Η Ήβη Κούγια, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Μελισσάνθης, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1907 στην Αθήνα. Το 1932 είχε παντρευθεί τον Ιωάννη Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό και συγγραφέα φιλοσοφικών δοκιμίων.

Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια Γαλλικών, ενώ υπήρξε συνεργάτιδα του λογοτεχνικού προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας από το 1945 έως το 1955, από το οποίο παρουσίαζε ελληνική και ξένη ποίηση, καθώς και δικές της εργασίες.

Σπούδασε Γαλλική και Γερμανική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και την Abendschule Αθηνών και φοίτησε στην προπολεμική Δημοσιογραφική Σχολή Αθηνών. Ασχολήθηκε επίσης με την αγγλική γλώσσα, τη μουσική, τη ζωγραφική και το χορό.

Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1930 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Φωνές εντόμου», και το 1931 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή «Προφητείες», η οποία αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς.

Σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», η Μελισσάνθη αποκάλυψε το πώς ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την ποίηση ως ακολούθως:

«Οι ερεθισμοί οι δικοί μου ξεκίνησαν από προβλήματα υπαρξιακά, από την οδυνηρή επαφή μου με τον κόσμο, και όπως μου άρεσε η ποίηση βρήκαν διέξοδο σ’ αυτήν. Οι συγκρούσεις με το περιβάλλον πρώτα – πρώτα. Ένας νέος άνθρωπος σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από τους άλλους, που του είναι αδύνατο να τον παραδεχτεί. Αρχίζει τότε μια πάλη που είτε είναι εξωτερική, στήθος με στήθος, είτε εσωτερική, να εξηγήσει και να παραδεχτεί το σκληρό παιχνίδι που παίζεται γύρω μου. Η δεύτερη αυτή πάλη γίνεται πιο σκληρή όταν αισθάνεσαι την αδυναμία σου να δράσεις εξωτερικά».

Ο Δημήτρης Καραμβάλης, σε άρθρο του στο ετήσιο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» του 1992, με τίτλο «Μελισσάνθη», μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα:

{…} «Από το σύνολο του ποιητικού της έργου, ξεπηδά αβίαστα η αγάπη για τον δοκιμαζόμενο άνθρωπο, ενώ το προσωπικό της όραμα του Κόσμου, όπως εξομολογείται η ίδια, και η πίστη της στον ανθρώπινο προορισμό, είναι ο σταθερός ιδεολογικός πυρήνας που δίνει το μόνιμο χαρακτήρα της ποίησής της. Σαν ανθρώπινο προορισμό εννοεί τη συνεχή πνευματική εγρήγορση που μας κρατά σε συνεχή αγωνιστική στάση και αντίσταση απέναντι στο κακό του κόσμου, και που η θεραπεία του αρχίζει από μέσα μας. Η πνευματική επαγρύπνηση λοιπόν του κάθε ανθρώπου, και ιδιαίτερα του πνευματικού, στα μηνύματα των καιρών, και η συνεχής προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου, με πνεύμα απόδοσης διαχρονικής και εμβάθυνσης στον πυρήνα των τεκταινομένων. Η πίστη στις αρχέγονες ιδέες, αξίες και ιδανικά. Η ποιήτρια μάς καλεί στο πνευματικό της πρόσταγμα με μια γλώσσα ρέουσα και σφιχτοδεμένο κορμό στο κάθε ποίημα που είναι προσκλητήριο, χωρίς χασμωδίες και προσπάθειες ωραιοποίησης.

{…} Οι κεραυνοί της ζωής σαρώνουν τη νεαρή ποιήτρια. Όμως η πίστη της στη Χριστιανική Διδασκαλία την βοηθά να ξεπεράσει τα εμπόδια και να χαλυβδώσει το εσωτερικό της ψυχής οπλοστάσιο. Η ποιήτρια του βιωμένου Χριστιανισμού γράφει χαρακτηριστικά:

«Σε βράχους απόκρημνους σταθήκαμε,

σκύψαμε πάνω από βάραθρα απύθμενα,

ενώ η άβυσσος μας προσκαλούσε

με χίλια βλέμματα μαγνητικά.

Αλλά εμείς θαρραλέα τηνέ διαβήκαμε

με κλειστά βλέφαρα

και τραγουδώντας.

Δεν έσβησε ο άνεμος τη λυχνία μας…»!

