Η Μικρασιατική εκστρατεία

Οι αστοχίες, η καταστροφή και η εγκατάσταση των προσφύγων

Στο παρόν άρθρο γίνεται μια σύντομη αναφορά στη Σμύρνη σαν μέρος του όλου της Μικράς Ασίας όπου μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε το θέατρο μιας τεράστιας πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων την περίοδο 1919-1922, η οποία οδήγησε στην καταστροφή της πόλης και του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Η Ελλάδα εισήλθε στον Α΄ΠΠ, διχασμένη μεταξύ των Βενιζελικών που υποστήριζαν τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΤ, και του φιλο-Γερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου που υποστήριζε την ουδετερότητα. Η Τουρκία, κατά τη διάρκεια του πολέμου συμμάχησε με τη Γερμανία και τις άλλες Κεντρικές Δυνάμεις. Σε συντομία, μια σειρά γεγονότων οδήγησε τον Βενιζέλο στο κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916, την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΤ και την εξορία του βασιλιά Κωνσταντίνου και την αντικατάστασή του στο θρόνο από τον δευτερότοκο γυο του Αλέξανδρο, τον Ιούνιο του 1917.

Ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε στις 11 Νοεμβρίου 1918 όταν όλες οι χώρες των Κεντρικών Δυνάμεων είχαν παραδοθεί. Οι σύμμαχοι της ΑΝΤΑΤ αποφάσισαν να διαιρέσουν την Οθωμανική Τουρκία σε ζώνες επιρροής. Η Αγγλία ανέλαβε την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, των στενών των Δαρδανελλίων και της περιοχής του Ιρακ, η Γαλλία την Κιλικία, η Ιταλία την περιοχή της Αντάλειας και στην Ελλάδα ανατέθηκε η περιοχή της Σμύρνης. Με την ίδια απόφαση προβλέφτηκε η δημιουργία ανεξάρτητης Αρμενίας και ενός αυτόνομου Κουρδιστάν στα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Στο βάθος, τα κίνητρα των πολιτικών αυτών των μεγάλων δυνάμεων για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπέκρυπταν τις αντκρουόμενες επιδιώξεις και συμφέροντά τους για την εξασφάλιση των πετρελαίων της Μουσούλης και του Ιράκ.
Η Σμύρνη το 1919 αποτελούσε μια κοσμοπολίτικη κοινωνία 270.000 κατοίκων περίπου. Οι Τούρκοι την αποκαλούσαν “giaour Ismir”- «άπιστη Σμύρνη». Από τους κατοίκους της, υπολογίζεται ότι περίπου 140.000 ήσαν ΄Ελληνες, 80.000 Τούρκοι, 25.000 Εβραίοι, 12.000 Αρμένιοι και 15.000 Ευρωπαίοι, Βρετανοί και Αμερικανοί. Η αρχική ανάθεση της διοίκησης της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα ήταν για πέντε χρόνια και στο τέλος της πενταετίας το μέλλον της περιοχής θα καθοριζόταν με δημοψήφισμα.
Ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919 υπό τη συνοδεία και υποστήριξη πλοίων του Αμερικανικού, Αγγλικού και Γαλλικού στόλου. Από την πρώτη μέρα υπήρξε αντίσταση άτακτων Τούρκων και ένοπλα επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες. Η Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου 1920 επικύρωσε τις προηγούμενες αποφάσεις και υπογράφτηκε επίσης και από την κυβέρνηση του Σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης. Στην Ανατολική Τουρκία, όμως, ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ Πασά επαναστάτησε εναντίον της Συνθήκης των Σεβρών και του Σουλτάνου και οργάνωσε την Τουρκική αντίσταση για την εκδίωξη των ξένων δυνάμεων και στρατευμάτων. Οι επιθέσεις των άτακτων τσετών ανάγκασε τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις να επιτεθούν και να επεκτείνουν την περιοχή ελληνικής κατοχής στα παράλια της Προποντίδας και την περιοχή της Προύσας.

 

 

Οι εκλογές της 14 Νοεμβρίου 1920 (ν. η.)
Στην Ελλάδα η κατοχή της περιοχής της Σμύρνης έγινε ένα κύριο εκλογικό θέμα στις εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 1920 (νέο ημερολόγιο ν. η.). Ο Βενιζέλος αναφερόταν με υπερηφάνεια στη Συνθήκη των Σεβρών και την Ελλάδα των δυο ηπείρων και πέντε θαλασσών. Τα φιλοβασιλικά κόμματα εκφράζονταν εναντίον της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης και συνθηματολογούσαν για την ανάγκη αποστράτευσης και της επιστροφής των στρατιωτών στα σπίτια τους, πολλοί από τους οποίους υπηρετούσαν για οχτώ χρόνια, από το 1912.
Στις 25 Οκτωβρίου 1920, ενώ είχαν προκηρυχτεί οι εκλογές, πέθανε ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος από τις επιπλοκές του δαγκώματος μιας μαϊμούς. Τα αντιβενιζελικά (φιλοβασιλικά) κόμματα κέρδισαν τις εκλογές. ΄Ηταν προφανές ότι στις εκλογές κέρδισε η ψήφος για την ειρήνη. Ωσστόσο, αντί για την αποστράτευση, η κυβέρνηση του νέου φιλοβασιλικού συνασπισμού, ενάντια στα αισθήματα των συμμάχων, επανέφεραν στο θρόνο τον πρώην φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο και αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο με την Τουρκία. Οι Αγγλογάλλοι και οι Ιταλοί εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην παλινόρθωση του Κωνσταντίνου.
Η νέα κυβέρνηση επεδίωξε πολιτικές αντίθετες από εκείνες των προεκλογικών της διακηρύξεων και κυριότερων υποσχέσεων, αντίθετες από τις πολιτικές που εξέφραζε στη διάρκεια του πολέμου. Κάποιοι μπορεί να βλέπουν επικριτικά την απόφαση του Βενιζέλου για την απόβαση του Ελληνικού στρατού στην περιοχή της Σμύρνης το 1919 αλλά αυτό έγινε με την κοινή απόφαση των συμμάχων της ΑΝΤΑΤ. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, όμως, η απόφαση της νέας κυβέρνησης για επέκταση του πολέμου στα ενδότερα της Μικράς Ασίας δημιουργούσε ένα τεράστιο μέτωπο 600 και περισσότερων χιλιομέτρων. ΄Ηταν μια τεράστια περιοχή στην οποία υπήρχαν μικρές ελληνικές κοινότητες αλλά σε αντίθεση με την περιοχή της Σμύρνης παντού αποτελούσαν μειονότητες. Ο πόλεμος της Μικρασιατικής εκστρατείας προς την ΄Αγυρα έγινε ενάντια στις συστάσεις των συμμάχων και οδήγησε στην κατάρρευση του Μετώπου και την καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

