Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο άφησε πολλούς να αναρωτιούνται: Γιατί, άραγε, σε ορισμένες περιπτώσεις θετικών κρουσμάτων COVID-19, παρατηρούνται συμπτώματα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θετικών κρουσμάτων τα συμπτώματα είναι ανύπαρκτα;
Η Δρ Δήμητρα Χατζηλεοντιάδου (Dimitra Chatzileontiadou), μια ερευνήτρια που ειδικεύεται στην αντι-ιική ανοσία, βρέθηκε γοητευμένη από το μυστήριο που περιβάλλει τον κορονοϊό και τις επιπτώσεις του στο ανοσοποιητικό σύστημα.
«Με γοήτευσε αυτός ο νέος ιός και ήθελα να κατανοήσω τις ενέργειες του ανοσοποιητικού συστήματος όταν αντιμετωπίζει μια λοίμωξη SARS-CoV-2», δήλωσε η Δρ Χατζηλεοντιάδου στον «Νέο Κόσμο».
ΕΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΤΕΛΕΙΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ COVID-19 ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ
Η Δρ Χατζηλεοντιάδου, η καθηγήτρια Stephanie Gras και ο διδακτορικός φοιτητής Lawton Murdolo, από το Πανεπιστήμιο La Trobe, συνεργάστηκαν με την ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο και κατάφεραν να ανακαλύψουν μια γενετική βάση που σχετίζεται με την ανοσία κατά του ιού.
Το εν λόγω επιστημονικό εύρημα αποτελεί υποσχόμενη βάση για την ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων και θεραπειών.

«Η έρευνά μας αποκάλυψε την πρώτη γενετική σύνδεση με την ασυμπτωματική λοίμωξη από τον ιό της COVID», τόνισε η Δρ Χατζηλεοντιάδου, επισημαίνοντας ότι η μελέτη τους επικεντρώθηκε στην κατανόηση των περιστατικών της ασυμπτωματικής λοίμωξης, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που «το ανοσοποιητικό σύστημα προωθεί την ταχεία απομάκρυνση του ιού», επιτρέποντας «στους ασθενείς να παραμένουν υγιείς παρά τη μόλυνση».
Μέσω της έρευνάς τους, διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που φέρουν το προστατευτικό γονίδιο HLA-B15 (HLA – human leucocyte antigen), διαθέτουν σημαντικά Τ-κύτταρα στο ανοσοποιητικό τους σύστημα, τα οποία ανιχνεύουν ένα συγκεκριμένο «τμήμα της πρωτεΐνης της ακίδας (spike) του SARS-CoV-2 -το οποίο τμήμα έχει σχήμα όπως τα αντίστοιχα κομμάτια σε άλλους σε άλλους κορονοϊούς που προκαλούν κοινό κρυολόγημα– επιτρέποντας στον οργανισμό να επιτεθεί στα μολυσμένα κύτταρα».
Η Δρ Χατζηλεοντιάδου εξήγησε ότι ο «προστατευτικός» χαρακτήρας του γονιδίου HLA-B15 έγκειται στο γεγονός ότι τα άτομα που φέρουν αυτό το γονίδιο μπορεί να έχουν υψηλά επίπεδα προϋπαρχόντων ‘Τ-κυττάρων μνήμης’ που αναγνωρίζουν τον SARS-CoV-2», υποδηλώνοντας ότι αυτό το γενετικό χαρακτηριστικό θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε ισχυρότερη ανοσολογική απόκριση κατά την έκθεση στον SARS-CoV-2, περιορίζοντας τα συμπτώματα της νόσου COVID-19.
Με αυτήν την ανακάλυψη, η ερευνητική ομάδα ανέδειξε τη σημασία της γενετικής παραμέτρου στην εμφάνιση της ασυμπτωματικής λοίμωξης από τον ιό της COVID-19, προσφέροντας κρίσιμες πληροφορίες που μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων και θεραπειών.
Η εν λόγω έρευνα, με επικεφαλής την καθηγήτρια Jill Hollenbach και τον Δρ Danillo Augusto στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF), καθώς και πολλούς άλλους ερευνητές και ιδρύματα, «αποτελεί μέρος μιας παγκόσμιας μελέτης», που διερευνά τη γενετική και τα συμπτώματα της COVID-19 σε «σχεδόν 30.000 εγγεγραμμένους δότες μυελού των οστών», οι οποίοι συμμετείχαν «σε ένα εθελοντικό πρόγραμμα παρακολούθησης της μόλυνσης και των συμπτωμάτων της ασθένειας που προκαλεί ο κορονοϊός.
ΠΛΟΗΓΩΝΤΑΣ ΣΥΝΟΡΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ
Η 36χρονη ερευνήτρια μοιράζεται την προσωπική της εμπειρία σχετικά με τις επιπτώσεις των σκληρών απαγορευτικών μέτρα μετακίνησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, στερώντας της για δύο χρόνια τη δυνατότητα να δει την οικογένειά της.
