Το όνειρο της ιδιοκτησίας κατοικίας στην Αυστραλία φαίνεται πως καθίσταται όλο και πιο απατηλό.
Πλέον, ο χρόνος που χρειάζεται ο μέσος εργαζόμενος για να αποταμιεύσει αρκετά για την προκαταβολή (deposit) για ένα στεγαστικό δάνειο είναι κοντά στη μια δεκαετία (ή την ξεπερνά ήδη βάσει ορισμένων στοιχείων).
Οι πιθανότητες πάντως αυξάνονται σημαντικά αν υπάρχει στήριξη από την «Τράπεζα Μπαμπάς & Μαμά», όπως καλά γνωρίζουν ουκ ολίγοι ομογενείς μας.
Απαγορευτικός παράγοντας για την απόκτηση κατοικίας δεν είναι μόνο η ραγδαία αύξηση των τιμών (και των επιτοκίων), ενώ οι μισθοί δεν… ακολουθούν, αλλά και η γενικευμένη ακρίβεια.
Οι οικονομικές υποχρεώσεις έχουν ογκωθεί σε σημείο που η εξοικονόμηση χρημάτων αποτελεί «ανέκδοτο» για πολλά νοικοκυριά.
Κάποιοι καταφέρουν πάντως ακόμη να αποταμιεύσουν για το deposit του 20% (συνήθως αν εξαιρεθούν τα προγράμματα στήριξης των κυβερνήσεων), αλλά με θυσίες, περικόπτοντας από τα βασικά, καθώς τα ενοίκια -που είναι επίσης σε ύψη ρεκόρ- δεν αποτελούν πια βιώσιμη επιλογή.
«8 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ 8 ΜΗΝΕΣ»
Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Canstar, στην Αυστραλία, ένας «μόνος» (single), με μέσο εισόδημα θα χρειαστεί πλέον συνολικά 8 χρόνια και 8 μήνες για το deposit.
Ένα ζευγάρι (με τα διπλάσια έσοδα) θα χρειαστεί περίπου 4 χρόνια και 2 μήνες.
Και αυτά ενδεικτικά.
Μόλις πέρυσι το ABC (τον Φεβρουάριο του 2022 όταν το επιτόκιο της RBA ήταν ακόμη στο ιστορικό χαμηλό του 0,10% και όχι το σημερινό 4,10%) επικαλούνταν τον Brendan Coates, διευθυντή προγραμμάτων οικονομικής πολιτικής του Grattan Institute, που ανέφερε ότι ένας υποψήφιος αγοραστής χρειαζόταν πλέον 12 χρόνια για να βάλει στην άκρη το deposit της τάξης του 20% της αξίας, έναντι 7 χρόνια τη δεκαετία του ’90.
Συγκριτικά, οι πιο παλιοί της παροικίας μας θα θυμούνται ότι με σκληρή δουλειά, θυσίες και σημαντικές περικοπές -με πολλές οικογένειες να μένουν στο ίδιο σπίτι σε πολλές περιπτώσεις- αλλά και τις τιμές σε πιο λογικά πλαίσια σε σχέση με τους μισθούς, μπορούσαν να αποταμιεύσουν αρκετά ώστε να γίνουν ιδιοκτήτες, περί τα δύο χρόνια ή και λιγότερο κάποιες φορές.
Ανάλυση του επιχειρηματικού ρεπόρτερ Michael Janda στο ABC, στο προαναφερόμενο άρθρο, ανέφερε ότι το 1981, πάνω από το 60% των νέων στην Αυστραλία, 25-34 ετών ήταν ιδιοκτήτες ενός σπιτιού.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το 2016, το ποσοστό είχε μειωθεί στο 45% και ήταν κατά πολύ χαμηλότερο για τους λιγότερο εύπορους της εν λόγω ηλικιακής ομάδας, 28% έναντι 57% πριν από 41 χρόνια.
Το ποσοστό ιδιοκτησίας μειώθηκε για κάθε ηλικιακή ομάδα κάτω των 65 ετών, με την πιο έντονη πτώση να καταγράφεται στους πιο νέους και πιο φτωχούς, ειδικά αυτούς που δεν μπορούν να καταφύγουν στην «Τράπεζα Μπαμπάς & Μαμά».
Σήμερα, δεν είναι λίγοι αυτοί που επιλέγουν να ζήσουν με τους δικούς τους κάποια χρόνια περισσότερο για να βάλουν κάτι στην άκρη για το deposit, ή να περικόψουν από άλλα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες για να τα βγάλουν πέρα με την αποπληρωμή των δόσεων, που έχουν «εκτοξευτεί».
