Το 2016, τo ιστορικό ελληνικό καφέ Paragon, γιόρτασε τα εκατό χρόνια λειτουργίας του.

Το διάσημο καφέ το ίδρυσε, το ανέπτυξε και το διαχειρίστηκε, κατά το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του, η οικογένεια Σίμου (Simos).

Το 2023 αυτό το εμβληματικό «ελληνικό εστιατόριο» και θρύλος των Blue Mountains, ζήτησε βοήθεια. Κλειστό και υποβαθμισμένο, το διατηρητέο ακίνητο περίμενε εργασίες αποκατάστασης για πάνω από πέντε χρόνια.

Οι πολίτες έχουν υποβάλει αίτηση προς την Trish Doyle MP, βουλευτή Blue Mountains, καλώντας τον υπουργό Περιβάλλοντος και Πολιτιστικής Κληρονομιάς να παρέμβει.

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ PARAGON

Το όνομά του στο χώρο της εστίασης εξακολουθεί να υφίσταται και διόλου τυχαία θεωρείται ένα από τα ωραιότερα και πιο καλοδιατηρημένα ελληνικά καφέ της Αυστραλίας του 20ού αιώνα. Το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στυλ, τα Art Deco έπιπλα με την υπογραφή σπουδαίων σχεδιαστών και καλλιτεχνών και, βέβαια, η σταθερά καλή φήμη για τα υψηλής ποιότητας γαστρονομικά προϊόντα του -τις χειροποίητες σοκολάτες και τα γλυκά- που το διατηρούν σε αυτή τη θέση, προσφέρουν στους πελάτες ένα περιβάλλον βγαλμένο από άλλη εποχή.

Το ελληνικό καφέ Paragon σήμερα. Φωτογραφία: Supplied

Η ανάπτυξη της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα συμβαδίζει και με την ανάπτυξη των ελληνικών καφέ στην Αυστραλία, αντλώντας επιρροές από την Αμερική.

Το Paragon ξεκίνησε το 1916 ως «Paragon Cafe and Oyster Palace» από τον Jack (Ζαχαρία) Θεόδωρο Σίμο και πολύ σύντομα εξελίχθηκε στο απόλυτο ζαχαροπλαστείο για παγωτό αμερικανικού τύπου.

Μέχρι το 1921, που πολιτογραφήθηκε ο Jack, το μαγαζί διαφημιζόταν πλέον ως «Paragon Sundae and Candy Shop» και τα αδέλφια του, ο Γιώργος και ο Πέτρος, βοηθούσαν στην αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική.

Με την προσθήκη αναψυκτηρίου, αμερικανικών ψυγείων για γάλα και παγωτό και κάποιες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, το Paragon, με σήμα τον ορφανό βράχο της Katoomba, έγινε ο προορισμός της καλής κοινωνίας.

Τον βοήθησε πολύ η σύζυγός του, Μαίρη (γνωστή και ως Maria Panaretos), η οποία είχε γεννηθεί στο Elkton του Maryland των ΗΠΑ, όπου οι γονείς της διατηρούσαν καφετέρια.

Οι διακοσμητικές συσκευασίες σοκολάτας, μπισκότων και γλυκών σε πολύχρωμα, καλοσχεδιασμένα, ειδικά κατασκευασμένα κουτιά που χρησιμοποιούσε το Paragon Café. Φωτογραφία: Έφη Αλεξάκη, από το “In Their Own Image: Greek Australians’ National Project Archives

Ο Jack καταγόταν από το νησί των Κυθήρων στην Ελλάδα, όπως και οι γονείς της Μαίρης.

Η Μαίρη ήταν δεκαπέντε χρόνια νεότερη από τον σύζυγό της, καθώς είχε γεννηθεί τη χρονιά που ο Jack έφτασε στην Αυστραλία – το 1912. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από ένα ταξίδι που είχε κάνει ο Τζακ στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των Κυθήρων, όπου είχαν αρχικά γνωριστεί.

Τον Δεκέμβριο του 1922, το Paragon χαρακτηρίστηκε από την εφημερίδα The Blue Mountain Echo ως «το αποκορύφωμα της καλής γεύσης και των σύγχρονων ιδεών, από έναν επιχειρηματία που πιστεύει μόνο στο καλύτερο».

Το 1926 έγιναν σημαντικές ανακαινίσεις στον χώρο από τους καταστηματάρχες Harry και Ernest Sidgreaves, κατά τις οποίες διευρύνθηκε η κυρίως αίθουσα, προστέθηκαν νέα μαρμάρινα σιντριβάνια, γυάλινα ράφια, και διακοσμητικά πάνελ στους τοίχους ενώ τοποθετήθηκαν επίσης και νέα φώτα.