«Το γεγονός ότι ήμουν ‘κλειδωμένη’ στην Αυστραλία χωρίς να βλέπω την οικογένειά μου για δύο χρόνια και η αβεβαιότητα για το αν θα ανοίξουν τα σύνορα ξανά, με κατέβαλε ψυχολογικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέχρι που άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως να ήταν καλή ιδέα να εγκαταλείψω την εργασία μου στην Αυστραλία και να επιστρέψω Ελλάδα».
Ωστόσο, οι ισχυροί δεσμοί και οι σχέσεις που δημιούργησε στην Αυστραλία φάνηκαν να υπερίσχυσαν.
Η Δήμητρα Χατζηλεοντιάδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καστοριά. Το 2017, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της, αποφάσισε να έρθει στη Μελβούρνη για να ασχοληθεί με μεταδιδακτορική έρευνα. Τότε, ο σκοπός της ήταν να παραμείνει στην Αυστραλία για «μερικά χρόνια», και στη συνέχεια να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Η ζωή όμως τις επιφύλασσε διαφορετικά σχέδια, και μετά από έξι χρόνια παραμονής στην Αυστραλία, αναγνωρίζει ότι η αρχική της πρόθεση άλλαξε.
Η θετική εμπειρία από το «φανταστικό εργασιακό περιβάλλον», η υποστήριξη που έλαβε από την καθηγήτρια, Stephanie Gras, τους συναδέλφους και τους φίλους της, καθώς και από τον «υπέροχο σύντροφό» της, τελικά την έπεισαν να παραμείνει στη Μελβούρνη.
Παρά το γεγονός ότι ζει σε διαφορετικούς κόσμους, η 36χρονη ερευνήτρια διατηρεί στενούς δεσμούς με την πατρίδα της, και δεν ξεχνά τις ρίζες της, καθώς κάθε χρόνο φροντίζει να επισκέπτεται τους «στενούς φίλους και την οικογένειά της» στην Ελλάδα.
Μάλιστα, η επόμενη επίσκεψή της στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο φέρει ιδιαίτερη σημασία, καθώς εκεί πρόκειται να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της, ενώ σύντομα θα γίνει μητέρα.
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΑΞΙΕΣ
Η Δρ Χατζηλεοντιάδου είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο La Trobe και εργάζεται σήμερα στο Τμήμα Βιοχημείας και Χημείας του Ινστιτούτου Μοριακής Επιστήμης του ιδίου Πανεπιστημίου.
Το 2009 απέκτησε πτυχίο Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης στην Ελλάδα και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με ειδίκευση στη Μοριακή Βιολογία και Γενετική με έμφαση στους διαγνωστικούς δείκτες.
Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού της, διεξήγαγε έρευνα στο εργαστήριο Δομικής και Λειτουργικής Βιοχημείας, με μέντορα τον καθηγητή Νικόλαο Μπαλάτσο.
Συνέχισε το ακαδημαϊκό της ταξίδι ολοκληρώνοντας τις διδακτορικές της σπουδές στο ίδιο εργαστήριο, εμβαθύνοντας σε βιοχημικές μελέτες της ανθρώπινης Αγγειογενίνης, υπό την εποπτεία του καθηγητή Δημητρίου Λεωνίδα.
Τα εξαιρετικά επιτεύγματά της κορυφώθηκαν με την απονομή διδακτορικού διπλώματος με διάκριση τον Νοέμβριο του 2016, μαζί με την περίφημη υποτροφία IKY Fellowship for excellence in postgraduate studies in Greece – SIEMENS program 2017, η οποία της επέτρεψε να υπηρετήσει ως ερευνήτρια στο ίδιο εργαστήριο για ένα έτος.
Τον Οκτώβριο του 2017 μετακόμισε στην Αυστραλία, ξεκινώντας τη μεταδιδακτορική της ερευνητική υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Monash, προτού μεταβεί στον σημερινό της ρόλο στο Πανεπιστήμιο La Trobe.
Επί του παρόντος, είναι πολύτιμο μέλος του εργαστηρίου της καθηγήτριας Stephanie Gras, όπου εργάζεται αφοσιωμένα από το 2021.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστημονικής της επιτυχίας, παραμένει ευγνώμων για την αμέριστη υποστήριξη της οικογένειάς της, αναγνωρίζοντας πώς οι αξίες που της εμφύσησαν, την διαμόρφωσαν τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
«Η οικογένειά μου και οι καταπληκτικοί μου φίλοι με έμαθαν πώς να πιστεύω στον εαυτό μου, πώς να σέβομαι τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από εμένα, να μη φοβάμαι να βάζω στόχους και να κυνηγάω τα όνειρά μου ακόμη και όταν αυτά φαίνονται ανέφικτα. Σε αυτούς οφείλω όλες τις προσωπικές και επαγγελματικές μου επιτυχίες».