Στη δίνη του σκανδάλου των κλοπών «βυθίζεται» κάθε μέρα και περισσότερο το Βρετανικό Μουσείο, με το πλήγμα στη φήμη του είναι τεράστιο -διεθνώς- ενώ το ζήτημα ασφάλειας που έχει τεθεί ενισχύει περαιτέρω και το αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφών των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Όσον αφορά στις τελευταίες εξελίξεις, ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, δήλωσε ότι ο αριθμός των πολύτιμων αντικειμένων που εκλάπησαν από αποθηκευτικούς χώρους του Μουσείου σε διάστημα δύο ετών είναι περί τα 2.000, σύμφωνα με νεότερο απολογισμό (αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι είναι επάνω από 1.500), ενώ ο διευθυντής του Μουσείου, Χάρτβιχ Φίσερ, υπέβαλε την άμεση -τελικά- παραίτησή του, αντί να αποχωρήσει στα τέλη του έτους.

Ο κ. Όσμπορν -πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας- μιλώντας στο BBC παραδέχθηκε μάλιστα ότι δεν έχουν καταγραφεί όλες οι συλλογές του Βρετανικού Μουσείου, κάτι που, όπως δικαιολόγησε, συμβαίνει σε μεγάλα μουσεία που έχουν συγκεντρώσει τις συλλογές τους σε διάστημα εκατοντάδων ετών.

«Δεν είναι όλα τα αντικείμενα καταγεγραμμένα και καταχωρημένα σωστά», είπε. «Κάποιος που γνωρίζει τι δεν έχει καταγραφεί, έχει μεγάλο… πλεονέκτημα, στην περίπτωση που θέλει να κλέψει αντικείμενα».

Διεξάγεται έρευνα προκειμένου να ταυτοποιηθούν τα αντικείμενα που έχουν κλαπεί, πρόσθεσε.

Την προηγούμενη εβδομάδα μέλος του προσωπικού του Μουσείου απολύθηκε αφού έγινε γνωστό ότι αντικείμενα που χρονολογούνται από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα -μεταξύ των οποίων χρυσά δαχτυλίδια και πολύτιμοι λίθοι- εκλάπησαν από χώρο αποθήκευσης.

«Πιστεύουμε ότι πρόκειται για περίπου 2.000 αντικείμενα», σημείωσε πρόεδρος του Μουσείου, «αλλά πρέπει να πω πως αυτός είναι ένας προκαταρκτικός αριθμός και συνεχίζουμε την έρευνα».

«Ήδη έχουμε ανακτήσει κάποια από τα κλεμμένα αντικείμενα», υπογράμμισε, χωρίς να εξηγήσει ποια είναι αυτά ή πώς ανακτήθηκαν.

Τόνισε ότι δεν πιστεύει πως το Βρετανικό Μουσείο συγκάλυψε σκοπίμως τις κλοπές (οι αρμόδιοι δεν είχαν δώσει τη δέουσα σημασία σε προειδοποιήσεις από το 2021 ότι υπήρχαν ατασθαλίες).

«Πιστεύουμε ότι ήμασταν θύματα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ειλικρινά θα έπρεπε να έχουμε κάνει περισσότερα για να τις αποτρέψουμε», επεσήμανε.

«Υπήρχε την εποχή εκείνη μια πεποίθηση μεταξύ των στελεχών του Μουσείου, στο υψηλότερο επίπεδο, που αρνούνταν να πιστέψουν ότι κάποιος από μέσα έκλεβε αντικείμενα, να πιστέψουν ότι ένα από τα μέλη του προσωπικού το έκανε αυτό; Ναι, είναι πολύ πιθανό», πρόσθεσε.

Εκτίμησε επίσης ότι οι κλοπές αυτές «σίγουρα έβλαψαν» τη φήμη του Μουσείου. «Για τον λόγο αυτό ζητώ συγνώμη», συμπλήρωσε.

Ο κ. Φίσερ, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση το 2016 παραδέχθηκε ότι υπήρξε αμέλεια σε ό,τι αφορά στην έρευνα για την κλοπή των αντικειμένων αυτών και παραδέχθηκε ότι το Μουσείο αντιμετωπίζει μια κατάσταση «εξαιρετικά σοβαρή».

Δήλωσε ότι το Μουσείο «δεν αντέδρασε όσο ολοκληρωμένα θα έπρεπε» μετά τις προειδοποιήσεις το 2021.

Σε κάθε περίπτωση, το σκάνδαλο έχει εξελιχθεί σε μια ολοκληρωμένη κρίση για το Μουσείο το οποίο μετρά 270 χρόνια ιστορίας, έγραψε η αυστραλιανή εφημερίδα The Age για το θέμα, εγείροντας και το θέμα της ασφάλειας, με το ίδρυμα να μένει πλέον έκθετο σε «ισχυρισμούς» (claims) ότι δεν είναι αξιόπιστος θεματοφύλακας θησαυρών, όπως τα «Ελγίνεια Μάρμαρα» (έτσι τα αναφέρει η The Age) και η Πέτρα της Ροζέτας.