H Canstar καταγράφει μάλιστα ότι οι αγοραστές πρώτης κατοικίας εξοικονομούν ελαφρώς παραπάνω χρήματα ανά μήνα το 2023 από ό,τι πέρυσι. Υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι αποταμιεύουν κατά μέσο όρο 1.605 δολάρια το μήνα, αυξημένα κατά 188 δολάρια το 2022.
«Το γεγονός ότι οι αγοραστές πρώτης κατοικίας είναι σε θέση να αποταμιεύουν περισσότερα σε μια κρίση κόστους ζωής δείχνει πόσο αποφασισμένοι είναι … να ξεφύγουν από την ενοικίαση», δήλωσε η ομογενής Editor-at-Large του Canstar και σχολιαστής οικονομικών θεμάτων, Effie Zahos.
«Οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν να αυξάνονται, αλλά και τα ενοίκια αυξάνονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα».
«Οι ενοικιαστές αναμφίβολα αισθάνονται την πίεση και θέλουν να ‘πατήσουν’ στην ιδιοκτησία ακινήτων».
Σύμφωνα με την ίδια, 9 στους 10 δυνητικούς αγοραστές πρώτης κατοικίας είναι διατεθειμένοι να κάνουν συμβιβασμούς για να καταφέρουν να αγοράσουν νωρίτερα.
«Η ριζική μείωση των δαπανών τους ήταν στην κορυφή της λίστας για το τι θα έκαναν, ακολουθούμενη από την αγορά ενός παλαιότερου ακινήτου και την τριάδα συμπλήρωσε η αγορά ενός διαμερίσματος αντί για ενός σπιτιού», είπε.
Η μελέτη διαπίστωσε ακόμη ότι το 29% των δυνητικών αγοραστών πρώτης κατοικίας δηλώνουν ότι λαμβάνουν κάποιας μορφής συνεισφορά από τους γονείς ή την οικογένειά τους («Τράπεζα Μπαμπάς & Μαμά»), ένα ποσοστό αυξημένο κατά ένα πέμπτο σχεδόν σε σχέση με πέρυσι.
Η κα Zahos προειδοποίησε ότι η αποδοχή βοήθειας από την «Τράπεζα» αυτή μπορεί να ενέχει κινδύνους.
«Μετά από 12 αυξήσεις των επιτοκίων (από πέρυσι τον Μάιο), οι γονείς που παρενέβησαν και βοήθησαν οικονομικά τα παιδιά τους πριν από ένα ή δύο χρόνια μπορεί να διαπιστώσουν ότι τώρα καλούνται να τα σώσουν, καθώς παλεύουν με πολύ υψηλότερες αποπληρωμές (δόσεων)…».
«Οι γονείς που αποφασίζουν να γίνουν εγγυητές … θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να περιορίσουν το ποσό της εγγύησής τους, να ελέγξουν ότι το παιδί τους έχει κάποια μορφή ασφάλισης προστασίας εισοδήματος (income protection insurance), να επεξεργαστούν μια στρατηγική εξόδου για την αποδέσμευση της εγγύησης και να λάβουν ανεξάρτητες συμβουλές ώστε και τα δύο μέρη να γνωρίζουν τους ρόλους και τις ευθύνες τους».
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι και λίγοι οι γονείς που παρότι θέλουν να είναι προσεκτικοί, εντέλει εξαναγκάζονται, με ουκ ολίγα περιστατικά οικονομικής εκμετάλλευσης να καταγράφονται.
ΔΕΝ ΕΠΑΡΚΕΙ ΤΟ ΜΕΣΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ
Επίσης, σύμφωνα με ανάλυση του Finder.com.au, ένα μέσο νοικοκυριό ανά την Αυστραλία πρέπει να εισπράττει πλέον περίπου 140.000 δολάρια ετησίως μόνο και μόνο για να αποκτήσει ένα σπίτι, λόγω της εκτόξευσης των τιμών και των επιτοκίων.
Αλλά, ειδικά στις πρωτεύουσες το ποσό πρέπει να είναι αρκετά μεγαλύτερο. Ένας κάτοικος Σίδνεϊ πρέπει να κερδίζει περίπου 250.000 δολάρια ετησίως για να τα βγάλει πέρα, ενώ στη Μελβούρνη το ποσό αυτό είναι περίπου 175.000 δολάρια ετησίως ανά νοικοκυριό.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την Στατιστική Υπηρεσία (ABS), το μέσο νοικοκυριό έχει εισόδημα περίπου 105.000 δολάρια ετησίως.
