων που περιέχουν αυτές τις πληροφορίες, πρόσθεσε.

«Ο σκοπός των τροποποιήσεων που προτείνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση … είναι να διασφαλίσει ότι οι διαταγές που εξέδωσε το Δικαστήριο αυτό για την προστασία των πληροφοριών εθνικής ασφάλειας σε μια αστική διαδικασία δε θα έχουν ως ακούσιο αποτέλεσμα την αποτροπή ή την παρακώλυση της διεξαγωγής εν εξελίξει ποινικών ερευνών».

Ο κ. Moses τόνισε ότι δεν έχει «κάποιο πρόβλημα» με την πρόταση, αλλά έθεσε το ερώτημα αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να επιδώσει την αίτησή της σε οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από αυτήν.

«Όπως διαβάσαμε αυτό που προτάθηκε είναι ότι κάποιο από το υλικό που ζητείται αφορά άτομα άλλα από τον αιτούντα … μάρτυρες που κλήθηκαν τόσο από τον αιτούντα όσο και από τον εναγόμενο», είπε.

Ο Δικαστής Besanko ανέφερε ότι ήταν «γενικά διατεθειμένος να προβεί στις εν λόγω εντολές».

Όσον αφορά το ζήτημα των εξόδων, όπως προαναφέρθηκε, το Nine ζητά επίσης να διαταχθεί η καταδίκη του Seven Network και της Australian Capital Equity (ACE), της ιδιωτικής εταιρείας του Kerry Stokes.

Ο κ. Roberts-Smith εργαζόταν προηγουμένως στο Seven ως στέλεχος στο Queensland, αλλά παραιτήθηκε μετά τη δικαστική απόφαση.

Ο Justin Williams SC, που εκπροσωπεί το Seven Network και την ACE, δήλωσε ότι οι εταιρείες αυτές είχαν «επικαλυπτόμενες» δανειακές συμβάσεις με τον κ. Roberts-Smith σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Έγιναν κλητεύσεις για τα αρχεία παρουσίας των δικηγόρων εκ μέρους των εταιρειών και την αλληλογραφία μεταξύ των οντοτήτων σχετικά με την υπόθεση.

Ωστόσο, ο κ. Williams δήλωσε ότι δεν υπήρχε «τίποτα το ασυνήθιστο ή ανάρμοστο» στην παρουσία ή την παρατήρηση των εκπροσώπων στη διαδικασία και ότι το υλικό αυτό δε θα μπορούσε να στηρίξει την έκδοση διαταγής πληρωμής εξόδων από τρίτους.

Υποστήριξε ότι ο Δικαστής δεν μπορούσε να συμπεράνει από τον αριθμό των ημερών που παρευρέθηκε ένας δικηγόρος ότι υπήρχε «κάποια ενεργή συμμετοχή» στην υπόθεση του Ben Roberts-Smith.