Αναμφισβήτητα η Αυστραλία δεν είναι αυτή που… ήταν δεκαετίες πριν όταν «καραβιές» ανθρώπων -και- από την Ελλάδα είχαν να αντιμετωπίσουν διακρίσεις και συχνά ρατσιστικές συμπεριφορές -ακόμη και εχθρικές κάποιες φορές- απέναντί τους.
Ο πολυπολιτισμός αποτελεί πλέον καμάρι της χώρας, το διαφορετικό εθνοτικό και θρησκευτικό υπόβαθρο υποστηρίζονται και οι νέοι μετανάστες έχουν ένα ολόκληρο σύστημα υπηρεσιών και οργανώσεων που τους βοηθά στο ξεκίνημα μίας νέας ζωής.
Δεν είναι όλα βέβαια «ρόδινα», αλλά έχει συντελεστεί μία πολύ σημαντική πρόοδος σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο, και το κυριότερο στην κοινωνία.
Κάποιες διακρίσεις ωστόσο παραμένουν ακόμη. Αν όχι τόσο εμφανείς στο προσκήνιο, τουλάχιστον στο παρασκήνιο, καθώς σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστήμιου Monash (Monash Business School), ακόμη και στις μέρες μας αυτοί που κάνουν αίτηση για μία δουλειά και δεν έχουν Αγγλικό όνομα, έχουν λιγότερες πιθανότητες να λάβουν θετική απάντηση από τον εργοδότη.
Ειδικά αν πρόκειται για ηγετικό ρόλο. Βάσει των αποτελεσμάτων, οι αιτούντες με μη Αγγλικά ονόματα, έχουν 57% λιγότερες πιθανότητες να «εξεταστούν» (to be considered) για μία ηγετική θέση και 45% λιγότερες πιθανότητες για μη ηγετική.
Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διετούς έρευνας εστάλησαν περισσότερες από 12.000 αιτήσεις σε πάνω από 4.000 αγγελίες εργασίας στη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και το Μπρίσμπαν.
Εστάλησαν τρεις αιτήσεις από τους ερευνητές για θέσεις σε 12 διαφορετικά επαγγέλματα. Η κάθε μία περιείχε ένα σχεδόν πανομοιότυπο βιογραφικό, με το ίδιο επίπεδο προσόντων, αλλά με μόνη διαφορά το όνομα.
Διερευνήθηκαν έξι διαφορετικές εθνοτικές ομάδες -Αβορίγινες και Νησιώτες του Torres Strait, Άραβες, Κινέζοι, Άγγλοι, Έλληνες και Ινδοί- με διαφοροποίηση των ονομάτων στα βιογραφικά.
Όλοι οι υποψήφιοι είχαν γεννηθεί, εργαστεί και σπουδάσει στην Αυστραλία.
Παρά τα πανομοιότυπα βιογραφικά σημειώματα, τα μη Αγγλικά ονόματα έλαβαν 57,4% λιγότερες απαντήσεις από τα Αγγλικά όταν επρόκειτο για ηγετικές θέσεις, ενώ για μη ηγετικές θέσεις, έλαβαν 45,3% λιγότερες απαντήσεις.
«Τα ευρήματά μας παρέχουν στήριξη για την ύπαρξη έντονων διακρίσεων στην πρόσληψη σε θέσεις ηγεσίας. Αυτό αποτελεί ένα νέο πλαίσιο, καθώς οι προηγούμενες έρευνες επικεντρώνονταν κυρίως στις διακρίσεις κατά την πρόσληψη μη ηγετικών θέσεων», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής, Andreas Liebbrandt, καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Monash Business School.
Πιο αναλυτικά, σε ποσοστό 26,8% είχαν θετική απάντηση για ανώτερες θέσεις τα βιογραφικά με Αγγλικά ονόματα, έναντι μόλις 11,4% τα μη Αγγλικά, με το ποσοστό να είναι 21,2% και 11,6% αντίστοιχα για μη ηγετικές θέσεις.
Μόλις το 14,3% των βιογραφικών με Ελληνικά ονόματα είχαν θετική ανταπόκριση για ηγετικές θέσεις, ενώ το ποσοστό ήταν 13,7% για χαμηλότερου επιπέδου δουλειές.
Οι «Έλληνες» τα πήγαν ελαφρώς καλύτερα από τις άλλες εθνοτικές ομάδες, ενισχύοντας ίσως την άποψη ότι είναι πιο αποδεκτοί στην Αυστραλία, φτάνοντας πλέον στην τέταρτη γενιά τους.
Ωστόσο, εξακολουθούσαν να έχουν σχεδόν 50% λιγότερες πιθανότητες για θετική απάντηση από τα βιογραφικά με Αγγλικά ονόματα.
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι οι εθνοτικές διακρίσεις ήταν υψηλότερες εάν ο ηγετικός ρόλος απαιτούσε επαφή με τους πελάτες: το 30,6% των θετικών απαντήσεων ήταν για βιογραφικό με Αγγλικό όνομα, ενώ μόνο το 11,1% των μη Αγγλικών έλαβε θετική απάντηση.
Τα ποσοστά βελτιώνονταν αν η θέση εργασίας τόνιζε την ανάγκη για ατομικές ευθύνες ή μάθηση, δημιουργικότητα και καινοτομία.
Ο κ. Liebbrandt επεσήμανε τα στερεότυπα και τη γενίκευση του «πώς μοιάζει ένας ηγέτης» ως τους βασικούς λόγους για τους οποίους αγνοούνται τα μη Αγγλικά ονόματα.
«Η λήψη αποφάσεων μπορεί επίσης να επηρεάζεται από στερεότυπα και γενικά πρότυπα ηγεσίας, έτσι ώστε να προτιμούν υποψηφίους με Αγγλικά ονόματα για ηγετικές θέσεις», είπε.
