ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ Συμβούλιο (ΔΣ) της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης (ΕΟΚΜ) έχει δρομολογήσει την αναθεώρηση του Καταστατικού της. Η ΕΟΚΜ αναζητά ενεργά εποικοδομητικές πληροφορίες από τα μέλη του σε συνέχεια συμφωνίας στην τελευταία Γενική Συνέλευση να αναθεωρήσει το “αρχαϊκό” της Καταστατικό, μετά από αδράνεια δεκαετιών, έτσι ώστε να προσαρμοστεί μετά τεκταινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας.
Το ισχύον Καταστατικό είναι εξαιρετικά περίπλοκο και μεροληπτικό, πέρα από το ότι βασίζεται στον νόμο περί εταιρειών του 1938, ο οποίος έχει καταργηθεί και εγείρει εύλογα ερωτήματα σχετικά με την εγκυρότητα του Καταστατικού σε έναν εξωτερικό παρατηρητή.
Είναι μάλλον αξιοπερίεργο ότι εν έτει 2023, σύμφωνα με το Άρθρο 4: «Το δικαίωμα εγγραφής ως μέλος της Κοινότητας θα περιορίζεται σε Έλληνες και σε πρόσωπα που γεννήθηκαν από Έλληνες γονείς ή που έχουν Ελληνίδα μητέρα ή πατέρα και στους απογόνους των προσώπων αυτών οι οποίοι πιστεύουν στα διδάγματα της Ελληνορθόδοξης Θρησκείας και που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και άνω» και ότι το ΔΣ μπορεί να αρνηθεί να δεχθεί οποιοδήποτε άτομο ανήκει στην εν λόγω κατηγορία χωρίς να δώσει κανένα λόγο για μια τέτοια άρνηση. Σε αυτό το πνεύμα στην τελευταία Γενική Συνέλευση τα μέλη επιδίωξαν μια αλλαγή στις πτυχές του Καταστατικού ώστε να αντικατοπτρίζει την κοσμική και διαπολιτισμική σύνθεση της σύγχρονης ελληνοαυστραλιανής κοινότητας. Η Αυστραλία είναι μία από τις δέκα κορυφαίες πιο κοσμικές χώρες στον κόσμο, πολύ περισσότερο μετά την τελευταία Απογραφή και, ως εκ τούτου, η οικοδόμηση ενός κοινοτικού μοντέλου όπως αυτό αντιπροσωπεύεται από το ισχύον Καταστατικό είναι μη βιώσιμο.
Το Άρθρο 1 είναι επίσης εκτός τόπου και χρόνου με την οριοθέτηση των μελών σε χίλια, αν και το ΔΣ μπορεί όποτε το κρίνει σκόπιμο να επικυρώσει αύξηση των μελών. Φαίνεται όμως ότι ακολουθήθηκε κυριολεκτικά τα τελευταία χρόνια αυτή η οριοθέτηση, δεδομένου του μικρού αριθμού μελών (περίπου 1.500 μέλη) την στιγμή που η Μελβούρνη θεωρείται ως η «πρωτεύουσα» της ελληνικής Διασποράς. Συνεπώς, η ΕΟΚΜ δεν είναι πραγματικά αντιπροσωπευτική του εύρους αυτής της ζωντανής και δυναμικής ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης. Πράγματι, σύμφωνα με την Απογραφή του 2021, η Μελβούρνη έχει τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό στην Αυστραλία με 181.200 Έλληνες, που μεταφράζεται σε αντιπροσώπευση της ΕΟΚΜ του 0,8%.
Τούτων δεδομένων, είναι όχι επιτρεπτό (και άκρως αντιδημοκρατικό) για την ΕΟΚΜ να τοποθετείται ενίοτε ότι εκπροσωπεί την Ελληνοαυστραλιανή κοινότητα της Μελβούρνης, και εν ευθέτω χρόνω το Άρθρο 1 θα πρέπει να θέτει ως στόχο τουλάχιστον δέκα χιλιάδες μέλη αν προσδοκεί να έχει αυτή την απήχηση. Εξυπακούεται ότι μια τέτοια ΕΟΚΜ θα έχει θετικό αντίκτυπο στα πανεπιστημιακά Τμήματα Ελληνικών Σπουδών, μεταξύ άλλων ωφελειών. Και το λέω αυτό έχοντας ιδίαν γνώσιν της δυναμικής των ελληνικών πανεπιστημιακών τμημάτων των ημερών μου ως ακαδημαϊκό στέλεχος τις δεκαετίες 1980-90 στα πανεπιστήμια La Trobe και Μελβούρνης.