Ο κ. Φίσερ ήταν ο πρώτος μη Βρετανός επικεφαλής του Μουσείο από το 1866, δέχθηκε έντονη κριτική για τον χειρισμό των προειδοποιήσεων του Ολλανδού εμπόρου έργων τέχνης Ιτάι Γκράντελ ότι αντικείμενα είχαν κλαπεί από το μουσείο και πωλούνταν στο eBay.

Την περασμένη εβδομάδα, εξέδωσε δήλωση στην οποία ισχυρίζεται ότι ο Γκράντελ είχε αποκρύψει πληροφορίες το 2021 και ότι είχε ενημερώσει το Μουσείο μόνο για ανησυχίες σχετικά με «έναν μικρό αριθμό αντικειμένων»

Ο κ. Γκράντελ απάντησε ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν «απολύτως ψευδής» με τον Φίσερ να εκδίδει ανακοίνωση απολογίας προς τον έμπορο έργων τέχνης.

«Η ευθύνη της αποτυχίας πρέπει να αποδοθεί ολοκληρωτικά στον διευθυντή», έγραψε ακόμη στην επιστολή παραίτησής του.

Ο αναπληρωτής διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Τζόναθαν Γουίλιαμς, έχει επίσης παραιτηθεί.

Ο κ. Γκράντελ δήλωσε στο Associated Press ότι άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά αφού αγόρασε ένα από τα τρία αντικείμενα που είχε καταχωρίσει ένας πωλητής στο eBay.

Συνέδεσε τα δύο αντικείμενα που δεν αγόρασε με το Βρετανικό Μουσείο. Το αντικείμενο που αγόρασε δεν αναφερόταν στον κατάλογο του Μουσείου, αλλά ανακάλυψε ότι ανήκε σε έναν άνδρα που παρέδωσε ολόκληρη τη Συλλογή του σε αυτό το 1814.

Όπως είπε βρήκε την ταυτότητα του πωλητή μέσω του PayPal και ότι ήταν το άτομο στο Μουσείο που έκτοτε απολύθηκε.

Ο κ. Γκράντελ δήλωσε ότι 69 ακόμη αντικείμενα που αγόρασε από το ίδιο πρόσωπο ήταν τότε «ένοχα λόγω συσχέτισης».

«Θα διορθώσουμε αυτό που έχει πάει στραβά», δήλωσε ο κ. Όσμπορν. «Το Μουσείο έχει μια αποστολή ανά τις γενιές. Θα μάθουμε, θα αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη και αξίζουμε να μας θαυμάζουν και πάλι».

Ωστόσο, «ο όγκος των αντικειμένων που λείπουν είναι τεράστιος», τόνισε στην εφημερίδα Guardian, ο Χρήστος Τσιρογιάννης, ιατροδικαστής αρχαιολόγος που συνεργάζεται με την οργάνωση Trafficking Culture, η οποία ερευνά την παγκόσμια διακίνηση λεηλατημένων πολιτιστικών αντικειμένων.

«Κανένας ειδικός δεν περίμενε ότι αυτό θα συνέβαινε σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου».

Ο Christopher Marinello, διευθύνων σύμβουλος της Art Recovery International, που ειδικεύεται στην ανάκτηση κλεμμένων έργων τέχνης, συμφωνεί:

«Ο οργανισμός μας λαμβάνει καθημερινά αναφορές κλοπής από διάφορα μουσεία, πολιτιστικά ιδρύματα, εκκλησίες σε όλο τον Κόσμο. Αυτό που μας εξέπληξε ήταν το γεγονός ότι επρόκειτο για το Βρετανικό Μουσείο, ένα από τα σημαντικότερα μουσεία στον κόσμο και σημείο αναφοράς στην ασφάλεια».

«Αυτό το σημείο αναφοράς έπεσε αρκετές βαθμίδες μετά τις πληροφορίες για πολύτιμα αντικείμενα που πωλούνται στο eBay, όπου ένα ρωμαϊκό αντικείμενο, όπως λέγεται, αξίας έως και 50.000 λιρών προσφερόταν για μόλις 40 λίρες».

Την περασμένη εβδομάδα το Μουσείο ανακοίνωσε ότι ο Πίτερ Χιγκς, ένας ανώτερος επιμελητής που εργαζόταν στο ίδρυμα επί 30 χρόνια, απολύθηκε νωρίτερα φέτος, αφού διαπιστώθηκε ότι έλειπαν αντικείμενα.

