Δυο μέρες μετά την επίθεση που όπως κατήγγειλε δέχθηκε ενώ συνέτρωγε με συγγενικά του πρόσωπα στην Αμάρυνθο της Εύβοιας, ο εκδότης της εφημερίδας «Documento» Κώστας Βαξεβάνης ασκεί κριτική στην κυβέρνηση για τη «σιωπή» της σχετικά με το περιστατικό.
«Βγάζει ανακοίνωση για πράξεις βαψίματος τοίχων με άγνωστο δράστη στο σκοτάδι, αλλά όχι για γνωστό δράστη και δημόσια. Τι επιλεκτική άποψη για τη Δημοκρατία είναι αυτή; Δεν το θεωρεί απειλή όσα έγιναν; Δεν απειλούν τη Δημοκρατία; Δεν αποτελούν μια ακόμη απόδειξη ότι η δημοσιογραφία είναι απροστάτευτη με ηθικό αυτουργό και φυσικό πολλές φορές τον πρωθυπουργό;» ανέφερε, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του στο «Documento».
Ο κ. Βαξεβάνης αναφέρεται ξεχωριστά στον υπουργό Εργασίας, Άδωνι Γεωργιάδη, λέγοντας ότι καταδίκασε την επίθεση τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, επισημαίνοντάς του ότι «δε χωράνε ‘αλλά’ και ‘εξαιρέσεις’».
Ο εκδότης και δημοσιογράφος αναφέρει ότι το βράδυ της περασμένης Παρασκευής βρέθηκε «σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής» του:
«Ένα άγνωστο πρόσωπο, πλησίασε στο τραπέζι που έτρωγα με την οικογένειά μου, άρχισε να με απειλεί και να με βρίζει, να υπόσχεται ότι θα μου κάνει τα χειρότερα, γιατί (όπως προέκυψε από το παραλήρημα της αθλιότητάς του) είχα δημοσιεύσει (στο μακρινό 2012) ότι ήταν στη λίστα Λαγκάρντ.
«Αυτή τη λίστα που είχε παραδώσει η Κριστίν Λαγκάρντ επισήμως ως υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας στην ελληνική κυβέρνηση γιατί είχε κρυφούς καταθέτες της ελβετικής τράπεζας HSBC…»
«Αυτός ο άγνωστος τραμπούκος λοιπόν, με έβρισε χυδαία και με απείλησε δημόσια σε ένα εστιατόριο γιατί δημοσίευσα τη λίστα Λαγκάρντ στην οποία βρισκόταν ως καταθέτης εκατομμυρίων».
«Γιατί δηλαδή έκανα τη δουλειά μου. Ο τύπος αυτός, δεν κατέφυγε στη Δικαιοσύνη ως αδικημένος ή προσβεβλημένος, αλλά 11 χρόνια μετά επέλεξε να τραμπουκίσει. Η επίθεση κλιμακώθηκε με απόπειρα να χτυπήσει τη σύντροφό μου η οποία προσπαθούσε να ηρεμήσει την οκτάχρονη κόρη μας που έκλαιγε ζητώντας του ταυτόχρονα να φύγει και με ξυλοδαρμό της μητέρας της. Αυτά είναι τα γεγονότα…».
«Θέλω να διευκρινίσω κάτι που είναι προσωπικό. Όταν συνέβησαν όλα αυτά έπρεπε να κάνω ταυτόχρονα πολλά πράγματα. Να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και να αποφύγω τα χειρότερα, να προστατεύσω την οικογένειά μου, να σεβαστώ ότι δεκάδες άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί για να γευματίσουν βρίσκονταν χωρίς να το θέλουν μέσα στη δίνη μιας ανωμαλίας. Η στάθμιση δεν ήταν εύκολη. Νοιώθω ενοχές γιατί δεν κατάφερα να προστατεύσω την οικογένειά μου και κυρίως την κόρη μου η οποία για ώρες μετά ήταν σε άσχημη κατάσταση».
«Ωστόσο είχα μια αυταπάτη … Ότι μετά από ένα τόσο τραγικό συμβάν, στο οποίο δεν υπήρχε απλώς ένας δημοσιογράφος που έτρωγε αμέριμνα και δέχθηκε επίθεση, αλλά οικογένεια και ένα παιδί, η κυβέρνηση θα κρατούσε τα προσχήματα. Θα έβγαζε μια ανακοίνωση στην οποία θα έλεγε τα αυτονόητα, ότι δεν είναι δυνατόν οι δημοσιογράφοι να δέχονται επιθέσεις… Καμιά ανακοίνωσε δεν έβγαλε ούτε το ΠΑΣΟΚ».
