Στις 12 Αυγούστου συμμπληρώθηκαν 70 χρόνια από την αποφράδα μέρα που ο Εγκέλαδος συγκλόνισε τη γη των Επτανήσων και τις ζωές των κατοίκων τους.
Στη Ζάκυνθο, οι πυρκαγιές που ακολούθησαν το σεισμό και μαίνονταν επί μέρες, αποτελείωσαν ό,τι είχε απομείνει, αυξάνοντας τον αριθμό των θυμάτων και των υλικών ζημιών.
Όπως γράφει η γράφει η Διονυσία Μούσουρα στην εισαγωγή του βιβλίου της «Ενθυμήματα Ασωμάτων Ερειπίων», στο οποίο η συγγραφέας καταγράφει τις μαρτυρίες Ζακυνθινών, ντόπιων και της Διασποράς που βίωσαν τα τραγικά γεγονότα του Αυγούστου του 1953:
«Κατεστράφη Πολιτισμός και Ιστορία 500 χρόνων και αμύθητοι υλικοί, αλλά κυρίως, πνευματικοί θησαυροί!

Μα δεν ήταν μόνο αυτές οι καταστροφές. Το τραγικότερο, οι πολλές δεκάδες ανθρώπων που καταπλακωμένοι από τα ερείπια, βρήκαν φριχτό και αργό πολλές φορές θάνατο, εκλιπαρώντας για αδύνατη βοήθεια.
Ήταν κι εκείνοι που εγκλωβισμένοι μέσα στα ερείπια, βρήκαν πιο φριχτό θάνατο γιατί κάηκαν ζωντανοί, αφού δεν κατέστη δυνατόν να διασωθούν, παρά τις υπεράνθρωπες κι επικίνδυνες προσπάθειες που καταβλήθηκαν! Ουδείς μπορεί να πει με ακρίβεια πόσοι και ποιοι ήταν, δυστυχώς. Πολλοί, πήγαν με τα μπάζα που μάζεψαν οι μπουλντόζες πολύ αργότερα»,
«Δεν μας επιτρέπεται, λοιπόν, να ξεχάσουμε […] Ιδιαίτερα, εμείς όσοι υπάρχουμε ακόμη, που βιώσαμε από πρώτο χέρι την καταστροφή!»

Η αγωνία της ομογενούς συγγραφέα, είναι να αποκατασταθεί η αλήθεια και να γραφτεί η ιστορία από την αρχή και στη σωστή της βάση. Θεωρεί ότι η ύπαρξη ελάχιστων έγκυρων γραπτών πηγών και το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου έχουν οδηγήσει, σε καπήλευση της αλήθειας μέσω της διαστρέβλωσης των πραγματικών γεγονότων.
«Δυστυχώς, οι αυτόπτες μάρτυρες εκείνων των ημερών που τις «έτρεμε ο λογισμός», όλο και λιγοστεύουμε. Αν εμείς, δεν καταγράψουμε όσα από τα συγκλονιστικά βιώσαμε και θυμόμαστε, με αυθεντικές μαρτυρίες απλών ανθρώπων, οι νεότεροι και οι μεταγενέστεροι δεν θα μπορέσουν ποτέ να νιώσουν το μέγεθος αυτής της συμφοράς ούτε τι μεσολάβησε εκείνες τις θλιβερές ημέρες, ώστε να αξιολογήσουν σωστά τα γεγονότα. Αυτό, γιατί πολλές φορές, με την πάροδο του χρόνου, διαστρεβλώνεται εκούσια ή ακούσια η Αλήθεια», γράφει.
Με την άδειά της, δημοσιεύουμε μερικές από τις μαρτυρίες που υπάρχουν στο βιβλίο. «Είναι μαρτυρίες Ζακυνθινών από άλλα μέρη της Ελλάδας αλλά και άλλες Χώρες του Κόσμου!» που μίλησαν μαζί της «ηλεκτρονικά ή και τηλεφωνικά».

Στα «Ενθυμήματα Ασωμάτων Ερειπίων» περιλαμβάνονται 69 αυθεντικές μαρτυρίες. Εδώ δημοσιεύουμε κάποιες από αυτές, χωρίς κριτήριο επιλογής, μιας και όλες είναι το ίδιο συγκλονιστικές.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΛΑΣ, ΠΑΤΡΑ
«Απ΄ έξω ακουγόταν ο ορυμαγδός των κτιρίων που κατέρρεαν»
Το πρωινό της 12ης Αυγούστου του 1953, βρέθηκα με την Μητέρα μου και τον αδελφό μου, (ο πατέρας μου πήγε στο μαγαζί, ήταν κουρέας), στο σπίτι της θείας μου της Ιωάννας που βρισκόταν ακριβώς στην Πλατεία του Α. Παύλου, δίπλα από την εκκλησία.
