Ο αριθμός των ανθρώπων που χάθηκαν στην πύρινη κόλαση που ξέσπασε στο Μάουι της Χαβάης ανερχόταν στους 89 μέχρι και αργά το Σάββατο (τοπική ώρα) και δυστυχώς, αναμενόταν να αυξηθεί περαιτέρω καθώς συνεχίζονταν οι έρευνες των σωστικών συνεργείων στην ιστορική πόλη Λαχέινα που παραδόθηκε στη μανία της καταστροφικής πυρκαγιάς.
Πρόκειται για την πιο φονική πυρκαγιά σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εδώ και πάνω από 100 χρόνια, ανέφερε η εφημερίδα «New York Times», υπογραμμίζοντας ότι εκτός από τον τραγικό απολογισμό των απωλειών ανθρώπινης ζωής, είναι τεράστιες και οι υλικές ζημιές.
Ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι από την Ουάσιγκτον εκτιμούν ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 5,5 δισ. δολάρια ΗΠΑ (περί τα 8,5 δισ. δολ. Αυστραλία) μόνο για την ανοικοδόμηση της Λαχέινα, χωρίς να υπολογίζεται το τεράστιο κόστος του πολιτισμού και της ιστορίας που κατάπιαν οι φλόγες.
«Είναι μια τραγική ημέρα», δήλωσε ο κυβερνήτης της Χαβάης Τζος Γκριν μιλώντας για τον αριθμό των νεκρών.
Η πυρκαγιά αυτή ήταν «σίγουρα η χειρότερη φυσική καταστροφή που αντιμετώπισε ποτέ η Χαβάη»,
«Μπορούμε μόνο να περιμένουμε και να στηρίξουμε αυτούς που ζουν. Η εστίασή μας τώρα είναι να επανενώσουμε τους ανθρώπους όταν μπορούμε και να τους δώσουμε στέγη και υγειονομική περίθαλψη και στη συνέχεια να στραφούμε στην ανοικοδόμηση».
Ο -προσωρινός- αριθμός των 89 νεκρών που δόθηκε στη δημοσιότητα ξεπέρασε τον τραγικό απολογισμό της Camp Fire του 2018 στη βόρεια Καλιφόρνια, η οποία άφησε πίσω της 85 νεκρούς και κατέστρεψε την πόλη Paradise.
Έναν αιώνα, η πυρκαγιά Cloquet του 1918 κατέστρεψε χιλιάδες σπίτια και σκότωσε εκατοντάδες ανθρώπους στη βόρεια Μινεσότα.
«ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑΝ ΟΛΑ…»
Στο μεταξύ, εντείνονται τα ερωτήματα σχετικά με την αντίδραση των Αρχών και κατά πόσο οι αρμόδιοι προειδοποίησαν εγκαίρως και επαρκώς τους κατοίκους της Λαχέινα.
Σε ένα τρανταχτό παράδειγμα, καμία από τις 80 σειρήνες που είχαν τοποθετηθεί γύρω από το Μάουι δεν ενεργοποιήθηκε από τις υπηρεσίες διαχείρισης έκτακτης ανάγκης του νησιού ή της πολιτείας, καθώς η πυρκαγιά έπληττε την Λαχέινα, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών της Χαβάης, Άνταμ Γουέιντραουμπ.
Τόνισε ότι οι σειρήνες από μόνες τους δε θα αποτελούσαν σήμα για εκκένωση, αλλά για αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών σχετικά με το τι συμβαίνει.
Ακόμη, αρκετά 24ωρα αφού η πυρκαγιά ισοπέδωσε την πόλη δεν υπήρχε επίσημος κατάλογος νεκρών. Συγγενείς και φίλοι εξακολουθούσαν να αναζητούσαν μανιωδώς αγαπημένους τους, αντιμετωπίζοντας και προβλήματα στις συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου.
Οι κάτοικοι της Λαχέινα βρίσκονταν σε κατάσταση σοκ. «Καταστράφηκαν όλα, όλα. Η καρδιά μου ραγίζει», ανέφερε ο 80χρονος Αντονι Γκαρσία, που ζει εκεί εδώ και 30 χρόνια.
Από τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια που έδιναν τον χαρακτήρα του τουριστικού θέρετρου των 13.000 κατοίκων δε έμεινε σχεδόν τίποτε.
Κατά τη διάρκεια του πύρινου εφιάλτη, πολλοί δεν είχαν τη δυνατότητα να στηριχθούν παρά στις πληροφορίες «από στόμα σε στόμα», καταγγέλλει ο Ουίλιαμ Χάρι.
Μέσα σε αυτό το τοπίο του ολέθρου, οι κάτοικοι προσπαθούν να καταλάβουν πώς η τραγωδία αυτή μπόρεσε να λάβει τέτοιες διαστάσεις. Το ίδιο και η Δικαιοσύνη, διατάσσοντας έρευνα για την διαχείριση της κρίσης από τις τοπικές Αρχές.
Οι προειδοποιήσεις, που συνήθως μεταδίδονται από τηλεφώνου, δεν ελήφθησαν, διότι «δεν υπήρχε δίκτυο» και «είναι σαφές ότι δεν είχαμε προβλέψει μέτρα για την προστασία της ασφάλειας των κατοίκων», παραδέχθηκε μιλώντας στο CNN η Τζιλ Τοκούντα, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων.
«Υποτιμήσαμε την επικινδυνότητα και την ταχύτητα της πυρκαγιάς», είπε. «Οφείλουμε να βελτιωθούμε».
Ο προσωρινός απολογισμός των 89 νεκρών ξεπερνά επίσης τον απολογισμό του τσουνάμι του 1960 των 61 νεκρών που έπληξε την Χαβάη.
Αναμφίβολα η καταμέτρηση των θυμάτων δεν έχει τελειώσει. Ομάδες έρευνας και διάσωσης, με την βοήθεια εκπαιδευμένων σκύλων, έχουν φθάσει στο Μάουι.
Οι πυροσβέστες αναγκάσθηκαν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα μεγάλο αριθμό πυρκαγιών, που ενισχύθηκαν από τους σφοδρούς ανέμους του τυφώνα Dora.
Μπροστά στην ταχύτητα της φωτιάς, όσοι κάτοικοι της Λαχέινα κατόρθωσαν να διαφύγουν έτρεξαν χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τους και ορισμένοι ρίχτηκαν στη θάλασσα για να ξεφύγουν από τις φλόγες.
Η πυρκαγιά ήταν «σαν την Κόλαση», διηγείται ο Εκόλου Μπράιντεν Χοαπίλι, απαρηγόρητος που αναγκάσθηκε να αφήσει «ανθρώπους πίσω».
Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή υπηρεσία φυσικών καταστροφών (Fema), περί τα 2.207 κτίρια, στην πλειονότητά τους κατοικίες, καταστράφηκαν ή έχουν υποστεί ζημιές.
Οι καταστροφικές πυρκαγιές συνοδεύουν ένα καλοκαίρι που σημαδεύτηκε από σειρά ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων παντού στον πλανήτη, όπως είναι τα κύματα καύσωνα που έπληξαν τις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες και συνδέονται με την Κλιματική Αλλαγή.
Στο νησί Μάουι οι φλόγες βρήκαν πρόσφορο έδαφος, αφού η φετινή χρονιά χαρακτηρίσθηκε από λιγότερες βροχοπτώσεις σε σχέση με τις προηγούμενες. Στο δυτικό τμήμα του νησιού, όπου βρίσκεται η Λαχέινα, επικρατεί «σοβαρή έως μέτρια» ξηρασία, σύμφωνα με το US Drought Monitor.