Ο Guardian υπογράμμιζε επίσης ότι ήδη έχει προκληθεί σοβαρή ζημιά στη φήμη του Μουσείου, δίνοντας νέα ώθηση στα επιχειρήματα για την επιστροφή αντικειμένων όπως τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

«Η σύνδεση μεταξύ των ζητημάτων ασφάλειας και της πολιτιστικής ιδιοκτησίας έγινε ενοχλητικά εμφανής από την αποκάλυψη ότι ο Χιγκς ήταν υπεύθυνος για τα Γλυπτά του Παρθενώνα στον προηγούμενο ρόλο του ως φύλακας των ελληνικών συλλογών. Ο Χιγκς αρνείται κάθε αδίκημα».

Η Δέσποινα Κουτσούμπα, επικεφαλής του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, δήλωσε σχετικά στο ράδιο του BBC: «Θέλουμε να πούμε στο Βρετανικό Μουσείο ότι δεν μπορούν πλέον να λένε ότι η ελληνική πολιτιστική κληρονομιά προστατεύεται καλύτερα στο Βρετανικό Μουσείο».

Ο κ. Τσιρογιάννης ήταν καυστικός και ως προς «χαλαρό» σύστημα καταλογογράφησης του Μουσείου, το οποίο λέγεται ότι διαθέτει περίπου 8 εκατ. αντικείμενα, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονται σε αποθήκες.

Παρά τον τεράστιο αυτό αριθμό, ο ίδιος λέει ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία στην ψηφιακή εποχή, με τις κάμερες των smartphones και τους σαρωτές να κάνουν εύκολη δουλειά στην καταγραφή των αντικειμένων, για τυχόν κενά στα αρχεία του Μουσείου.

Ο πρωταρχικός στόχος κάθε Μουσείου, υπογράμμισε, θα πρέπει να είναι η «καταγραφή των αντικειμένων του» αμέσως μόλις τα πάρει στην κατοχή του. «Είναι η πρώτη προτεραιότητα και η πιο βασική ευθύνη».

«Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι τέτοια αντικείμενα [όπως τα Γλυπτά του Παρθενώνα] ανήκουν στις χώρες προέλευσής τους. Τα αντικείμενα αυτά αφαιρέθηκαν χωρίς να ερωτηθούν οι χώρες αυτές», πρόσθεσε ο κ. Τσιρογάννης, υπενθυμίζεται ότι ιστορικά τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου σχετικά με τα δικαιώματα του, βασίζονται στην πεποίθηση ότι η φύλαξή του είναι ανώτερη από εκείνη των χωρών προέλευσης.

Ένα επιχείρημα είναι δύσκολο να υποστηριχθεί αν έχουν χαθεί τόσες πολλά αντικείμενα από τους χώρους του.

«Φοβάμαι όμως ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν θα το δει αυτό ως ευκαιρία … Αντ’ αυτού θα το αντιμετωπίσουν ως ένα ατυχές μεμονωμένο περιστατικό με την ελπίδα ότι σύντομα θα ξεχαστεί».

Σε κάθε περίπτωση, το σκάνδαλο του Βρετανικού Μουσείου βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα όχι μόνο των βρετανικών εφημερίδων, ενώ η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί στενά.

Προ ημερών, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, μιλώντας στην εφημερίδα «Το Βήμα», τόνισε, ανάμεσα σε άλλα ότι:

«Η απώλεια, η κλοπή, η φθορά αντικειμένων από τις συλλογές ενός μουσείου είναι εξαιρετικά σοβαρό και ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός. Όταν μάλιστα αυτό συμβαίνει εκ των έσω, πέρα από την όποια ηθική και ποινική ευθύνη τίθεται μείζον ζήτημα αξιοπιστίας του ίδιου του μουσειακού οργανισμού. Όπως έχω ήδη δηλώσει, το υπουργείο Πολιτισμού παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη του θέματος», επεσήμανε η κα Μενδώνη.

«Όταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά, προφανώς τίθεται θέμα ασφάλειας και ακεραιότητας για το σύνολο των εκθεμάτων του μουσείου. Όσον αφορά ειδικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ας θυμηθούμε την άκρως προβληματική κατάσταση με τα νερά της βροχής στις αίθουσες έκθεσής τους το 2019 και το 2021, η οποία τεκμηριώνει την εγκατάλειψη του κτιρίου του Βρετανικού Μουσείου. Όμως, στο Βρετανικό Μουσείο τα αριστουργήματα του Φειδία έχουν κακοποιηθεί περισσότερες φορές…».

«Όλα αυτά που μόλις προανέφερα ενισχύουν το μόνιμο και δίκαιο αίτημα της χώρας μας για την οριστική επιστροφή και την επανένωση των Γλυπτών στην Αθήνα, στο Μουσείο Ακρόπολης».