Ο Δρ Mladen Adamovic, από το King’s College London, με τον οποίο συνεργάστηκε ο κ. Liebbrandt, υποστήριξε ότι οι υπεύθυνοι προσλήψεων μπορεί να πιστεύουν ότι οι πελάτες περιμένουν και προτιμούν να έχουν να κάνουν με ένα ηγετικό στέλεχος που εντάσσεται στο στερεότυπο, οπότε για το λόγο αυτό αγνοούν κάποιον με διαφορετικό υπόβαθρο.
«Είναι αρκετά λυπηρό και απογοητευτικό να βλέπεις ότι οι διακρίσεις προκαλούνται μόνο από ένα όνομα σε μια αίτηση», δήλωσε ο κ. Adamovic στο 7NEWS.
Ο Δρ Phil Kafcaloudes, πρώην ραδιοτηλεοπτικός παραγωγός του ABC, νυν ακαδημαϊκός και συγγραφέας, εξέτασε του λόγους για τους οποίους πολλοί Έλληνες μετανάστες αγγλοποίησαν τα ονόματά τους.
Όπως ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, «ο πατέρας μου, επίσης, χρησιμοποιούσε το όνομα Steve Kaff αντί για Stefano Kafcaloudes για μεγάλο μέρος της ζωής του. Ήταν μια αλλαγή του επωνύμου μας που τα δύο αδέλφια μου υιοθέτησαν επίσης και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα».
«Όταν κόντευα τα τριάντα, αποφάσισα να ανατρέψω την αγγλοποίηση του επωνύμου μου, αλλά μόνο μετά από προτροπή του νέου μου εργοδότη, στην Αυστραλιανή Ραδιοφωνία και Τηλεόραση. Σε μια στιγμή που δε θα ξεχάσω ποτέ, ο τότε προϊστάμενος Προσωπικού μου είπε ότι θα έπρεπε να επιστρέψω στο αρχικό ελληνικό μου όνομα, επειδή, όπως είπε, ‘δεν υπήρχαν αρκετοί ‘wogs’ σε αυτήν τη δουλειά’».
Ως προς τους λόγους για τις αλλαγές στα ονόματα; Διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με τον Δρ Kafcaloudes:
(1) Ευκολία. Ορισμένοι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι οι πρόγονοί τους θεώρησαν ότι θα ήταν ευκολότερο γι’ αυτούς (και τους υποψήφιους εργοδότες τους) να έχουν ένα πιο απλό, πιο αγγλόφωνο όνομα.
(2) Αποδοχή. Οι νέοι μετανάστες πίστευαν ότι εμφανιζόμενοι λίγο πιο αγγλόφωνοι, έστω και μόνο κατ’ όνομα, θα έδειχναν στην κοινωνία ότι απορρίπτοντας το ευρωπαϊκό τους όνομα, είναι πρόθυμοι να ενταχθούν.
(3) Ρατσισμός. Ορισμένοι δήλωσαν ότι το όνομα της οικογενείας τους άλλαξε λόγω του φόβου του ρατσισμού. Πρόκειται για έναν φόβο που άρχισε να διαλύεται με την κατάργηση της πολιτικής της «Λευκής Αυστραλίας» και την προώθηση της ενσωμάτωσης την εποχή του Whitlam, η οποία αντικατέστησε τη μακροχρόνια πολιτική της αφομοίωσης.
«Και αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα αυτής της έρευνας – ότι η πολιτική και τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην απόφαση Ελλήνων μεταναστών στις αρχές του 20ού αιώνα να κάνουν αυτό το μεγάλο βήμα, και γιατί πολλοί μεταγενέστεροι μετανάστες δεν αισθάνθηκαν την ίδια ανάγκη να το κάνουν».
«Αν τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας αναδεικνύουν κάτι -πρόσθετε ο Δρ Kafcaloudes- αυτό είναι ότι οι νέοι μετανάστες δεν αισθάνονται πλέον ότι πρέπει να κρύψουν την καταγωγή τους – ότι οι ίδιοι και το όνομά τους θα γίνουν αποδεκτοί χωρίς το φόβο του ρατσισμού ή της προκατάληψης και ότι το όνομά τους δε θα αποτελέσει εμπόδιο για μια ικανοποιητική ζωή στη νέα τους χώρα».
Τα ευρήματα της έρευνας του Πανεπιστήμιου Monash πάντως, αν μη τι άλλο, έρχονται να δημιουργήσουν προβληματισμό σε σχέση με τις διακρίσεις που όπως φαίνεται εξακολουθούν να υφίστανται.
Πώς θα γίνουν πιο δίκαιες οι προσλήψεις;
Η νέα έρευνα συνιστά ανώνυμες αιτήσεις για θέσεις εργασίας: Τα ονόματα των υποψηφίων να αποκρύπτονται στην αρχική φάση της πρόσληψης, ώστε να «αφαιρεθεί» η εθνικότητα από την εξίσωση.
Επίσης, συνίσταται κατάρτιση των υπευθύνων προσλήψεων ώστε να μειωθούν οι εθνοτικές διακρίσεις και να αναγνωρίζουν την ηγεσία βάσει του πολυπολιτισμού.
«Ενώ πολλοί οργανισμοί έχουν εφαρμόσει με επιτυχία πρακτικές πολυπολιτισμού σε όλους τους τομείς, θα πρέπει επίσης να σκεφτούν να αυξήσουν τον αριθμό των υποεκπροσωπούμενων ομάδων σε ανώτερες θέσεις…», υπογράμμισε ο καθηγητής Leibbrandt.