Ζούμε περισσότερα χρόνια πλέον, αλλά είμαστε λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του πρώτου «προϋπολογισμού» για την κοινωνική ευημερία (wellbeing budget) στην Αυστραλία, τον οποίο παρουσίασε ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών, Jim Chalmers, δεχόμενος πάντως κριτική ότι για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν ξεπερασμένα δεδομένα (out-of-date statistics).

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση υπό τον τίτλο «Measuring What Matters» (υπολογίζοντας αυτά που έχουν σημασία, σε ελεύθερη μετάφραση), η χώρα σημειώνει «μικτή πρόοδο» σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών μέτρων.

Για τον «υπολογισμό» αυτό χρησιμοποιήθηκαν 50 διαφορετικοί κοινωνικοί κυρίως δείκτες, όπως: πόσο ασφαλείς αισθάνονται οι κάτοικοι της Αυστραλίας, πόσο χρόνο διαθέτουν για αναψυχή, την ικανοποίηση από την εργασία, την ποιότητα του αέρα και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

Είκοσι δείκτες παρουσίασαν βελτίωση, 7 ήταν σταθεροί, 12 επιδεινώθηκαν και οι υπόλοιποι είχαν μικτές τάσεις.

Πολλά σημεία της έκθεσης βασίστηκαν σε στατιστικά στοιχεία έως και πέντε ετών, αλλά ο κ. Chalmers αρνήθηκε ότι τα ευρήματα ήταν «παραπλανητικά».

Ειδικότερα, η συνολική ικανοποίηση από τη ζωή στην Αυστραλία ήταν στο 7,5 (σε κλίμακα από το 0 έως το 10) μεταξύ 2014 και 2019, αλλά μειώθηκε στο 7,2 το 2020, πιθανότατα λόγω της πανδημίας COVID-19.

Ακόμη, αναφέρεται ότι το προσδόκιμο ζωής είχε βελτιωθεί κατά τη σύγκριση των δεδομένων από το 2001-2003 με το 2019-2021 και ότι ένα αγόρι που γεννήθηκε μεταξύ 2019-21 θα μπορούσε να περιμένει να ζήσει έως 81,3 έτη, ενώ ένα κορίτσι θα μπορούσε να περιμένει να ζήσει έως 85,4 έτη.

Ωστόσο, το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων των Πρώτων Εθνών ήταν χαμηλότερο κατά 8,6 έτη για τους άνδρες και 7,8 έτη για τις γυναίκες.

Οι πολίτες δηλώνουν επίσης ότι βιώνουν λιγότερες διακρίσεις από ό,τι το 2014, αλλά το αίσθημα εθνικής ασφάλειας επιδεινώθηκε από το 2005 έως το 2023.

Η ποιότητα του αέρα παρέμεινε σταθερή, αλλά τα απειλούμενα είδη μειώνονται σε πληθυσμό με υψηλότερο ρυθμό από ό,τι το 2002.

Η ψυχική υγεία χαρακτηρίστηκε ως «σταθερή», αλλά τα δεδομένα έφτασαν μόνο μέχρι το 2018, πράγμα που σημαίνει ότι δε συμπεριλήφθηκαν τα lockdowns της COVID-19 που επιβάρυναν σε μεγάλο βαθμό την ευημερία των ανθρώπων.

Η έκθεση κατέληξε επίσης στο αμφισβητούμενο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι είχαν περισσότερο εισόδημα που τους περίσσευε μετά την αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων, όταν συνέκριναν το 2002-03 με το 2019-20.

Αναγνωρίζεται πάντως ότι ειδικά στο σημείο αυτό τα δεδομένα ήταν ξεπερασμένα «κατά μερικά χρόνια» και ότι υπήρξε σημαντική αύξηση του κόστους στέγασης μετά την πανδημία, ειδικά τους τελευταίους 14-15 μήνες από τότε που η RBA αύξησε τα επιτόκια από το ιστορικό χαμηλό του 0,10%, στο 4,10% πλέον.

Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την αξιοπιστία τέτοιων στοιχείων, ο κ. Chalmers δήλωσε ότι αυτή ήταν η «πρώτη προσπάθεια» της Αυστραλίας για μια τέτοια έκθεση, στα χνάρια του Καναδά, της Νέας Ζηλανδίας και της Σκωτίας, μεταξύ άλλων χωρών.

«Θα τη βελτιώσουμε, θα τη βελτιώσουμε, πρόκειται για ευρύτερες τάσεις και αλλαγές. Ένα από τα καθήκοντα είναι να εντοπίσουμε τα κενά, και είμαστε ειλικρινείς ως προς αυτό», δήλωσε στο ABC.

«Ένα από τα στοιχεία που καθίσταται σαφές είναι ότι πρέπει να κάνουμε συλλογικά καλύτερη δουλειά στη μέτρηση της προόδου μας με την πάροδο του χρόνου», πρόσθεσε και επεσήμανε ότι «καλωσορίζει» τα σχόλια του κόσμου.

Από την πλευρά της, η εκτελούσα χρέη αρχηγού της αντιπολίτευσης, Sussan Ley, ανέφερε ότι δεν είναι αντίθετη με τη μέτρηση της ευημερίας, αλλά η έκθεση αυτή βασίζεται σε «ελαττωματικά δεδομένα».

«Πρέπει να έχουν ακρίβεια … και αυτό δεν είναι αυτό που βλέπουμε», είπε.

Αναλυτές σχολίαζαν πως ο κ. Chalmers θέλησε να μάθει πώς αισθάνονται οι πολίτες: Αισθανόμαστε φτωχότεροι, δυσκολευόμαστε περισσότερο να τα βγάλουμε πέρα, υποφέρουμε από περισσότερες χρόνιες ασθένειες και ανησυχούμε περισσότερο για τη στέγαση από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες.

Ο πρώτος «wellbeing budget» δίνει την εικόνα ενός πληθυσμού που αισθάνεται το άγχος των τελευταίων δεκαετιών να επιστρέφει σε διάφορους κρίσιμους τομείς, όπως η υγεία, το εισόδημα και η στέγαση.

Ναι μεν, οι πολίτες αισθάνονται πιο ασφαλείς και έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους άλλους (ήταν 54,1% το 2006, 61,4% το 2020) και στις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά όχι στην κυβέρνηση (η εμπιστοσύνη ήταν στο 53,2% το 2006 και μειώθηκε στο 49,9%).

Θεωρούν ότι υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης, αλλά αισθάνονται λιγότερο ικανοί να τα βγάλουν πέρα, ενώ η ασφάλεια στο διαδίκτυο έχει επιδεινωθεί.

Τα εισοδήματα έχουν βελτιωθεί (κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα 48.538 δολάρια το 2002-03, 68.092 δολάρια τώρα), αλλά το κόστος στέγασης «τρώει» το μεγαλύτερο μέρος τους, ενώ η ακρίβεια ειδικά τον τελευταίο χρόνο έχει… ξεφύγει.

Αισθάνονται επίσης ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχει γίνει δυσκολότερη η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και στις υπηρεσίες υποστήριξης.