Το σπίτι, μονώροφο, ήταν σχετικά νεόδμητο κι εκτός από τη θεία μου ήταν εκεί και οι δύο της κόρες Κάκια και Πόπη. Συζητούσαμε αμέριμνα όταν γύρω στις 11.30 ακούσαμε ένα φοβερό υπόκωφο βουητό που από τον ήχο του έδειχνε τι θα επακολουθούσε.
Αγκαλιαστήκαμε τρομαγμένοι και σταθήκαμε στη μέση του δωματίου. Το σπίτι έτρεμε ολόκληρο και μετακινείτο αριστερά, δεξιά πάνω και κάτω λες και αόρατο γιγαντιαίο χέρι το έχει πιάσει από κάτω και το τινάζει στον αέρα! Απ΄ έξω ακουγόταν ο ορυμαγδός των κτιρίων που κατέρρεαν. Ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι μέρος ενός τοίχου του σπιτιού γκρεμιζόταν.

Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι η εξωτερική μαρμάρινη σκάλα του σπιτιού είχε ξεκολλήσει από τον τοίχο αλλά δεν είχε γκρεμιστεί. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε το κούνημα, βγήκαμε με φόβο στο μπαλκόνι για να δούμε τι γίνεται έξω! Φοβερό το θέαμα, τα σπίτια γκρεμισμένα γύρω κι η επιφάνεια του δρόμου είχε ανέβει τουλάχιστον δυο μέτρα από τα χαλάσματα γκρεμισμένων σπιτιών.
Με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να βγούμε έξω και δρασκελίζοντας τα μπάζα κατορθώσαμε να φτάσουμε στο πλάτωμα του Α. Παύλου όπου είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι όλο.
Πολλοί ήταν τραυματισμένοι γεμάτοι αίματα πονούσαν ζητούσαν βοήθεια και έτρεχαν. Κάποιος κρατούσε αγκαλιά ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε γοερά, τα ποδαράκια του ήταν τυλιγμένα σε μια φλοκάτη πετσέτα που ήταν πλημμυρισμένη στα αίματα! Με μεγάλη δυσκολία ξανά, προσπαθήσαμε να φύγουμε από το Καντούνι του Αγίου Ιωάννη των Λογοθετών για την παραλία.
Μετά από αρκετή ώρα με τη γη να κουνιέται κάθε 2-3 λεπτά από σεισμούς που όλο γκρέμιζαν και κάτι, η θεία με τα κορίτσια κάνανε γιουρούσι για να βγούνε στα Καμίνια. Εμείς πάλι, με παρόμοιο τρόπο, γιατί δεν υπήρχαν πια ούτε δρόμοι ούτε Καντούνια, μόνο ερείπια που έφταναν πολύ ψηλά, τραβήξαμε για την Στράτα Μαρίνα για να βρούμε τον πατέρα μου. Κάπου εκεί μας βρήκε ο Μεγάλος σεισμός λίγο μετά τις 2! Η χαριστική βολή για το όμορφο νησάκι μας. Άλαλοι πολλοί κι άλλοι ουρλιάζοντας από φόβο κι άλλοι γιατί ήταν χτυπημένοι, τραβήξαμε και μπήκαμε σε μία Μαούνα στην αποβάθρα, για να μην… βουλιάξουμε στη στεριά(!).