Η διάσκεψη του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1921)
Η παλινόρθωση του Κωνσταντίνου αποξένωσε τους συμμάχους της ΑΝΤΑΤ, από τους οποίους η Ελλάδα εξαρτούνταν για παροχή δανείων και πολεμικών εφοδίων. Στις 8 Φεβρουαρίου 1921 (παλαιό ημερολόγιο), άρχισε η διάσκεψη του Λονδίνου. Η ελληνική αντιπροσωπεία (Πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος και Δημ. Γούναρης, Υπουργός Στρατιωτικών), απέρριψε τη συμμαχική πρόταση για συμβιβασμό με την Τουρκία. «Δεν απομένει παρά η ένοπλη λύση» δήλωσε ο Γούναρης. Ως αποτέλεσμα, η «διάσκεψη μετατρεπόταν από αντιδικία Συμμάχων – Τουρκίας, σε αντιδικία Ελλήνων και Τούρκων». (Φωτιάδης, σ. 124)
Μετά την ενδυνάμωση της Επανάστασης του Κεμάλ η Γαλλία και η Ιταλία διαπραγματεύτηκαν μυστικά μαζί του την αποχώρησή τους. Η αποχώρηση του Ελληνικού στρατεύματος ήταν περισσότερο δύσκολη λόγω του ότι είχε ειδύσει βαθύτερα εντός της Μικράς Ασίας, ήταν εξαπλωμένο σε ένα ευρύ μέτωπο και οι Τούρκοι ήσαν περισσότερο εναντίον των Ελλήνων που ήσαν γειτονική προς την Τουρκία χώρα παρά εναντίον των άλλων που έτσι και αλλιώς θα αποσύρονταν. Γι’ αυτό ο Κεμάλ προέβαλλε διαρκώς προς την Ελλάδα εξωφρενικές απαιτήσεις.
Η Ελληνική κυβέρνηση, μετά τη διάσκεψη του Λονδίνου, έσπευδε για μια εαρινή επίθεση. Τον Φεβρουάριο του 1921 ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία αριθμούσε 121.000 άνδρες. ΄Ενα χρόνο αργότερα ο αριθμός είχε σχεδόν διπλασιαστεί, είχε ξεπεράσει τις 200.000. Στις 8 Απριλίου 1921(νέο ημερολόγιο) πρωθυπουργός έγινε ο Δημήτριος Γούναρης. ΄Οπως σημειώνει ο Μεταξάς στο προσωπικό του ημερολόγιο στις 11 Απριλίου 1921 σε συνάντηση του Γούναρη στο σπίτι του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη με Νικόλαο Θεοτόκη, Υπουργό Στρατιωτικών και τον Ιωάννη Μεταξά, ασκήθηκε πίεση στον Μεταξά να επανέλθει στο στράτευμα και να αναλάβει υπεύθυνη ηγετική θέση: «…Τώρα πρέπει να νικήσωμεν. Και δι’ αυτό σε θέλομεν. Να μας ειπής τι πρέπει να κάμωμεν» του λέει ο Γούναρης. «Περί αυτού πρόκειται. ΄Οτι δεν δυνάμεθα να νικήσωμεν…» του απάντησε ο Μεταξάς. (Φωτιάδης, σ. 143) Στις 11/06/1921 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατάστηθηκε στο Κορδελιό της Σμύρνης. Στις 21 Ιουνίου υποβάλλεται προς τους εμπόλεμους πρόταση των συμμάχων από Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία περί λύσεως της Ελληνοτουρκικής διένεξης με παραχώρηση στην Ελλάδα της Ανατολικής Θράκης και δημιουργία αυτόνομης περιοχής στη Σμύρνη. «Τέλος, τόνιζαν, ότι, σε τυχόν απόρριψη της μεσολάβησής τους από τα εμπόλεμα μέρη, απεκδύονταν από κάθε ευθύνη για ό,τι θα ακολουθούσε». (Φωτιάδης, σ. 147) Η πρόταση απορρίφτηκε και από τον Κεμάλ αλλά και από την κυβέρνηση Γούναρη.
Στις 12 Ιουλίου 1921 (ν. η.) αρχίζει η θερινή επίθεση της ελληνικής Στρατιάς και στις 18 Ιουλίου οι ΄Ελληνες καταλαμβάνουν την Κιουτάχεια. Ο τουρκικός στρατός υποχωρεί σε βάθος 300 χιλιομέτρων, στην ανατολική πλευρά του ποταμού Σαγγαρίου, καταστρέφοντας τη σιδηροδρομική γραμμή και τις γέφυρες του ποταμού, καταφανώς μια τακτική ενέργεια που θα προκαλούσε την καταπόνηση του ελληνικού στρατού και τη μεγιστοποίηση των δυσκολιών εφοδιασμού του.

Το Μεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο της Κιουτάχειας
Στις 28 Ιουλίου 1921 (ν. η.) συγκαλέστηκε στην Κιουτάχεια το Μεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του βασιλιά Κωνσταντίνου, με τη συμμετοχή του Πρωθυπουργού Δημητρίου Γούνατη και του Υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη. Αποφασίστηκε ομόφωνα η συνέχιση των επιχειρήσεων προς την ΄Αγκυρα. Ο αρχιστράτηγος Παπούλας είχε κάποιους ενδοιασμούς αλλά δεν τόλμησε να τους εκφράσει. Στις 14 Αυγούστου (ν. η.) αρχίζει η προέλαση των τμημάτων της Στρατιάς και η πολυήμερη δοκιμασία της διάσχισης της Αλμυράς Ερήμου, η στέπα ενός οροπεδίου ύψους 950 μέτρων. «Από την αυγή ως το σούρουπο ένας ήλιος ανελέητος. Τη νύχτα η έρημος από καμίνι γινόταν ψυγείο. ΄Ηταν μια κόλαση…». (Φωτιάδης, σ. 183) Στις 19 Αυγούστου αρχίζει η διάβαση του Σαγγάριου ποταμού με πλωτά γεφύρια.

Φώτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η στρατιά, 700 χιλιόμετρα μακριά από τη Σμύρνη και τις ακτές του Αιγαίου, διεξάγει επιτυχώς σκληρές πολύνεκρες μάχες για την κατάληψη αλεπάλληλων οχυρών λόφων και υψωμάτων στο δρόμο προς την ΄Αγκυρα. Οι Τούρκοι αμύνονται απελπισμένα. Η ηγεσία της Στρατιάς, όμως, (αρχίζει να διερωτάται αν πραγματικά, κατά πόσο οι μεγάλες θυσίες σε ζωές για την κατάληψη των αλλεπάλληλων οχυρών διαφόρων υψωμάτων μπορούσαν να οδηγήσουν προς ένα αίσιο αποτέλεσμα και τον εξαγκανασμό του Κεμάλ να προσέλθει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Σε έκθεση της Στρτιάς προς το Υπουργείο Στρατιωτικών ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας τονίζει την κατάσταση που αντιμετωπίζεται. Ο εχθρός έχει το πλεονέκτμα της πληθώρας αξιωματικών, της κατοχής αλλεπάλληλων οχυρωματικών θέσεων, γνώση του τόπου και υπεροχή σε βαρύ πυροβολικό.
«Ο εχθρός αμύνεται των 100 χιλιομέτρων των χωριζόντων ημάς από την ΄Αγκυρα πεισματωδώς, βήμα προς βήμα». (Φωτιάδης, σ. 234)
Τη νύχτα της 25ης προς 26 Αυγούστου 1921(π. η,) ο Κεμάλ αποφάσισε γενική αντεπίθεση ελπίζοντας στην επίτυχία εξόντωσης της Ελληνικής Στρατιάς. Η αντεπίθεση προκάλεσε ρήγμα στο ελληνικό μέτωπο αλλά η Στρατιά υποχωρεί με τάξη διαβαίνοντας στις 30 προς 31 Αυγούστου 1921 (π. η.) τον Σαγγάριο και αναπτύσσεται στη δυτική όχθη του.
Η υποχώρηση στη Δυτική όχθη του Σαγγαρίου καθήλωσε την Ελληνική Στρατιά για ένα χρόνο, της αφαίρεσε την πρωτοβουλία και κατέστρεψε το ηθικό των στρατιωτών. Γινόταν φανερό ότι «οι ΄Ελληνες εγκλωβίστηκαν σε έναν λαβύρινθο χωρίς έξοδο». (Smith Michael Llewellyn, σ. 266) Η κατάσταση επιδεινώνεταν από την αδυναμία της Ελληνικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει εξωτερικά δάνεια. Στις 24 Μαρτίου 1922 (π. η.) ο ΄Ελληνας Υπουργός Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης συνέλαβε την σπουδαία ιδέα του περίφημου Αναγκαστικού Εσωτερικού Δανείου. Με βάση τον νόμο αυτό όλο το χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε κόπηκε κυριολεκτικά στα δύο και το ένα μισό πήγαινε υπέρ του εθνικού προϋπολογισμού. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση εξοικονόμησε 1.550.000.000 δις. δραχμές για να πληρώσει για τις ανάγκες του πολέμου.
Ο Γούναρης αναγκάζεται στις 29 Απριλίου 1922 (π. η.) να παραιτηθεί.και στις 17 Μαΐου σχηματίζεται νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη. Η κυβέρνηση, με εισήγηση του Νικολάου Στράτου, αντικατέστησε τον διοικητή της Στρατιάς Αναστάσιο Παπούλα με τον Γεώργιο Χατζηανέστη που έφτασε στη Σμύρνη στις 21 Μαΐου 1922. Ο Χατζηανέστης αποδείχτηκε μια κακή επιλογή, κατά τον Φωτιάδη, χειρότερη δεν μπορούσε να γίνει.