Η δαιδαλώδης φύση του Καταστατικού αντανακλάται επίσης στα Άρθρα 46-55 που είναι αφιερωμένα στη διαχείριση των πέντε ελληνορθόδοξων εκκλησιών της ΕΟΚΜ, των ιερέων, και την μη ξεκάθαρη σχέση με την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας. Στην ουσία οι εκκλησίες και ό,τι αφορά την οικονομική διαχείριση των εκκλησιών, είναι αποκλειστικά υπόθεση της Κοινότητας. Η πνευματική δικαιοδοσία ανήκει στην Αρχιεπισκοπή, καθώς και η επίβλεψη των ιερέων που αμείβονται όμως από την ΕΟΚΜ. Ωστόσο, αυτά τα συγκεκριμένα Άρθρα του Καταστατικού δεν κάνουν καμία αναφορά στην τρέχουσα σχέση με την Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, και δίνουν την εντύπωση ότι τόσο η οικονομική διαχείριση όσο και η πνευματική δικαιοδοσία ανήκουν στην ΕΟΚΜ.
Ο διαχωρισμός της ΕΟΚΜ από την Εκκλησία σε συνεννόηση με την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας θα έπρεπε να τεθεί στο τραπέζι στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Καταστατικού. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών μίλησε πρόσφατα ξεκάθαρα υπέρ του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους από τα πολιτικά κόμματα: «Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μη ύπαρξη ορίων μεταξύ [Εκκλησίας και Πολιτείας] ή η ανάμειξη των στα καθήκοντα δημιουργούν τεράστια προβλήματα», «έγινε αισθητή η ανάγκη για τη διακριτή, αλλά και συνεργατική πορεία των δύο φορέων, Εκκλησίας και Πολιτείας», «σήμερα ζούμε σε παρακμή, γι’ αυτό όλη αυτή η ιστορία πρέπει να γίνει μάθημα και να ακολουθήσει -Κράτος και Εκκλησία- μια παράλληλη πορεία χωρίς καμία παρέμβαση του ενός στην πορεία του άλλου». (Πηγή: Γράφει το Ecclesia.gr. 21/10 Link:). Η ίδια λογική ισχύει και για την σχέση μεταξύ της Αρχιεπισκοπής και της ΕΟΚΜ, με παράδειγμα προς μίμηση να αποτελεί η Ελληνική Κοινότητα Καμπέρας.
Συμπερασματικά, φαίνεται να είναι η κατάλληλη στιγμή για να αναπτυχθεί ένα οραματικό Καταστατικό καθώς και η κοπή του Γόρδιου δεσμού της ΕΟΚΜ και της Εκκλησίας. Αυτή η επιθυμία προκύπτει και από επιστολή που απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Ιεζεκιήλ στις 25 Νοεμβρίου 1970 στην ΕΟΚΜ με την οποία σαφώς δήλωνε ότι η Αρχιεπισκοπή αναγνωρίζει το καταστατικό της ως έχει σήμερα, εκτός από τα Άρθρα για την εκκλησιαστική τους εξάρτηση, τα οποία ζητάμε να προσαρμοστούν ανάλογα. (“Προσεπιδηλούμεν ότι η Αρχιεπισκοπή αναγνωρίζει τα καταστατικά υμών ως ταύτα έχουσι σήμερον, εκτός των Άρθρων περί Εκκλησιαστικής εξαρτήσεως αυτών, άτινα παρακαλούμεν όπως προσαρμοσθώσι προς τον προεκτεθέντα όρον ημών.”)
Τέλος, στο πλαίσιο μιας δημόσιας διαβούλευσης θα πρέπει να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια και αυτό σημαίνει ότι όλες οι τοποθετήσεις των μελών θα πρέπει να είναι διαθέσιμες εκτός περιπτώσεων που αυτό δεν είναι επιθυμητό. Ο στόχος της αναθεώρησης είναι να βοηθήσει την ΕΟΚΜ να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της κτίζοντας επί του παρόντος έργου της, και κυρίως στην μακρά ιστορία της.
* Ο Δρ. Στηβ Μπακάλης είναι ειδικός σε θέματα διεθνούς επιχειρηματικής εκπαίδευσης και διαχείρισης. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Πανεπιστήμιο Αυστραλίας, το Πανεπιστήμιο Αδελαΐδας, και σε διοικητικές θέσεις σε πανεπιστήμια της Ασίας-Ειρηνικού και τα Αραβικά Κράτη του Περσικού Κόλπου.