Κάποια στιγμή μας βρίσκει ο πατέρας μου που μας έψαχνε κι εκείνος κι ερχόταν από τον δρόμο του Αγίου γιατί προφανώς νόμιζε πως είχαμε μείνει εκεί γύρω στης θείας το σπίτι, μας πήρε από την Μαούνα κι από κει με φόβο και τρόμο γιατί η Παραλία είχε ανοίξει κι έβλεπες από τις χαραμάδες, που μερικές ήταν αρκετά φαρδιές, ν’ ανεβαίνει η θάλασσα. Τραβήξαμε προς τον Άμμο, περάσαμε το ποτάμι, την καμάρα του Α. Λαζάρου και φτάσαμε στο Κυδώνι όπου είχαμε συγγενείς και διανυκτερεύσαμε στα Λιόφτα όλοι μαζί με στρώμα τη γη και σκέπασμα τον ουρανό! Φυσικά, δεν είχαμε φάει τίποτα όλη μέρα, αλλά ποιος νοιαζόταν για φαΐ, μας βασάνιζε όμως η δίψα. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, μπήκαμε σ΄ ένα περιβόλι με καρπούζια, κόψαμε ένα μεγάλο καρπούζι, τραβώντας το, το σπάσαμε σε μια μεγάλη πέτρα και ρουφούσαμε λαίμαργα για να ξεδιψάσουμε…
ΝΙΟΝΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΙΓΟΣ, ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ
«Δεν προλάβαμε να φάμε τα ρεβίθια με τη φρέσκια ντομάτα»
Ήμουν 15 χρονών. Εκείνη την ημέρα, ο γείτονας άνοιγε πηγάδι, κι όλοι εμείς, ακόμα και τα παιδιά βοηθούσαμε. Πηγαίνοντας προς το σπίτι γύρω στις 2 και κάτι το μεσημέρι, έγινε το μεγάλο κακό με το σεισμό. Είχα φτάσει στην μπασία και με πέταγε από δω κι από κει ο σεισμός μέχρι που έριξε κάτω. Το σπίτι μας έπεσε όπως και τα άλλα γύρω γιατί ήταν όλα πλίθινα.
Δεν προλάβαμε να φάμε τα ρεβίθια με την φρέσκια ντομάτα που είχε φτιάξει η Μάνα μου, πάει κι η παδέλα με το φαΐ. Σηκώθηκε μεγάλο σύννεφο που δε βλέπαμε μπροστά μας κι ένας θόρυβος συνέχεια μπουμ μπουμ . Ο φόβος μας πολύ μεγάλος, ετρέμαμε.
Οι δρόμοι είχαν ανοίξει και σκοτώθηκαν πολλοί, λέγανε ότι σκοτωθήκανε 340 άτομα! Αργότερα ανεβασμένος επάνω στη διώροφη Καλύβα έβλεπα με τρόμο τις τεράστιες φλόγες που είχαν ζώσει τη χώρα, φοβερό θέαμα. Νηστικοί και φοβισμένοι όλοι μας, γιατί έκανε συνέχεια σεισμούς και δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο. Ευτυχώς, από την επόμενη μέρα, άρχισαν να πετάνε χαμηλά αεροπλάνα και να μας πετάνε ψωμί και σκατουλέτες, (κονσέρβες).
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΟΥΜΑΛΟΣ, ΜΑΧΑΙΡΑΔΟ
«…Όπου υπήρχε σπίτι, έβλεπες ένα σύννεφο σκόνης»
Με ένα ποδήλατο πήγα προς την πόλη και φτάνοντας στη Λούμπα στον Άγιο Λάζαρο, οι δρόμοι ήταν απροσπέλαστοι από τα χαλάσματα. Έφυγα και πήγα στην άλλη είσοδο της πόλης από το Κυδώνι στην Μπόχαλη και έφτασα μέχρι το ξενοδοχείο Πτι Παλαί. Δεν μπορούσα να προχωρήσω άλλο. Είδα ανθρώπους σε άθλια κατάσταση να φωνάζουν, να κλαίνε, δεν είδα νεκρούς. Γυρίζοντας στο σπίτι μου, 6 χιλιόμετρα από την πόλη, στις 14.30 έγινε ο δεύτερος μεγάλος σεισμός που έχασα την ισορροπία μου και σταμάτησα για να μην πέσω.
Αργότερα μάθαμε ότι υπήρχαν αρκετοί νεκροί, τραυματίες και μερικοί κάηκαν ζωντανοί μέσα στα χαλάσματα. Θυμάμαι, ένα Αγγλικό πλοίο πλεύρισε στο Λιμάνι και με αντλίες προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά που ήταν ανεξέλεγκτη […].
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ, ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ
Η Διονυσία Μούσουρα ήταν 15 χρονών τον Αύγουστο του 1953. Στη δική της μαρτυρία περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τα όσα έζησε προσπαθώντας να γλιτώσει μαζί με την 13χρονη αδερφή της.