Η κατάρρευση του Μετώπου και η καταστροφή της Σμύρνης
Οι Τούρκοι δεν επιθυμούσαν διαπραγματεύσεις για την απόσυρση των Ελλήνων. Τελικά το ζήτημα κρίθηκε στο πεδίο της μάχης. Ο Κεμάλ διέθετε πλέον την υποστήριξη σε πολεμικό υλικό από Γαλλία, Ιταλία και Σοβιετική ΄Ενωση. Το Ελληνικό στράτευμα, ταλαιπωρημένο, μην έχοντας δάνεια, υποστήριξη και εφόδια από τους συμμάχους και με γενικά κακή στρατιωτική ηγεσία βρισκόταν σε δεινή θέση. Στις 26 Αυγούστου 1922 (ν. η.) οι Τούρκοι άρχισαν τη γενική επίθεση. Ο Κεμάλ βρισκόταν ο ίδιος στο Μέτωπο, ο ΄Ελληνας αρχιστράτηγος Χατζηανέστης διεξήγαγε τον πόλεμο από το στρατηγείο στη Σμύρνη. Στις 27 Αυγούστου το μέτωπο έσπασε, η Στρατιά ηττήθηκε και υποχώρησε άτακτα. ΄Ενα ολόκληρο σώμα στρατού (υπό την ηγεσία του Νικολάου Τρικούπη) αιχμαλωτίστηκε λόγω του ότι είχε απομονωθεί και περικυκλωθεί και δεν υπήρχε επικοινωνία με το στρατηγείο στη Σμύρνη. Το μέγεθος της ήττας σήμαινε τη Μικρασιατική Καταστροφή, δηλαδή τον ξεριζωμό και την εκδίωξη του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τις πανάρχαιες εστίες του.
Η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου ήταν ξαφνική. Στις 28 Αυγούστου 1922 (νέο ημερολόγιο) το Στρατηγείο Σμύρνης πληροφορήθηκε την πτώση του Αφιόν Καραχισάρ και ο ΄Υπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης τηλεγράφησε στην Αθήνα για την άμεση ανάγκη ο Υπουργός Στρατιωτικών να επισκεφτεί τη Σμύρνη. Την 1η Σεπτεμβρίου κατεύφθασαν οι υπουργοί Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και Εσωτερικών, Νικόλαος Στράτος, συσκέφτηκαν με τον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη και τον ΄Υπατο Αρμοστή και αναχώρησαν χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση. Μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1922 οι ΄Ελληνες της Σμύρνης δεν έδιναν σημασία στις φήμες και τα γεγονότα αλλά εκείνη την ημέρα έφτασαν τα πρώτα τρένα με τους τραυματίες, τις άσχημες ειδήσεις και πλήθος πρόσφυγες από τα ενδότερα που κουβαλούσαν στα χέρια τους ότι μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους. Την ίδια μέρα ο Στεργιάδης κάλεσε με εγκύκλιο όλους τους υπαλλήλους των επαρχιακών παραρτημάτων της Ελληνικής Διοίκησης να συγκεντρώσουν όλα τα αρχεία τους και ν’ αναχωρήσουν αμέσως (μυστικά από τις ντόπιες ελληνικές κοινότητες) για τη Σμύρνη.
Στις 4 Σεπτεμβρίου η Ελληνική κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη αντικατέστησε τον Αρχιστράτηγο Χατζηανέστη με τον Υποστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη, αρχηγό του Α΄Σώματος Στρατού. Το Στρατηγείο της Σμύρνης και η κυβέρνηση δεν γνώριζαν ότι ο Τρικούπης ήταν ήδη αιχμάλωτος των Τούρκων από τις 2 Σεπτεμβρίου. Στις 6 Σεπτεμβρίου ο Υπ. Στρατιωτικών Θεοτόκης πήγε πάλι στη Σμύρνη και εγκατέστησε νέο Αρχιστράτηγο τον Γεώργιο Πολυμενάκο και αναχώρησε την επόμενη.