«Γράφω για αυτόν που καταλαβαίνει ότι οι αντιθέσεις πρέπει να συνθέτουν την ζωή και τον πολιτισμό μας, η Δημοκρατία είναι αδιαπραγμάτευτος και όχι σχετικός όρος και αξίζει ως κοινωνία να λύνουμε προβλήματα για να μην παραδοθούμε στη ζούγκλα και τη βαρβαρότητα», ανέφερε επίσης στην αρχή.
«…Όταν δημοσιοποίησα τα γεγονότα, υπήρξε ένα κύμα συμπαράστασης. Τα περισσότερα Μέσα Ενημέρωσης γνωστοποίησαν τα γεγονότα, η ΕΣΗΕΑ έβγαλε σκληρή ανακοίνωση και ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε πολιτική διάσταση στο θέμα. Πολιτική άποψη εξέφρασα και εγώ με δηλώσεις μου. Όταν η δημοσιογραφία έχει απαξιωθεί, όταν η ερευνητική δημοσιογραφία έχει ποινικοποιηθεί, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός αποκαλεί δημοσιογράφους που κάνουν τη δουλειά τους ως εγκληματίες γιατί τον κρίνουν, είναι θέμα χρόνου κάποιος τραμπούκος να σηκώσει χέρι ή να πατήσει μια σκανδάλη. Η άποψη αυτή που έχει παγιωθεί για να μην χρειαστεί να απολογούνται τα πολιτικά πρόσωπα, τον νομιμοποιεί να κάνει τα χειρότερα…».
ΚΑΤΑΔΙΚΗ
Η ΕΣΗΕΑ, με ανακοίνωση που εξέδωσε το Δ.Σ. της, αναφέρει ότι η «χειροδικία δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο καθήκον των ανθρώπων της ενημέρωσης να υπηρετούν την αρχή της δημοσιότητας. Η ελευθερία του Τύπου δε φιμώνεται».
Η ίδια ανακοίνωση «καταδικάζει την επίθεση εναντίον του Κώστα Βαξεβάνη και μελών της οικογένειάς του από επιχειρηματία, το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στη λίστα Λαγκάρντ».
Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (ΙΡΙ) καταδίκασε επίσης την επίθεση και ζήτησε από τις ελληνικές Αρχές να ταυτοποιήσουν, να συλλάβουν και να τιμωρήσουν τον δράστη.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην ιστοσελίδα Mapping Media Freedom, «το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, και το ΚΚΕ, καταδίκασαν την επίθεση. Το κυβερνόν κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΕΛΚ) και οι σοσιαλιστές (ΠΑΣΟΚ) δεν έκαναν καμία επίσημη ανακοίνωση».
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, καταδίκασε επίσης την επίθεση. «Το μέγεθος της αθλιότητας του συγκεκριμένου τραμπούκου είναι τέτοιο, ώστε δε δίστασε να επιτεθεί στον Κώστα Βαξεβάνη μπροστά στη μικρή του κόρη και να οδηγήσει στον τραυματισμό μέλους της οικογένειας του», ανέφερε το σχετικό ανακοινωθέν, προσθέτοντας:
«Είναι μια ακόμη επίθεση κατά δημοσιογράφου, με προφανή στόχο την εκδίκηση για την ερευνητική του δουλειά αλλά και τον εκφοβισμό του. Και είναι ένα ακόμη περιστατικό που επιβεβαιώνει το πλήγμα που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα η ελευθερία του Τύπου. Θεωρούμε δεδομένη την άμεση παρέμβαση των αρχών για την σύλληψη του άθλιου τραμπούκου και την τιμωρία του».
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κάλεσε όλες τις πολιτικές δυνάμεις «να καταδικάσουν απερίφραστα αυτή την άθλια επίθεση που στρέφεται κατά της ελευθερίας του Τύπου και εντέλει κατά της ίδιας της δημοκρατίας».
Με ανακοίνωσή του το ΚΚΕ «καταδικάζει τη βίαιη επίθεση που δέχτηκε ο δημοσιογράφος Κ. Βαξεβάνης και η οικογένειά του».
Επίσης τονίζει πως «πρόκειται για μια απαράδεκτη και τραμπούκικη ενέργεια, που στρέφεται εναντίον της δημοσιογραφικής ελευθερίας».
Με τον κ. Βαξεβάνη μας χωρίζει «πολιτικό χάος» ανέφερε η «Ελληνική Λύση», προσθέτοντας ότι «αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα ανεχτούμε άνανδρες επιθέσεις ειδικά κατά γυναικών και μικρών παιδιών. Όπως δεν ανεχτήκαμε δολοφονίες και δολοφονικές επιθέσεις κατά δημοσιογράφων, ακόμα και όταν αυτοί ‘κατέκριναν’ την ‘Ελληνική Λύση’».
«Οι πολιτικές διαφορές επιλύονται στο Κοινοβούλιο. Οι ποινικές, στη Δικαιοσύνη».