Κατά τη δεκαετία του 1930, και με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα θεάτρου Henry Eli White το Paragon διαμορφώθηκε σε έναν χώρο που περιλάμβανε πολλά πρωτοποριακά στοιχεία.

Αλαβάστρινη ζωφόρος που απεικονίζει κλασικές μορφές σχεδιασμένη από τον Δανό καλλιτέχνη Otto Steen, στο Paragon Cafe στην Katoomba. Φωτογραφία: Έφη Αλεξάκη, από το “In Their Own Image: Greek Australians’ National Project Archives

Ανάμεσα σε αυτά, ξεχώριζαν μία σύγχρονη αίθουσα συμποσίων (με προκολομβιανή επιρροή στα σχέδια ζωγραφικής της ζωφόρου), και μια αίθουσα χορού Art Deco, που αναφερόταν ως «μπλε δωμάτιο».

Επιπλέον διέθετε ένα εργοστάσιο σοκολάτας και παγωτού (με μηχανήματα εισαγόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και τη Γαλλία), καθώς μια μπροστινή τραπεζαρία που διακοσμήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με σκαλιστές ζωφόρους που απεικονίζουν μορφές από την ελληνική μυθολογία, όπως ο Δίας, ο Κένταυρος Χείρωνας, ο Απόλλωνας, η πτήση του Ίκαρου και η Κρίση του Παρισιού, με την υπογραφή του Δανού γλύπτη Otto Steen.

Οι εσωτερικοί χώροι του Paragon παραμένουν αναλλοίωτοι σήμερα, όπως αρχικά σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν, μοναδικοί στον αυστραλιανό χώρο εστίασης.

Δεν είναι τυχαίο ότι το 1975 μπήκε στη λίστα του National Trust της Νέας Νότιας Ουαλίας και το 1977 συμπεριλήφθηκε στο Εθνικό Μητρώο Αυστραλιανής Κληρονομιάς (Australian Heritage Commission’s Register of the National Estate)

Γενική άποψη του Paragon Cafe στην Katoomba το 1938. Φωτογραφία: Αρχείο R. Parker/Supplied

Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το 2015 αναγνωρίστηκε η αξία του ως χώρος πολιτισμικής κληρονομιάς, καθώς καταχωρήθηκε στο NSW Heritage Register.

Ο Jack απεβίωσε το 1976, ενώ η Μαίρη συνέχισε να διαχειρίζεται την επιχείρηση για άλλα έντεκα χρόνια.

Η ίδια απεβίωσε το 2001, αφήνοντας πίσω της δύο κόρες, την Areanthe και την Anna, καθώς και έναν γιο, τον Theodore. Ο Theodore κατέληξε να γίνει δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο Νέας Νότιας Ουαλίας και εκπροσώπησε τη βρετανική κυβέρνηση στην περίφημη υπόθεση Spycatcher).

Το 2003, το καφέ πέρασε στην Barbara Allatt που είχε στόχο να το αναζωογονήσει, ωστόσο, ο σκληρός τοπικός ανταγωνισμός και το πλήθος των μοντέρνων καφέ που επικρατούσαν, μετρίασαν τα φιλόδοξα σχέδιά της.

Η Joyce Thomson, στο Paragon Café, επί της οδού 65 Katoomba Street, Katoomba, Νέα Νότια Ουαλία, 2016. Φωτογραφία: Έφη Αλεξάκη, από το “In Their Own Image: Greek Australians’ National Project Archives

Μέχρι το 2007, σύντομα θεώρησε ότι το μακροπρόθεσμο μέλλον του Paragon ήταν απρόβλεπτο:

«Αγόρασα την καφετέρια [επιχείρηση]… από τον Bruce και την Joan Gavin – εκείνος έπαθε καρδιακή προσβολή. Το αγόρασαν από την οικογένεια Simos το 2000… Δίνω στον εαυτό μου άλλα δύο χρόνια εδώ, κάτι που είναι λυπηρό, γιατί είμαι περήφανη για τη δουλειά μου… Τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν δύσκολα. Χωρίς τις σοκολάτες, το εστιατόριο δεν θα μπορούσε να επιβιώσει»

Το 2011, το Paragon ανέλαβε η Robyn Parker, με σκοπό να αποκαταστήσει την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1920-1930.