Ενδεικτικά, ερευνητική ομάδα δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα προάστιο της Μελβούρνης όπου τα σπίτια να είναι προσιτά για τον μέσο μισθωτό, ο οποίος παίρνει περίπου 90.000 δολάρια ετησίως σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2021.
Ο επικεφαλής της έρευνας καταναλωτών της Finder, Graham Cooke, δήλωσε ότι η ιδιοκτησία κατοικίας απομακρύνεται από τους νέους αγοραστές ταχύτερα από ό,τι ακόμη και κατά τη διάρκεια προηγούμενων «εκρήξεων» στην στεγαστική αγορά.
«Κάθε φορά που το επιτόκιο ανεβαίνει, το πρώτο σκαλοπάτι της κλίμακας (αγοράς) ακινήτου απομακρύνεται», δήλωσε ο κ. Cooke.
Όσον αφορά στις τιμές, οι αξίες των σπιτιών στη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και το Χόμπαρτ, σχεδόν πενταπλασιάστηκαν τα τελευταία 30 χρόνια. Η Μελβούρνη κατέχει το ρεκόρ, με μέση άνοδο 459% σε τρεις δεκαετίες, ή 5,9% ετησίως. Σε ορισμένα προάστια μάλιστα η αύξηση ξεπέρασε και το 700%.
ΟΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ
Σε δική του έρευνα, το Australian Housing and Urban Research Institut του University of Sydney, προειδοποιούσε ότι οι ενοικιαστές που δεν καταφέρνουν να αγοράσουν σπίτι μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας των 30 τους είναι λιγότερο πιθανό να βάλουν ένα ιδιόκτητο… κεραμίδι επάνω από το κεφάλι τους αργότερα στη ζωή τους σε σύγκριση με τη γενιά των γονέων τους.
Ακόμη, σύμφωνα με την έκθεση «Transitions into Home Ownership: A Quantitative Assessment», για κάθε 100.000 δολάρια που αυξάνονται οι τιμές των κατοικιών, τα νοικοκυριά έχουν έως και 3% λιγότερες πιθανότητες να μπορέσουν να «βάλουν πόδι» στην κλίμακα της αγοράς ακινήτων.
Όπως αναφέρεται, καθώς οι νέοι περνούν περισσότερα χρόνια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και καθυστερούν τη δημιουργία οικογένειας σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μεταξύ αυτής της ηλικιακής ομάδας έχει επίσης μειωθεί.
Μεταξύ των επικεφαλής των νοικοκυριών που γεννήθηκαν μεταξύ 1950 και 1954, το 63% είχε αγοράσει το πρώτο του σπίτι μέχρι την ηλικιακή ομάδα των 30 έως 34 ετών.
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, μόνο το 45% των επικεφαλής νοικοκυριών που γεννήθηκαν μεταξύ 1985 και 1989 είχαν αγοράσει σπίτι στις αρχές της δεκαετίας των 30 τους.
«Για ένα ποσοστό ατόμων, φαίνεται ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσουν ιδιόκτητη κατοικία. Δεν είναι απλά μια περίπτωση καθυστέρησης», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Οικονομικών του University of Sydney, Stephen Whelan.
«Αυτό που είναι πιθανό να συμβεί, αν αυτό το χάσμα παραμείνει, είναι ότι θα έχουμε ένα μεγαλύτερο σύνολο ατόμων που μετακινούνται προς τη συνταξιοδότηση και δεν είναι ιδιοκτήτες σπιτιού».
Αυτό θα δημιουργούσε πρόσθετο άγχος στα νοικοκυριά, καθώς οι ενοικιαστές θα είχαν λιγότερη ασφάλεια για τη διαμονή τους και υψηλότερα έξοδα διαβίωσης κατά τη συνταξιοδότηση.
«ΤΡΑΠΕΖΑ ΜΠΑΜΠΑΣ & ΜΑΜΑ»
Η παραπάνω έρευνα επεσήμανε και τη διαφορά που μπορεί να κάνει η βοήθεια από την «Τράπεζα Μπαμπάς & Μαμά»
Ένα «δώρο» ύψους 10.000 δολαρίων ή περισσότερο θα μπορούσε να αυξήσει την πιθανότητα αγοράς πρώτης κατοικίας κατά περίπου 90%, ενώ κάθε επιπλέον έτος διαμονής με τους γονείς αντί για ενοικίαση αυξάνει τις πιθανότητες κατά περίπου 30% έως 40%.
