Ο πρωθυπουργός Anthony Albanese, κατηγόρησε τον πρώην Φιλελεύθερο πρωθυπουργό, Scott Morrison, ότι «δεν έδειξε καμία μεταμέλεια για τον αντίκτυπο που είχαν οι ενέργειές του ως υπουργoύ Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ο κ. Albanese αναφερόταν στο σκάνδαλο «Robodebt» το οποίο χαρακτήρισε «μεγάλη προδοσία και ανθρώπινη τραγωδία».

Εξάλλου και η ίδια η Εξεταστική των Πραγμάτων Επιτροπή (Royal Commission) χαρακτήρισε το πρόγραμμα αυτό «απάνθρωπο και ωμό».

Το «Robodebt», υπενθυμίζεται χρησιμοποιούσε έναν αλγόριθμο για διασταύρωση πληροφοριών από το Australian Taxation Office, ώστε να «αποφασίσει» αυτόματα, αν παραλήπτες επιδομάτων του Centrelink, είχαν λάβει περισσότερα χρήματα από όσα δικαιούνταν και ως εκ τούτου θα έπρεπε να τα επιστρέψουν ως «υπερβάλλοντα ποσά».

Από το 2016 έως το 2019, συγκέντρωσε περισσότερες από μισό εκατομμύριο ανακριβείς οφειλές μέσω μιας μεθόδου «μέσου όρου εισοδήματος», η οποία κρίθηκε εντέλει παράνομη.

Είχαν εκδοθεί ειδοποιήσεις για όσους υπήρχε η εκτίμηση πως «χρωστούσαν» πάνω από 1.000 δολ. μεταξύ των οποίων και αρκετοί ομογενείς.

Αξιοσημείωτο είναι δε ότι θάνατοι και αυτοκτονίες φέρεται να συνδέονται με το «Robodebt» λόγω της οικονομικής και της ψυχικής πίεσης που προκάλεσε σε παραλήπτες των ειδοποιήσεων χρέους.

«Προκάλεσε άγχος, αγωνία, οικονομική εξαθλίωση και, δυστυχώς, είχε ένα πολύ πραγματικό τίμημα ανθρώπινης ζωής (human toll)», επεσήμανε ο κ. Albanese.

Η Βασιλική Επιτροπή παρέδωσε την πολυαναμενόμενη έκθεσή της για το σύστημα αυτόματου καταλογισμού χρέους, την περασμένη εβδομάδα και εκεί κατακεραυνώνονται στελέχη της κυβέρνησης Συνασπισμού που το εφάρμοσαν.

Τώρα έγινε γνωστό ότι ανώτατη κρατική λειτουργός, Kathryn Campbell, η οποία έχει ετήσιες απολαβές 900.000 δολαρίων, πήρε άδεια από το υπουργείο Αμύνης, λίγο πριν κατατεθεί το πόρισμα της Επιτροπής που της αποδίδει ευθύνες για την εφαρμογή του «Robodebt»

Μάλιστα υπάρχουν αμφιβολίες στο Υπουργείο Άμυνας για το αν η κα Campbell, θα επιστρέψει από την άδεια της, αφού η Βασιλική Επιτροπή αναφέρει ότι η εν λόγω γραφειοκράτης επανειλημμένα απέτυχε να δράσει όταν έγιναν εμφανείς οι αδυναμίες και η παρανομία του συστήματος.

Ο σημερινός υπουργός Κυβερνητικών Υπηρεσιών, Bill Shorten, δήλωσε ότι δεν θέλει να σχολιάσει συγκεκριμένα πρόσωπα στη δημόσια υπηρεσία, καθώς αυτό θα αντιμετωπιστεί από “άλλες δικαιοδοσίες και άλλους ανθρώπους”.

Ωστόσο, ο Bill Shorten δήλωσε ότι κατανοεί “τη γενική αίσθηση της οργής” των θυμάτων του ρομποτικού χρέους.

“Κάποιοι υπεύθυνοι αισθάνονται ότι την γλίτωσαν”. Θέλω απλώς να τους διαβεβαιώσω ότι δεν την έχουν γλιτώσει”, είπε ο αρμόδιος υπουργός.

Στην έκθεσή της, η Holmes διαπίστωσε ότι ο Morrison επέτρεψε στο υπουργικό συμβούλιο να παραπλανηθεί σχετικά με τη νομιμότητα του προγράμματος και έδωσε αναληθή στοιχεία στην επιτροπή.

Σας παρέδωσα ένα πρόσθετο κεφάλαιο (της έκθεσης) το οποίο … είναι σφραγισμένο. Συνιστά την παραπομπή ατόμων για αστική αγωγή ή ποινική δίωξη. Προτείνω αυτό το πρόσθετο κεφάλαιο να παραμείνει σφραγισμένο και να μην κατατεθεί μαζί με την υπόλοιπη έκθεση, ώστε να μην επηρεαστεί η (Δικαιοσύνη κατά τη) διεξαγωγή οποιασδήποτε μελλοντικής πολιτικής αγωγής ή ποινικής δίωξης», ανέφερε -σύμφωνα με τον κ. Albanese- η επικεφαλής της Επιτροπής, πρώην Δικαστής του Supreme Court του Κουίνσλαντ, Catherine Holmes.