Η ποίηση της Μελισσάνθης τοποθετείται στο χώρο του υπαρξισμού και της μεταφυσικής αγωνίας. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής, και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο από το 1945, επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών. Ασχολήθηκε επίσης με το φιλοσοφικό δοκίμιο και τις λογοτεχνικές μεταφράσεις.

Τιμήθηκε με τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών το 1936, την Εύφημο Μνεία Βραβείου Παλαμά, το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1965, το Παράσημο Χρυσούς Σταυρός Τάγματος Εποποιίας, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1976, το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη, το Βραβείο Μεταφραστών, το Μετάλλιο Δήμου Πειραιώς, και το Αργυρούν Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.

Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής, και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο, επιλογή που κατέληξε τελικά σε μια ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών.

Η ποίησή της εκτιμιόταν από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης την είχε παραλληλίσει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης, σε μελέτη του για το έργο της σημείωσε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

«Σαν αίσθηση και σαν ποίηση, και στους τόνους και στην έκφραση, είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα, και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου, συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής».

Η ίδια για την ποίησή της ανέφερε τα ακόλουθα:

«Μιλάω έμμεσα, με σύμβολα αλληγορικά. Θα πρέπει ίσως να σας πω εγώ η ίδια ότι κάποιο ποίημά μου είναι εμπνευσμένο από την Κατοχή ή το Πολυτεχνείο, για να το καταλάβετε. Βλέπω το δράμα το ανθρώπινο διαχρονικά. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω δημαγωγία. Δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, το κάθε τι που δικαιώνεται σαν ποιητικός λόγος είναι δεκτό. Μιλάω για τη δική μου ποίηση. Δεν έχω κλειστεί σε κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ’ έναν πύργο όταν έχει κλειστεί σε μια ιδεολογία. Αυτός μένει αμετακίνητος. Στο μόνο που μένω αμετακίνητη είναι η πίστη μου στον άνθρωπο. Δεν είναι μια ιδεολογία, είναι μια βαθιά πεποίθηση που βγαίνει υπαρξιακά από μέσα μου».

Η Μελισσάνθη συνεργάστηκε σε λογοτεχνικές και θεατρικές εκπομπές του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1945-1955), ήταν μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1961-1972), της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (1969-1975), και του Κύκλου για το Παιδικό Βιβλίο (1969-1971).

Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της Μελισσάνθης. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής, και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο, επιλογή που την οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών.

Ήταν η ποιήτρια της πράξης, του βιωμένου Χριστιανισμού. Στο έργο της υπάρχουν όλα τα λυρικά φορτία της έκρηξης του ηφαιστείου της καρδιάς, που κάνει την ποιήτρια να οραματιστεί πως κάποτε ο άνθρωπος θα κατορθώσει να δημιουργήσει μια κοινωνία αγάπης και αλληλοσεβασμού.

Υπενθυμίζει όμως διαρκώς ότι υπάρχουν κίνδυνοι μη εφαρμογής της κοινωνίας που οραματιζόταν. Συγκεκριμένα, είχε τονίσει τα ακόλουθα: «Δεν αρκούν αλλαγές στις αντικειμενικές συνθήκες αν δεν συμβαδίζουν και αλλαγές στην υποκειμενική μας υπόσταση».

Με άλλα λόγια, όσο και να αλλάξουν οι κοινωνικές δομές, αν δεν θελήσουμε να αλλάξουμε και εμείς οι ίδιοι σαν οντότητες, τα πάντα θα παραμείνουν ανεκπλήρωτα.

Σύμφωνα με το άρθρο του Δημήτρη Καράμβαλη, στο οποίο έχω αναφερθεί πιο πάνω, «Η Μελισσάνθη στα ογδόντα της χρόνια, μια Παρασκευή στις 9 Νοεμβρίου 1990 ταξιδεύει, από «το σταυρικόν σημείον της εαρινής ισημερίας στην κρατεράν Ανάστασιν».

Θα κλείσω την αναφορά μου στην Μελισσάνθη με το ακόλουθο ολιγόστιχο ποίημά της.

Τραγούδι στον ήλιο

Μέσα στο φως σου γίνομαι πουλί,

και τραγουδώ όλη μέρα σαν το σπίνο.

Μιας πεταλούδας παίρνω τα φτερά

τα θεία και ολόασπρα σαν το νέο κρίνο.

Σφαλώ τα βλέφαρά μου, εντός μου φως.

Τ᾿ ανοίγω, φως παντού, όλο φως τριγύρα.

Και λέω: «Ήλιε, τι θάνατος λαμπρός,

μες σε μια τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!».