«Οι μεγαλύτερες γενιές – γονείς και παππούδες – έχουν συσσωρεύσει μεγάλα ποσά πλούτου κατά τη διάρκεια της ζωής τους και όλο και περισσότερο μεταφέρουν αυτόν τον πλούτο μέσω δώρων ή κληροδοτημάτων στις νεότερες γενιές», είπε ο κ. Whelan.
«Αυτό καθιστά τη μετάβαση στην ιδιοκτησία κατοικίας πολύ πιο πιθανή».
Σύμφωνα με την Απογραφή του 2021, η πλειοψηφία αυτών που δήλωσαν ότι μιλούν -και- Ελληνικά στην Αυστραλία έχουν τη δική τους κατοικία -που αξίζει μία περιουσία πλέον- και μάλιστα την έχουν εξοφλήσει, σε ποσοστό 54% (53.645 άτομα), ενώ το μέσο ποσοστό ανά την Αυστραλία ήταν μόλις 31%.
Τα ποσοστά είναι ακόμη υψηλότερα γι’ αυτούς που δήλωσαν ότι έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα -κυρίως μεγαλύτερη σε ηλικία- με πλήρη ιδιοκτησία σε κατοικία για το 68%.
Ακόμη, γι’ αυτούς που δήλωσαν ότι μιλούν Ελληνικά, ένα ποσοστό 28,5% (28.263) έχουν αγοράσει κατοικία και αποπλήρωναν το δάνειο (35% ανά την Αυστραλία).
Ενοικιαστές δήλωσαν το 14,4% (έναντι 30,6% ανά την Αυστραλία) και ένα ποσοστό 1,7% δήλωσαν «άλλο», ενώ 1,4% δεν απάντησε καθόλου.
ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Προ εβδομάδων, ο Αυστραλός κινηματογραφιστής Jack Toohey, έγινε «ανάρπαστος» (viral) στο διαδίκτυο με ένα βίντεο που έδειχνε τις διαφορές στην αγορά κατοικίας μεταξύ 1983 και 2023.
Προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις από «παλαιούς και νέους» και χρειάστηκε να κάνει διευκρινίσεις, σημειώνοντας ότι δεν πρέπει να «τσακωνόμαστε για το ποια γενιά φταίει», καθώς «ένοχη» είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική από κάθε κόμμα που είχε την εξουσία εδώ και 40 χρόνια.
«Τα σπίτια γίνονται επενδύσεις, οι άνθρωποι γίνονται πόροι, οι πολιτικές γίνονται επιχειρηματικά σχέδια», επεσήμανε.
Tο αρχικό βίντεο αναφέρει ότι το 1983, το μέσο σπίτι κόστιζε 64.039 δολάρια, η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν δωρεάν και το μέσο ετήσιο εισόδημα ήταν 19.188 δολάρια. Αφού πλήρωνε τον μέσο ετήσιο φόρο των 4.377 δολαρίων και το μέσο ενοίκιο των 2.494 δολαρίων (κατ’ έτος), θα του έμεναν 12.315 δολάρια σε διαθέσιμο εισόδημα.
«Αν αποταμίευα το 50% του υπολοίπου, θα μου έπαιρνε δύο χρόνια για να μαζέψω το 20% της προκαταβολής (deposit)», δηλαδή 12.807 δολάρια, ανέφερε ο κ. Toohey, προσθέτοντας ότι το 2023, το μέσο σπίτι κοστίζει 920.100 δολάρια, το μέσο χρέος του φοιτητικού δανείου (HECS) είναι 23.685 δολάρια και το μέσο εισόδημα είναι 90.896 δολάρια.
Αφού πληρώσει μέσο ετήσιο φόρο 28.600 δολάρια, ενοίκιο 20.008 δολάρια και HECS 5.453 δολάρια, θα του έμενε διαθέσιμο εισόδημα 36.835 δολάρια. «Αν αποταμίευα το 50% του υπολοίπου, θα μου έπαιρνε 10,5 χρόνια για να μαζέψω το 20% της προκαταβολής», δηλαδή 184.020 δολάρια.
«Μέσα σε 40 χρόνια η μέση τιμή κατοικίας έχει αυξηθεί κατά 14 φορές, ενώ οι μισθοί πλήρους απασχόλησης έχουν αυξηθεί μόνο κατά 4,7 φορές.Τα σπίτια κόστιζαν 3 φορές τον μισθό σας και τώρα κοστίζουν 10 φορές», επεσήμανε ο κ. Toohey.