«Φτάσαμε στην αλήθεια χάρη στο θάρρος ορισμένων από τους πιο ευάλωτους Αυστραλούς, ανθρώπων που επέδειξαν γενναιότητα μπροστά στην αδικία, τις κακουχίες και μερικές φορές τη φοβερή θλίψη».

«Το θάρρος αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με εκείνους που προσπάθησαν να μεταθέσουν την ευθύνη, να θάψουν την αλήθεια και να συνεχίσουν να δικαιολογούν τη σοκαριστική ζημία. Το ‘Robodebt’ ήταν μια μεγάλη προδοσία και μια ανθρώπινη τραγωδία».

«Επιδίωκε την είσπραξη χρεών από Αυστραλούς που σε πολλές περιπτώσεις δεν είχαν κανένα χρέος να πληρώσουν. Ήταν λάθος. Ήταν παράνομο. Δε θα έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί και δεν πρέπει να ξανασυμβεί».

Επέκρινε υπουργούς του Συνασπισμού τότε, που «απέρριψαν ή αγνόησαν» σημαντικές ανησυχίες που εκφράστηκαν για το «Robodebt».

Ο κ. Albanese σχολίασε πως η Επιτροπή «απορρίπτει ως αναληθή τα στοιχεία του (Scott) Morrison ότι του είπαν ότι ο μέσος όρος εισοδήματος, όπως προβλεπόταν στο εκτελεστικό πρακτικό, ήταν μια καθιερωμένη πρακτική και ένας ‘θεμελιώδης τρόπος’ με τον οποίο λειτουργούσε το DHS (Department of Human Services)».

«ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ, ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, ΔΕΙΛΙΑ»

Η κα Holmes επεσήμανε ότι η Επιτροπή «εξυπηρέτησε τον σκοπό της να φέρει στο φως ένα ‘έπος’, καταδεικνύοντας μια πληθώρα τρόπων με τους οποίους τα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά μέσω της δωροδοκίας, της ανικανότητας και της δειλίας».

«Είναι αξιοσημείωτο πόσο λίγο ενδιαφέρον φαίνεται να υπήρξε για τη διασφάλιση της νομιμότητας του συστήματος, πόσο βιαστική ήταν η εφαρμογή του, πόσο λίγη σκέψη δόθηκε για το πώς θα επηρέαζε τους δικαιούχους κοινωνικής πρόνοιας και μέχρι πού ήταν διατεθειμένοι να φτάσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι για να υποχρεώσουν τους υπουργούς σε μια αναζήτηση εξοικονόμησης πόρων».

Η τρίτομη έκθεση, 990 σελίδων, περιλαμβάνει 57 συστάσεις και αποτελεί το αποτέλεσμα επεξεργασίας αποδεικτικών στοιχείων διάρκειας εκατοντάδων ωρών, χιλιάδων εκθεμάτων και σχεδόν ενός εκατομμυρίου εγγράφων.

Η έκθεση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο κ. Morrison «απέτυχε να ανταποκριθεί στην υπουργική του ευθύνη να διασφαλίσει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν σωστά ενημερωμένο σχετικά με το τι πραγματικά συνεπαγόταν η πρόταση και να διασφαλίσει ότι ήταν νόμιμη».

Για τον Alan Tudge, που ήταν υπουργός Υπηρεσιών για τους Πολίτες (Human Services) το 2017, όταν το «Robodebt» τέθηκε στο μικροσκόπιο η κα Holmes διαπίστωσε ότι ορισμένες από τις ενέργειές του αντιπροσώπευαν μια «καταδικαστέα … κατάχρηση εξουσίας».

Επικρίνεται, ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα και ο Stuart Robert, που ήταν υπουργός Κυβερνητικών Υπηρεσιών κατά το τέλος του προγράμματος το 2019, αφού, όπως αναφέρεται υποστήριξε τη χρήση του μέσου όρου εισοδήματος παρά την «ισχυρή προσωπική του άποψη» ότι η πρακτική αυτή οδηγούσε σε λανθασμένες οφειλές.

Σημειώνεται επίσης ότι οι φορολογούμενοι κατέβαλαν περίπου 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε νομικά έξοδα για την εκπροσώπηση πρώην υπουργών και πρωθυπουργών της κυβέρνησης του Συνασπισμού στη Βασιλική Επιτροπή.

Ανάμεσα σε άλλα, συνίσταται από την Επιτροπή και ο τερματισμός της «γενικής προσέγγισης» της κυβέρνησης όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των εγγράφων του Υπουργικού Συμβουλίου με την κατάργηση ενός τμήματος του Commonwealth Freedom of Information Act.

«Ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε αν η λογική της ασυλίας δημοσίου συμφέροντος – η διατήρηση της Αλληλεγγύης του Υπουργικού Συμβουλίου και της Συλλογικής Ευθύνης – δικαιολογεί πραγματικά την απόκρυψη πληροφοριών που συμβαίνει συνήθως υπό αυτόν τον μανδύα», ανέφερε η Επίτροπος.