Ελευθέριος Βενιζέλος. Φώτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μέχρι το μεσημέρι της 8 Σεπτεμβρίου είχαν αναχωρήσει από τη Σμύρνη με το «Νάξος» όλοι οι στρατιωτικοί, τραπεζικοί και διοικητικοί υπάλληλοι και η μονάδα χωροφυλακής που μέχρι τότε επιτηρούσε την τάξη, χωρίς η Διοίκηση να έχει ενημερώσει τη Μικρασιατική Ελληνική κοινότητα για τη δημιουργηθείσα κατάσταση. Τα στρατιωτικά τμήματα που κατεύθαναν από το εσωτερικό κατευθύνονταν προς την Ερυθραία για να αναχωρήσουν από το λιμάνι του Τσεσμέ. Τα τελευταία τμήματα αναχώρησαν από εκεί στις 19 Σεπτεμβρίου. Συνολικά, η Μικρασιατική εκστρατεία κόστισε στην Ελλάδα 24.240 νεκρούς, 48.880 τραυματίες, 18.095 αγνοούμενους και 10.000 αιχμαλώτους. Οι Τούρκοι είχαν 13.000 νεκρούς, 24.000 νεκρούς από ασθένειες ή τραυματισμούς και 35.000 τραυματίες. (Richter, σ. 166)
Ο στρατός αναχώρησε αλλά τα μαρτύρια των προσφύγων μόλις τότε άρχιζαν. Το μεσημέρι της 9ης Σεπτεμβρίου έφτασε στη Σμύρνη η πρώτη έφιππη τουρκική μονάδα και άρχισαν τις διώξεις Αρμενίων και Ελλήνων. Η κατακρεούργηση του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου και η συστηματική εξολόθρευση των Αρμενίων ήταν μόνο η αρχή. ΄Ολοι οι άνδρες μεταξύ 18 και 45 ετών συλλαμβάνονταν να σταλούν σε τάγματα εργασίας στην Μικρασιατική ενδοχώρα, από τα οποία ελάχιστοι επέζησαν. ΄Ηδη υπήρχαν στο λιμάνι της Σμύρνης περισσότεροι από 100.000 πρόσφυγες και συνεχώς κατεύθαναν και άλλοι. ΄Αλλες κυβερνήσεις έστελναν πλοία στη Σμύρνη για την προστασία και την εκκένωση των υπηκόων τους. ΄Οσοι ΄Ελληνες και Αρμένιοι μιλούσαν ελάχιστα Γαλλικά, ισχυρίζονταν ότι ήταν Γάλλοι υπήκουοι που έχασαν τα χαρτιά τους και οι γαλικές αρχές τους παρείχαν προστασία και ευκαιρία διαφυγής. Κανένα μέτρο, όμως, δεν πάρθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση για την εκκένωση των ελλήνων μικρασιατών προσφύγων. Εξάλλου, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη με τον νόμο 2870/1922 απαγόρευε Μικρασιάτες ΄Ελληνες και Αρμένιους που στερούνταν ελληνικού διαβατηρίου να καταφύγουν στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι διατηρώντας ένα άσβεστο μίσος εναντίον της Αρμενικής κοινότητας, επιτέθηκαν πρώτα στους Αρμένιους και τα αρμενικά καταστήματα ήσαν τα πρώτα που λεηλατήθηκαν. Οι Αρμένιοι εξοντώνονταν αδιάκριτα εκτός από τις νέες γυναίκες τους που συγκεντρώνονταν για τις ορέξεις των Τούρκων στρατιωτών.
Στις 13 Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκε φωτιά στην Αρμενική συνοικία και βοηθούντος του ανέμου, σε 9 ημέρες ολόκληρη η πόλη αποτεφρώθηκε εντελώς εκτός από την Τουρκική και την Εβραϊκή συνοικία που ήσαν εκτός της πορείας της πύρινης λαίλαπας. Οι Τούρκοι ήθελαν να εξαλείψουν οποιαδήποτε ξένη παρουσία στην «άπιστη Σμύρνη». Σύντομα η φωτιά απλώθηκε στις Ευρωπαϊκές συνοικίες και η πρόσοψη του λιμανιού όπου βρίσκονταν τα προξενεία, θέατρα και μεγάλα καταστήματα τυλίχθηκε στις φλόγες. Η Μάρζιορι Χουσεπιάν δίνει δυο παραθέματα δημοσιογραφικών ανταποκρίσεων σε αμερικανικές εφημερίδες: «Εκτός από την άθλια τουρκική συνοικία, έγραφε ο Τζον Κλέιτον, η Σμύρνη έπαψε να υπάρχει. Το πρόβλημα των μειονοτήτων έχει λυθεί εδώ μια για πάντα. Καμιά αμφιβολία δεν μένει εδώ για την αρχή της φωτιάς… Ο δαυλός άναψε από τούρκους στρατιώτες του τακτικού στρατού». Αλλά και η ανταπόκριση του Κονσταντάιν Μπράουν, στη Σικάγο Ντέιλυ Νιους δεν ήταν λιγότερο ειλικρινής: «΄Ενα εγκλημα που θα στιγματίσει για πάντα τους Τούρκους διαπράχτηκε χθες, όταν η τουρκική φανταρία, αφού τελείωσε το πλιάτσικο, έβαλε φωτιά στην πόλη». (Χουσεπιάν, ελληνική έκδοση, σ. 237)
Εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων και Αρμενίων που βρίσκονταν στην προκυμαία του λιμανιού ελπίζοντας απελπισμένα για κάποιο πλεούμενο που θα τους έπαιρνε στα νησιά ή την ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκαν μεταξύ της φωτιάς και της θάλασσας. Πολλοί σφάζονταν, ληστεύονταν, βιάζονταν, βασανίζονταν. Οι Τούρκοι κρατούσαν όλους τους άνδρες μεταξύ 18 και 45 ετών να σταλούν στη Μικρασιατική ενδοχώρα και άρπαζαν τις γυναίκες μεταξύ 15 και 35. Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλλει μεταξύ των 10.000 και 100.000. Ας δούμε μερικά παραθέματα από την Housepien:
«Κανένας δεν θα ξέρει ποτέ πόσοι χάθηκαν. Οι Τούρκοι στρατιώτες μπλόκαραν τα σημεία διαφυγής και τα θύματά τους δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παίρνουν το δρόμο προς τη φωτιά… Ο συνταγματάρχης Τζιορντάνο, αξιωματικός σύνδεσμος του Ιταλικού Προξενείου, προσπάθησε να οδηγήσει ένα φορτηγό γεμάτο με ΄Ελληνες και Ιταλούς έξω από τη ζώνη της φωτιάς και βρήκε το δρόμο μπλοκαρισμένο από μια Τουρκική στρατιωτική φάλαγγα. Τού επέτρεψαν να περάσει αλλά μερικούς άλλους τους γύρισαν πίσω. ‘΄Εχουν κηρύξει στρατιωτικό νόμο και απαγορεύουν στον πληθυσμό να διαφύγει’, είπε. ‘ Είναι απίστευτα τραγικό’.
…Από το πλοίο ‘Iron Duke’ ο ταγματάρχης Arthur Maxwel του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, κοιτάζοντας με τα κυάλια, διέκρινε κάποιους να ρίχνουν κουβάδες με υγρό ανάμεσα στους πρόσφυγες. Στην αρχή, νόμισε ότι ήσαν πυροσβέστες που προσπαθούσαν να εξαλείψουν τις φλόγες. Μετά, με τρόμο, διαπίστωσε, ότι κάθε φορά που εμφανίζονταν εκεί γινόταν μια ξαφνική ανάφλεξη φωτιάς. ‘ Θεέ μου! Προσπαθούν να κάψουν τους πρόσφυγες!’ αναφώνησε. Οι παριστάμενοι Βρετανοί πρόξενοι με κίτρινα τα πρόσωπά τους, συμφώνησαν μαζί του.
… Την Πέμπτη το απόγευμα ο υπολοχαγός Merrill πήρε μια παρέα τριών ανδρών σε ένα κοντινό προάστιο. Παρατήρησε μερικά καμμένα σημεία στο λιμάνι όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται, καθώς οδηγούνταν από μέρος σε μέρος από τις φωτιές. Ωστόσο, αυτά τα σχετικά ‘ ασφαλή σημεία’ ήσαν γεμάτα με Τούρκους στρατιώτες, που συνεχώς καταλήστευαν τους πρόσφυγες από ο,τιδήποτε τους είχε μείνει και άρπαζαν τις νέες γυναίκες. …Ο Βρετανός Υποπρόξενος ανακάλυψε κατά τη διάρκεια του απογεύματος ότι από τους περίπου ενιακόσιους πρόσφυγες που μαζεύτηκαν στο καταδρομικό Serapis δεν υπήρχαν περισσότερες από δώδεκα γυναίκες μεταξύ των 15 και 35 ετών. (Housepien, σσ. 169-175).

Και ένα άλλο παράθεμα από τον Ernest Hemingway:
«Το παράξενο ήταν, είπε, το πώς τσίριζαν κάθε νύχτα, τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί τσίριζαν εκείνη την ώρα. ΄Ημασταν στο λιμάνι, και αυτές ήσαν όλες στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να τσιρίζουν. Συνήθως γυρίζαμε τους προβολείς σ’ αυτές για να μπορέσουν να ησυχάσουν.»
Ín our Time’, σ. 183).
Οι Αμερικανοί είχαν στείλει δύο αντιτορπιλικά στο λιμάνι της Σμύρνης τα οποία έστεκαν αδρανείς μάρτυρες των εξοντοτικών ενεργειών κατά των προσφύγων. Τη μόνη προστασία που πρόσφερναν στους δεινοπαθούντες πρόσφυγες ήταν η χρήση των προβολέων τους στη διάρκεια της νύχτας. Η Αμερική ακολουθούσε αυστηρά ουδέτερη πολιτική σχετικά με την Μικρασιατική διένεξη. Εντούτοις, ήταν κάποιοι Αμερικανοί, όπως ο Αμερικανός Πρόξενος George Horton και ο φιλάνθρωπος ΄Εϊζα Τζέννιγκς, που ενήργησαν ιδιωτικά και κατάφεραν να συντονίσουν ενέργειες για τον απεγκλωβισμό και τη μεταφορά στην Ελλάδα εκατοντάδων χιλιάδων δεινοπαθούντων προσφύγων η οποία επιτεύχθηκε μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου για τη Σμύρνη και για μια εβδομάδα αργότερα για τους πρόσφυγες άλλων Μικρασιατικών παραλιακών περιοχών.
Η Ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, ιδιαίτερα μετά τον Νοέμβριο του 1920, επιχείρησαν μόνοι τους, χωρίς συμμάχους, μια υπερπόντια στρατιωτική εκστρατεία πέραν των δυνάμεων μιας μικρής χώρας 4,5 εκατομμυρίων. Δεν εκμεταλλεύτηκαν έγκαιρα τις ευκαιρίες για αναδίπλωση, συμμαχική συνεννόηση και προσαρμογή στη νέα δημιουργούμενη κατάσταση, διπλωματία και διαπραγματεύσεις. Οι εξελίξεις κατέδειξαν ότι δεν είχε επεξεργαστεί σχέδιο για μια πειθαρχημένη και ασφαλή υποχώρηση της Στρατιάς και για την προστασία του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