«Μα, στις 2.20 περίπου όπου στο άμοιρο νησί δόθηκε η χαριστική βολή από τον Εγκέλαδο, τότε πια ήλθε η συντέλεια του κόσμου […]. Φτάνοντας στην Μπόχαλη, βλέπαμε μόνο χαλάσματα, όλα τα σπίτια γκρεμισμένα, τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο, οι δρόμοι ανύπαρκτοι, χαλάσματα και μπάζα παντού. Αντικρύζω το σπίτι μας, ένα μεγάλο σωρό από ερείπια. Τοίχοι, οροφή, μεσότοιχοι, έπιπλα, ρούχα τζάμια σπασμένα τα γυαλικά μας όλα χίλια κομμάτια ανακατωμένα με τα σπασμένα έπιπλα και τα ρούχα από τις Αρμαράδες και το Κομό, όλα ένας σωρός. Δεν στάθηκα πολύ, με τα μάτια να τρέχουν ασταμάτητα, προχώρησα. Οποία οδύνη, όταν φτάνοντας στα πεζούλια της Χρυσοπηγής, αγνάντεψα την ολική καταστροφή. Ολόκληρη η χώρα σε σωρούς από ερείπια να καίγεται! Μερικοί τοίχοι να στέκονται όρθιοι εδώ κι εκεί, σαν σημαδούρες, απειλώντας τους τολμηρούς ή απελπισμένους όπου έψαχναν στα συντρίμμια ανταποκρινόμενοι στις κραυγές για βοήθεια των εγκλωβισμένων, έρμαιο της φωτιάς που εξαπλωνόταν με φοβερή ταχύτητα. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, καιγόταν το ιερό της Μητρόπολης. Όταν αντίκρισα την Αγία Τράπεζα ζωσμένη στις φλόγες που έφταναν μέτρα ψηλά…δεν άντεξε η παιδική καρδιά μου κι έπεσα λιπόθυμη […].
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΛΩΡΑΤΟΣ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
«Βγήκα έξω, αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα»
Ένας από τους ομογενείς που έζησαν τον καταστροφικό σεισμό ήταν και ο κ. Δημήτρης Φλωράτος, ο οποίος μιλώντας στο παρελθόν στον δημοσιογράφο του «Νέου Κόσμου», Γιάννη Σοφιανό, είχε αναφερθεί στο γεγονός, που, κατά κάποιο τρόπο, σημάδεψε την περαιτέρω πορεία του.
«Βγήκα έξω, αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα. Υπήρχε ένα πέπλο από πυκνή σκόνη το οποίο χρειάστηκε μερικές ώρες για να καθαριστεί. Ήμουν 17-18 χρονών παιδί», είχε πει τότε, μιλώντας για την μεγάλη σεισμική δόνηση των 7,2 Ρίχτερ που ισοπέδωσε την Κεφαλλονιά, στις 12 Αυγούστου του 1953.
Ο κ. Φλωράτος γράφει στη βιογραφία του σχετικά: «Ένα πρωί τον Αύγουστο του 1953, λίγο μετά τις 6 το πρωί, ένας μεγάλος σεισμός έπληξε το νησί της Κεφαλονιάς και όλα ισοπεδώθηκαν. Στο Πυργί αναφέρθηκε ο θάνατος 35 ανθρώπων και ευτυχώς δεν περιλαμβανόταν κανένας από την οικογένειά μου, αν και η μητέρα μου που βρισκόταν εκείνη την ώρα έξω, υπέστη κάταγμα στο χέρι. Το σπίτι όπου κοιμόμασταν όλα τα παιδιά ήταν το νεόκτιστο σπίτι που είχε κατασκευάσει ο παππούς μου και το οποίο είχε υποστεί μόνο μερική ζημιά από τον σεισμό. Όλα τα άλλα παλιά σπίτια που είχε αγοράσει ο παππούς μου και ήταν χτισμένα από πέτρα, άμμο και ασβέστη, καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αν τα παιδιά κοιμόμασταν σε κάποιο από τα παλαιότερα σπίτια, όπως κάναμε πριν σκοτωθούν ο πατέρας και ο παππούς μου, τότε μπορεί να είχαμε χάσει τη ζωή μας.
ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι μαρτυρίες συγκλονιστικές για έναν κόσμο που χάθηκε πριν από 70 χρόνια, μα οι πληγές παραμένουν φρέσκες και οι μνήμες στοιχειώνουν ακόμα το νου όσων έζησαν τον σεισμό του ’53. Συνοψίζοντας το μέγεθος της καταστροφής η κα Διονυσία Μουσούρα χρησιμοποιεί τα λόγια που αναφώνησε «ένας απλός Μποχαλιώτης, όταν από τα μουράγια της Χρυσοπηγής, αντίκρυσε δακρυσμένος τη χώρα παραδομένη στις φλόγες: Μπουχούρα, Καπνούρα κι ο κόσμος ανάποδα!»