 

Οι πρόσφυγες και οι προσπάθειες για την αποκατάστασή τους
Αρχικά όσοι είχαν χρήματα και διαβατήριο μπορούσαν να προμηθευτούν εισητήριο και να διαφύγουν πριν την καταστροφή της Σμύρνης. Η Ελληνική κυβέρνηση, όμως, με τον νόμο 2870/1922 είχε απαγορεύσει στους ΄Ελληνες και Αρμενίους (που δεν διέθεταν διαβατήρια) να εγκαταλείπουν τη Μικρά Ασία και προέβλεπε αυστηρές ποινές σε πλοία που θα μετέφεραν επιβάτες χωρίς εγκριμένα ταξιδιωτικά έγγραφα. Αυτό εξηγεί γιατί ενώ το επίσημο κράτος με όλους τους υπαλλήλους του αποσύρθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου δεν υπήρξε καμιά μέριμνα για την εκκένωση των προσφύγων. ΄Ενα ιαπωνικό πλοίο, το Tokei Maru δέχτηκε και μετέφερε στον Πειραιά 825 πρόσφυγες χωρίς χαρτιά. (Εμπρός, 4/9/1922). Η ημερομηνία του Εμπρός είναι με το παλιό ημερολόγιο. Σε άλλα δημοσιεύματα γράφεται, επίσης, ότι το εν λόγω πλοίο επέστρεψε επανηλημμένα στη Σμύρνη και μετέφερε και άλλους πρόσφυγες αλλά μετέφερνε, επίσης, ναρκωτικές ουσίες που τότε ήταν νόμιμες.
Στο λιμάνι της Σμύρνης, όμως, ήταν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, παγιδευμένοι ανάμεσα στη φωτιά και τη θάλασσα που προσπαθούσαν απελπισμένα να βρουν κάποιο πλεούμενο να διαφύγουν στα ελληνικά νησιά. Στο λιμάνι βρίσκονταν πολεμικά πλοία των ΗΠΑ, Βρετανίας Γαλλίας και Ιταλίας αλλά ενδιαφέρονταν μόνο για την εκκένωση των υπηκόων τους και για τους ΄Ελληνες και Αρμένιους πρόσφυγες τηρούσαν στάση ουδετερότητας και αδιαφορίας. Τα πλοία των ξένων δυνάμεων, εκτός από τα ιταλικά, δεν επέτρεπαν στους κολυμβητές που έφταναν σ’ αυτά να ανεβούν. Η θάλασσα και οι δρόμοι της Σμύρνης ήταν γεμάτοι πτώματα Αρμενίων και Ελλήνων.
Η επίσημη αμερικανική πολιτική ήταν φιλοτουρκικά ουδέτερη (λόγω μελλοντικών εμπορικών προοπτικών και πετρελαίου) αλλά στη Σμύρνη υπήρχαν Αμερικανοί πολίτες που συνέβαλαν αποφασιστικά στην εκκένωση των προσφύγων. Υπήρχαν ο φιλέλληνας Αμερικανός Γενικός Πρόξενος George Horton, αλλά και αμερικανικές ιεραποστολές και διάφορες σχολές και ιδρύματα και οι διευθυντές τους ανέλαβαν να διασώσουν το προσωπικό τους, τους μαθητές τους και επίσης τα διάφορα χριστιανικά ορφανοτροφεία της πόλης. Επιχείρησαν, επίσης, να εκκενώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους προσφύγες μπορούσαν εντάσσοντάς τους σε καταλόγους αμερικανικών ιδρυμάτων.
Στις 19 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση του Κεμάλ διέταξε την αναχώρηση από τη Μικρά Ασία όλων των Ελλήνων και Αρμενίων μέχρι την 1η Οκτωβρίου, εκτός των ανδρών μεταξύ 18 και 45 ετών που θεωρούνταν αιχμάλωτοι και στέλνονταν σε τάγματα εργασίας. ΄Οσα γυναικόπαιδα δεν θα είχαν φύγει μέχρι την 1η Οκτωβρίου θα στέλνονταν επίσης, ως αιχμάλωτοι, στην ενδοχώρα. Το πρόβλημα της αναχώρησης, όμως, επιτεινόταν από την έλλειψη πλοίων. Ο αμερικανός ΄Εϊζα Τζέννιγκς, Γραμματέας του παιδικού τμήματος της ΧΑΝ, ένας μικρόσωμος και ασθενικός άνθρωπος, δραστηριοποιήθηκε, ήρθε σε επαφή με τις ελληνικές και κεμαλικές αρχές και έλαβε την άδεια των Κεμαλικών να επιτρέψουν ελληνικά πλοία για τη σωστική εκκένωση και τη συμφωνία των αμερικανικών αντιτορπιλικών να συνοδεύουν τα πλοία αυτά κατά την είσοδο και έξοδό τους από το λιμάνι της Σμύρνης. Οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, πεινασμένοι, διψασμένοι και καταληστευμένοι από τους Τούρκους περίμεναν για δυο εβδομάδες στην προκυμαία, ελπίζοντας στην έλευση κάποιου πλοίου. «…΄Ηξερα, (θυμόταν αργότερα ο Τζέννιγκς, ότι στην προκυμαία της Σμύρνης υπήρχαν), ζωντανά πλάσματα που υπέφεραν, πρόσμεναν, έλπιζαν και προσεύχονταν για πλοία, πλοία, πλοία!…». (Χουσεπιάν, ελληνική έκδοση, σ. 279) Λίγο μετά την κίνηση του Τζέκιγκς, άλλη μια νηοπομπή ναυλωμένη από Βρετανούς, πήρε και αυτή μέρος στη σωστική επιχείρηση «και το τελευταίο πλοίο σήκωσε άγκυρα έξι ακριβώς ώρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας». (Χουσεπιάν, σ. 280) Στη συνέχεια οι διοικητές του συμμαχικού στόλου απέσπασαν από τους Κεμαλικούς μια παράταση της άδειας για οκτώ μέρες ώστε τα βρετανικά και ελληνικά πλοία να εκκενώσουν τους πρόσφυγες από άλλα λιμάνια των μικρασιατικών ακτών. Αυτό επιτεύχθηκε και το σύνολο των προσφύγων που μεταφέρθηκαν πλησίαζε τις 250.000.
Οι όροι της ανακωχής στη διάσκεψη των Μουδανιών στις 11 Οκτωβρίου 1922 επέβαλαν, επίσης, την άμεση εκκένωση των περίπου 250.000 Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης. Οι ΄Ελληνες της Ανατολικής Θράκης που είχαν ακούσει για την τραγωδία της Σμύρνης εκκένωσαν μόνοι τους τα χωριά τους και ην περιοχή τους εντός δυο εβδομάδων. Ο Χέμινγουεϊ περιγράφει το δράμα του ελληνικού αυτού πληθυσμού που μετέφερε ό,τι μπορούσε από τα κινητά του υπάρχοντα πάνω σε βοϊδάμαξες, στους λασπωμένους δρόμους, κάτω από συνεχή βροχή, μια θλιβερή πορεία που εκτείνονταν για 30 χιλιόμετρα πριν τη γέφυρα του ΄Εβρου ποταμού.
Η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου προκάλεσε τραυματική αναστάτωση στην Ελλάδα. Ο στρατός εξεγέρθηκε, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παραιτήθηκε, επίσης, υπέρ του Γεωργίου Β΄στις 27 Σεπτεμβρίου 1922 και την εξουσία την ανέλαβε μια στρατιωτική κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση συνέλαβε και απέστειλε σε ειδικό στρατιωτικό δικαστήριο πολιτικούς και στρατιωτικούς της προηγούμενης κυβέρνησης που θεώρησε υπεύθυνους της μεγάλης συμφοράς. Τρεις πρώην πρωθυπουργοί του πρώην κυβερνητικού συνασπισμού, δύο υπουργοί και ο Αρχιστράτηγος του Μικρασιατικού Μετώπου Γεώργιος Χατζηανέστης καταδικάστηκαν από το Ειδικό Στρατιωτικό Δικαστήριο εις θάνατο και εκτελέστηκαν το πρωί της ίδιας μέρας, στις 28 Νοεμβρίου 1922. (ν. η.)
Οι διαπραγματεύσεις της Διάσκεψης για τη Συνθήκη της Λωζάνης άρχισαν
στις 20 Νοεμβρίου 1922 (ν. η.). Η νέα κυβέρνηση έθεσε επικεφαλής της Ελληνικής αποστολής τον πρώην πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923 αλλά η συμφωνία για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923. Η Ελλάδα και η Τουρκία συμφώνησαν την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών. Κριτήριο ανταλλαγής ορίστηκε το θρήσκευμα και όχι η γλώσσα. Οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Καπαδοκίας δεν μιλούσαν Ελληνικά και τελούσαν τη λειτουργία στην Τουρκική γλώσσα αλλά επιβλήθηκε να ανταλλαχθούν. Οι μόνοι που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή ήταν οι ΄Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και των νησιών ΄Ιμβρου και Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Περίπου 1.200.000 ΄Ελληνες της Τουρκίας ανταλλάχτηκαν υποχρεωτικά με περίπου 380.000 Τούρκους που διέμειναν στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα, μια χρεοκοπημένη από τους πολέμους χώρα και με πληθυσμό λιγότερο των 5 εκατομμυρίων, θα έπρεπε να ανταπεξέλθει με την εγκατάσταση περίπου 1.300.000 προσφύγων. Αυτοί οι πρόσφυγες προέρχονταν από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη (περίπου 1.200.000), 46.000 από τη Βουλγαρία, σύμφωνα με τη συμφωνία του Νεϊγύ περί εθελοντικής ανταλλαγής και περίπου 100.000 από τη Σοβιετική ΄Ενωση). Πολλοί από αυτούς τους πρόσφυγες είχαν καταφύγει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των διώξεων των μειονοτήτων (1914-1922), ένα δεύτερο κύμα ήρθαν το 1922 από τη Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη μετά την κατάρρευση και ένα τρίτο μέρος ήρθε μετά την υπογραφή της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923.
Οι διώξεις των Ελλήνων στη Μικρά Ασία συνεχίζονταν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Λωζάνης, ακόμη και μετά την υπογραφή της συμφωνίας περί υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών της 30/1/1923. Ο τότε δεκαοχτάχρονος συγγραφέας Ηλίας Βενέζης συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν ο τουρκικός στρατός ανακατάλαβε την πατρίδα του, το Αϊβαλί. Οι Τούρκοι συνελάμβαναν όλους τους άνδρες μεταξύ 18 και 45 ετών και τους έστελναν σε μακρινές εξοντοτικές πορείες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και τα τάγματα εργασίας. Πολλοί σκοτώνονταν στο δρόμο ή πέθαιναν από τις κακουχίες. Ο Βενέζης απελευθερώθηκε τον Νοέμβριο του 1923, 14 μήνες μετά τη σύλληψή του και εννέα μήνες μετά την υπογραφή για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Αναφέρει ότι από τους περίπου 3.000 άνδρες που συνελλήφθησαν στην περιοχή του μόνο 23 επιβίωσαν για να σταλλούν στην Ελλάδα.

Φώτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η Ελληνική κυβέρνηση, με τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής γραφειοκρατίας, αντιμετώπισε το πρόβλημα της εγκατάστασης του 1.300.000 προσφύγων. Ωστόσο, ευτυχώς βοηθήθηκε σ’ αυτό από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) και διεθνείς εθελοντικούς οργανισμούς και κυρίως τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Η κυβέρνηση και οι οργανισμοί αυτοί δημιούργησαν την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Η Επιτροπή ήταν ένας ανεξάρτητος οργανισμός. Διοικούνταν από μια τετραμελή επιτροπή στην οποία δύο μέλη διορίζονταν από την Ελληνική Κυβέρνηση, ένα από το Συμβούλιο της ΚτΕ και το τέταρτο που ήταν το προεδρεύον μέλος, ήταν Αμερικανός πολίτης που αντιπροσώπευε τις αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Περίπου 70.000 πρόσφυγες πέθαναν από τις κακουχίες στη διάρκεια των πρώτων ετών. Οι πρόσφυγες συχνά αντιμετώπισαν την εχθρότητα, το ρατσισμό και την περιφρόνηση των ντόπιων Ελλήνων και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς όπως ‘τουρκόσποροι’, ‘γιαουρτοβαφτισμένοι’, ‘ξενομερίτες’, ‘παστρικές’, κλπ.
Η Επιτροπή εγκατέστησε τους πρόσφυγες σε αγροτικές περιοχές και στα κυριότερα αστικά κέντρα. Δεν ήταν όλοι οι πρόσφυγες γεωργοί, υπήρχαν επαγγελματίες όπως γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, αλλά και τεχνίτες, έμποροι και εργάτες. ΄Ετσι, ανάλογα με το υπόβαθρό τους, εκείνοι με γεωργική εμπειρία εγκαταστάθηκαν σε γεωργικές περιοχές και εκείνοι από αστικές περιοχές στις παρυφές των διαφόρων πόλεων. Οι αναγκαίες πιστώσεις προέρχονταν από διεθνή δάνεια, για παράδειγμα ένα δάνειο 10 εκ. λιρών το 1924, άλλο των 6.5 εκ. λιρών το 1927 και λοιπά.
Υπήρξε έμφαση στην ανάπτυξη της γεωργίας. Η Ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε αρχικά στην Επιτροπή 4. 800.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης για την εγκατάσταση προσφυγικών οικογενειών. Τα χτήματα των ανταλλαχθέντων Μουσουλμάνων, ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη πρόσφεραν μερική από τη γη και την απαραίτητη στέγη. Η υπόλοιπη προήλθε από δημόσια γη και την απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιωτικών και μοναστηριακών τσιφλικιών. Στην εγκατασταθείσα προσφυγική οικογένεια προσφερόταν ένας μικρός γεωργικός κλήρος. Το 1928 από τα 953.000 αγροκτήματα της χώρας το 90% ήταν μέχρι 50 στρέμματα ή μικρότερα. Και το 1930, όταν η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων διαλύθηκε, 145.758 προσφυγικές οικογένειες είχαν εγκατασταθεί σε αγροτικές περιοχές. (Campbell and Sherrard, σ. 139 )
Η εγκατάσταση των προσφύγων σε αστικές περιοχές ήτα ένα πιο περίπλοκο πρόβλημα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης όπου υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες εξεύρεσης εργασίας. Δεν υπήρχαν, όμως, μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και οι πρόσφυγες θα έπρεπε να ανταγωνίζονται για εξεύρεση εργασίας με τους εγχώριους εργάτες. Αν και μέχρι το 1930 η Επιτροπή είχε κτίσει 27.000 σπίτια σε 125 αστικούς προσφυγικούς συνοικισμούς, 30.000 προσφυγικές οικογένειες ζούσαν ακόμη σε παράγκες και με την έναρξη του Β΄ΠΠ το πρόβλημα εξακολουθούσε. (Campbell and Sherrard, σ. 140)

Ευεργετικές πτυχές της εγκατάστασης των προσφύγων
Η εγκατάσταση των προσφύγων είχε αρκετές ευεργετικές συνέπειες. Η εγκατάστασή τους στις αγροτικές περιοχές οδήγησε σε μια πιο εντατική καλλιέργεια της αγροτικής γης. Σε δέκα χρόνια μετά το 1923 η καλλιεργήσιμη γη αυξήθηκε κατά 55%. Εισήχθηκε η χρήση τρακτέρ και μηχανημάτων για την καλλιέργεια των βοσκότοπων της Βόρειας Ελλάδας. Οι πρόσφυγες ανέπτυξαν την καλλιέργερια του καπνού. Το 1926 τα 2/3 αυτού του προϊόντος μπορούσε να αποδοθεί στην εργασία των προσφύγων. Και μια δεκαετία μετά το 1922 η αξία της αγροτικής παραγωγής είχε διπλασιαστεί. Ενάντια σε αυτά τα πλεονεκτήματα θα μπορούσαν να παρατηρηθούν οι δυσμενείς συνέπειες του κατακερματισμού της αγροτικής γης σε μικρές γεωργικές ιδιοκτησίες. Αλλά και τι άλλο θα μπορούσε να γίνει;
΄Οπως και στη γεωργία, η άφιξη των αστικών προσφύγων πρόσθεσε κάποια νέα δύναμη στη βιομηχανική ανάπτυξη. Οι αριθμοί των προσφύγων διεύρυναν την περιορισμένη εγχώρια αγορά. Οι πρόσφυγες πρόσφεραν φτηνό εργατικό δυναμικό ακόμη και αν εργάζονταν για βιομηχανικές μονάδες με χαμηλή χρήση μηχανών. Βραχυπρόθεσμα αυτό αποτελούσε ένα μέρος της λύσης στην προσπάθεια για επίλυση του εργασιακού προβλήματος. Οι μικρές βιομηχανικές μονάδες που στη διάρκεια του μεσοπολέμου προστατεύονταν από το σύστημα δασμών ήταν σε θέση να αναπτυχθούν ταχύτερα.

Από την παρουσίαση της αναμνηστικής σειράς γραμματοσήμων με θέμα τη δημιουργία των τεσσάρων πρώτων, μετά το 1922, αστικών προσφυγικών συνοικισμών της χώρας. Φωτογραφία: Ευρωκίνηση/Γιάννης Παναγόπουλος

Επιπλέον, οι πρόσφυγες που ανταλλάχτηκαν επίσημα μετά το 1923 μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους χρήματα, κοσμήματα και κινητά αγαθά των οποίων η αξία πιστεύεται ότι έφτανε τα 56 εκατομμύρια χρυσές λίρες. (Campbell and Sherrard, σ. 140 ) Χρησιμοποιώντας μέρος από αυτό το κεφάλαιο αρκετοί πρόσφυγες άνοιξαν καταστήματα, εργαστήρια και μικρά εργοστάσια, σε μερικές περιπτώσεις εισήγαγαν νέες δεξιότητες και νέα για την Ελλάδα προϊόντα, όπως ήταν η καλλιέργεια του μεταξιού και η παραγωγή χαλιών.
Πρόσφυγες επιχειρηματίες, όπως ο Πρόδρομος Μποδοσάκης και ο Αριστοτέλης Ωνάσης και άλλοι μικρότεροι συνέβαλαν στην ανάπτυξη της Ελληνικής βιομηχανίας και ναυτηλίας. Οφείλετο, κυρίως, στους πρόσφυγες το ότι μεταξύ του 1923 και 1930 η ικανότητα της βιομηχανίας ρουχισμού διπλασιάστηκε. Μεταξύ 1921 και 1929 η αξία της βιομηχανικής παραγωγής εφταπλασιάστηκε. Ο Ελληνικός βιομηχανικός τομέας αρχίζοντας από ένα ασήμαντο ποσοστό το 1914 είχε φτάσει να παράγει το 18% του εθνικού εισοδήματος και να εργοδοτεί το 15% του ελληνικού εργατικού δυναμικού. Η δυναμική της ενσωμάτωσης των προσφύγων επιτάχυνε σημαντικά το βήμα της Ελληνικής οικονομικής ζωής. Και είναι αξιοπρόσεκτο ότι και σαράντα χρόνια αργότερα, το 20% των Ελλήνων βιομηχανικών επιχειρηματιών είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία. (Campbell and Sherrard, σ. 140 )
Η εγκατάσταση των προσφύγων συνοδεύτηκε, επίσης, από θετικές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνέπειες. Στον πολιτικό τομέα οι πρόσφυγες συνέβαλαν περισσότερο στην ενδυνάμωση του δημοκρατικού κινήματος. Αποτελούσαν γενικά τα φτωχότερα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Σε πολλές περιπτώσεις αντιμετώπισαν ανοιχτό ρατσισμό. Γενικά, ήταν εναντίον της Μοναρχίας και του κατεστημένου. Η πλειοψηφία των περίπου 300.000 ψήφων τους άλλαξε την ισορροπία μεταξύ των φιλοβασιλικών κομμάτων και των βενιζελικών. Στις εκλογές του 1926 που διεξήχθηκαν με αναλογικό εκλογικό σύστημα εκλέχτηκαν δέκα βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι οχτώ από τους δέκα προέρχονταν από εργατικές περιοχές της Μακεδονίας. Μια μεγάλη απογοήτευση, ωστόσο, για πολλούς πρόσφυγες ήταν η υπογραφή από τον Βενιζέλο του Συμφώνου της ΄Αγκυρας του 1930 με το οποίο ο Βενιζέλος συμφώνησε στην εξίσωση των περιουσιών των δυο ανταλλαχθεισών μειονοτήτων και για να ικανοποιήσει την τουρκική υπερηφάνεια να πληρώσει η Ελλάδα κάτι επιπλέον. ΄Ετσι, περισσότεροι πρόσφυγες στράφηκαν προς το ΚΚΕ και δεν είναι άσχετο το ότι μερικά ηγετικά στελέχη του κόμματος, όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης και ο Μάρκος Βαφειάδης προέρχονταν από προσφυγικό υπόβαθρο.
Το 1913 υπήρχαν στην Ελληνική Μακεδονία 370.000 Τούρκοι και 104.000 Βούλγαροι. Μετά τη Συνθήκη της Νεϊγύ με τη Βουλγαρία στις 27 Νοεμβρίου 1919 συμφωνήθηκε μια εθελοντική ανταλλαγή των μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας και 46.000 ΄Ελληνες ανταλλάχτηκαν με 92.000 Βουλγάρους από την Ελλάδα. Τελικά, το αποτέλεσμα της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών με την Τουρκία, το 1923, ήταν στην Ελληνική Μακεδονία το ελληνικό στοιχείο το οποίο το 1912 αποτελούσε το 42% του πληθυσμού το 1926 να έχει αυξηθεί στο 88.8%. Στη Δυτική Θράκη το ποσοστό του ελληνικού στοιχείου αυξήθηκε από το 17% στο 62.1% το 1924. Η εγκατάσταση των προσφύγων στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του ελληνικού αστικού πληθυσμού.
Επιπλέον, η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα συνέβαλε στην πολιτιστική διεύρυνση και εμπλουτισμό της Ελληνικής κοινωνίας. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τη μουσική τους, τα τραγούδια τους, το ρεμπέτικο, τους χορούς τους και την περισσότερο πλούσια κουζίνα τους. Συνεισέφεραν στις τέχνες και τη λογοτεχνία. ΄Ενας αριθμός νέων συγγραφέων και ζωγράφων με προσφυγικές καταβολές αποτέλεσαν μέρος της Γενιάς του Τριάντα, όπως οι Γιώργος Σεφέρης (ο πρώτος ΄Ελληνας ποιητής που τιμήθηκε το 1963 με το βραβείο Νόμπελ), Γιώργος Θεοτοκάς, Στρατής Δούκας, Ηλίας Βενέζης, Διδώ Σωτηρίου, Κοσμάς Πολίτης, ο ζωγράφος Φώτης Κόντογλου και πολλοί άλλοι, οι οποίοι επικεντρώθηκαν και ανέπτυξαν θέματα και εμπειρίες όπως αυτά του ξεριζωμού, της απώλειας, της αιχμαλωσίας, και της επιβίωσης.
Η παρουσία των Μικρασιατών προσφύγων έγινε αισθητή και σε άλλες χώρες μετά το 1922, στην Αίγυπτο, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία. Στην Αυστραλία η Ελληνική μετανάστευση αυξήθηκε μετά το 1922. Μερικοί από τους νέους μετανάστες ήσαν πρόσφυγες και συμπεριλάμβαναν οικογένειες, γυναίκες και μικρά παιδιά. Στα χρόνια πριν το 1922 υπήρχαν στην Αυστραλία αρκετοί παλιοί ΄Ελληνες μετανάστες, εργένηδες επί το πλείστον, και ελάχιστες Ελληνίδες. Η αναλογία ήταν περίπου 11 άνδρες, 1 γυναίκα. Μετά το 1922 ένας αριθμός γυναικών ήρθε επίσης από τη Μικρά Ασία που παντρεύτηκαν παλιότερους μετανάστες και άρχισαν νέες οικογένειες.
΄Ενας άτυχος Μικρασιάτης πρόσφυγας και διανοούμενος της περιόδου αυτής ήταν ο Νικόλαος Κολιός που αφίχθηκε στη Μελβούρνη το 1922. Στη Σμύρνη ήταν υπάλληλος τράπεζας. Στην Αυστραλία έγινε γνωστός ως ποιητής, δημοσιογράφος, εργάτης, βοηθός ελληνικών καταστημάτων, αγρότης. Σύμφωνα με τον ιστορικό της Ελληοαυστραλιανής παροικίας Hugh Gilchrist ο Νικόλαος Κολιός «βρίσκεται ψηλά στη λίστα των ευεργετών της Αυστραλίας» γιατί βοήθησε τους παραγωγούς της Αυστραλιανής σταφίδας να βελτιώσουν το προϊόν τους. Το 1924 ο Κολιός μετακινήθηκε στην αγροτική περιοχή της Μιλντζούρα, μια επαρχιακή πόλη της πολιτείας Βικτώρια. Παρατήρησε ότι η ποιότητα της Αυστραλιανής σουλτανίνας που παραγόταν εκεί ήταν κατώτερης ποιότητας. Δίδαξε στους Αυστραλούς σταφιδοπαραγωγούς της περιοχής το «κρύο βάπτισμα», τη διαδικασία που χρησιμοποιούσαν οι σταφιδοπαραγωγοί της Σμύρνης και η ποιότητα της αυστραλιανής σουλτανίνας βελτιώθηκε σημαντικά και έγινε περισσότερο ανταγωνιστική στη διεθνή αγορά. Τελικά ο Κολιός δεν έμεινε στο αγρόκτημά του στη Μιλντζιούρα. Επέστρεψε στη Μελβούρνη για ν’ αρχίσει τη δική του επιχείρηση. Απέτυχε και το 1927 αυτοκτόνησε δια θαλασσίου πνιγμού. ΄Ενας από τους πρώτους ΄Ελληνες συγγραφείς της Αυστραλίας ήταν ο Αλέκος Δούκας, Μικρασιάτης πρόσφυγας, αδελφός του Στρατή Δούκα. Ο Αλέκος Δούκας αφίχθηκε στη Μελβούρνη το 1927.

Από την παρουσίαση της αναμνηστικής σειράς γραμματοσήμων με θέμα τη δημιουργία των τεσσάρων πρώτων, μετά το 1922, αστικών προσφυγικών συνοικισμών της χώρας. Φωτογραφία: Ευρωκίνηση/Γιάννης Παναγόπουλος

Γενικά, ο ξεριζωμός των προσφύγων με την ανταλλαγή τους ήταν οδυνηρός και τραγικά εκατοντάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους ή υπέφεραν ανείπωτες κακουχίες. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η ανταλλαγή αποδείχτηκε η μόνη βιώσιμη και σωτήρια λύση. Στη Μικρά Ασία οι ΄Ελληνες αποτελούσαν πλειοψηφία στην περιοχή της Σμύρνης αλλά σε όλες τις άλλες επαρχιακές ελληνικές κοινότητες το ελληνικό στοιχείο βρισκόταν σε μειοψηφία. Αν είχαν παραμείνει ως μειονότητες στην Τουρκία θα είχαν εξαναγκαστεί να φύγουν αργότερα ή να αφομοιωθούν με την τουρκική κουλτούρα και θρήσκευμα, όπως έγινε και με άλλες μειονότητες. Το 1923 οι ΄Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και των δυο νησιών ΄Ιμβρος και Τένεδος που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή αριθμούσαν περίπου τις 125.000 κατοίκους και οι Μουσουλμάνοι Τούρκοι που παρέμειναν στη Δυτική Θράκη περίπου 102.000. Σήμερα η Ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης αριθμεί σχεδόν μόνο 2.500 ατόμα ενώ η Μουσουλμανική κοινότητα της Δυτικής Θράκης βρίσκεται σε ανθηρή κατάσταση και έχει ξεπεράσει τα 120.000 μέλη.

(Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίιμος ερευνητής του Πανεπιστημίου La Trobe, της Μελβούρνης. Τα δυο τελεταία του βιβλία είναι ένα θεατρικό έργο «Το σπίτι της Βασίλως», 2021 και μια συλλογή διηγημάτων «Κομμάτια Ζωής», 2022, εκδόσεις Ζαχαρόπουλου, Αθήνα.

Βιβλιογραφία
Βουρνάς, Τάσος, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας. Β΄τόμος,
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 1997.
Δαφνής, Γρηγόριος, Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων, 1923-1940. Α΄τόμος, ΄Ικαρος, 1955.
Πουλημένος Γιώργος και Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου, «Η απομυθοποίηση του “Tokei Maru”, Νησί, 19/2/2022.
Φωτιάδης Δημ. Σαγγάριος, Επανέκδοση Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2022.
Campbell John and Philip Sherrard, Modern Greece, Preager, New York, 1968.,
Georgakas Dan, “The Japanese at Smyrna: Tokei Maru, 1922”, National Herald, August 4, 2018.
Horton, George, The Blight of Asia, 1926
Housepian, Marjorie, Smyrna 1922, The Destruction of a City, 1998, και σε ελληνική έκδοση:
_____________ Σμύρνη 1922, Η καταστροφή μιας πόλης, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2014.
Richrer Heinz A, History of Greece in the 20th Century, Volume 1: 1900 – 1939, English edition, 2020.
Smith Michael Llewellyn, Ionian Vision, 1998.