Κατά την τελευταία του ομιλία ως διοικητής της Αποθεματικής Τράπεζας της Αυστραλίας, ο Δρ Philip Lowe, κάλεσε σε μία πιο «μετρημένη» και «τεκμηριωμένη» συζήτηση, γύρω από σημαντικές αποφάσεις, όπως αυτές για τα επιτόκια εν μέσω υψηλού πληθωρισμού «αντί για βιτριόλι, προσωπικές επιθέσεις και ‘clickbait’» («πιασιάρικους» τίτλους στο διαδίκτυο απλά για το «κλικ»).

Η θητεία του κ. Lowe λήγει στις 17 Σεπτεμβρίου και μετά από επτά χρόνια στο τιμόνι της RBA τον διαδέχεται η αναπληρώτριά του Michele Bullock.

Ο ίδιος, ως γνωστόν δέχθηκε σκληρή κριτική για τις αυξήσεις των επιτοκίων, ειδικά αφού είχε δηλώσει στο πρόσφατο παρελθόν, ότι ως είχαν τουλάχιστον οι συνθήκες εκείνο τον καιρό, αυτές δε θα συνέβαιναν για κάποια χρόνια, με πολλούς δανειολήπτες να βρίσκονται εντέλει με την πλάτη στον τοίχο.

«Η εμπειρία μου εδώ αναδεικνύει τις δυσκολίες της επικοινωνίας στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ψηφιακής εποχής», δήλωσε ο Δρ Lowe.

«Παρά τις δυσκολίες αυτές, αισθανόμουν πάντα την ευθύνη να εξηγώ σύνθετες ιδέες, καθώς και τα συμβιβαστικά και τις αβεβαιότητες που αντιμετωπίζουμε».

«Γνωρίζω ότι ορισμένες από τις εξηγήσεις μου έχουν χάσει τον στόχο. Αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν ευθύνη».

«Η άποψή μου είναι ότι θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα αν η δημόσια σφαίρα γεμίσει με γεγονότα και αποχρώσεις και τεκμηριωμένη συζήτηση, αντί για βιτριόλι, προσωπικές επιθέσεις και ‘clickbait’ … Ως κοινωνία, έχουμε δουλειά να κάνουμε σε αυτό».

Η ομιλία του στο Ίδρυμα Anika είχε τίτλο «Ορισμένες καταληκτικές παρατηρήσεις».

«Υπάρχουν πολλές … δηλώσεις που έχουν αποδοθεί σε μένα, όπως: η υπόσχεση ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν μέχρι το 2024, όλοι πρέπει να βρουν έναν συγκάτοικο, οι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται περισσότερες ώρες για να τα βγάλουν πέρα και οι νέοι ενήλικες πρέπει να μείνουν στο σπίτι λόγω της κρίσης των ενοικίων», είπε.

«Ωστόσο, δεν αναφέρθηκα σε αυτά».

Αναλογιζόμενος την πρόκληση που έθεσε η πανδημία COVID-19, ο Δρ Lowe δήλωσε ότι η RBA και η κυβέρνηση παρείχαν υπερβολική οικονομική στήριξη, αλλά πρόσθεσε ότι το συμπέρασμα αυτό ήταν δυνατό μόνο με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης.

«Αυτή η προσέγγιση λειτούργησε. Η αυστραλιανή οικονομία απέφυγε να πέσει στην άβυσσο και στη συνέχεια ανέκαμψε καλά».

«Εκ των υστέρων, η άποψή μου είναι ότι κάναμε πάρα πολλά».

«Κάποια πράγματα κάναμε σωστά, αλλά άλλα πράγματα κάναμε λάθος».

Ακόμη, σχολίασε το ρόλο των επιτοκίων στην αγορά κατοικίας.

«Τα επιτόκια επηρεάζουν τις τιμές των κατοικιών, αλλά δεν είναι ο λόγος που η Αυστραλία έχει ένα από τα υψηλότερα κόστη στέγασης στον κόσμο», είπε.

Αντίθετα, το υψηλό κόστος στέγασης στην Αυστραλία είναι ένα «σοβαρό οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα» που πηγάζει από μια σειρά επιλογών που έγιναν «ως κοινωνία».

«Επιλογές σχετικά με το πού ζούμε, πώς σχεδιάζουμε τις πόλεις μας, και πώς χωροθετούμε και ρυθμίζουμε την αστική γη, πώς επενδύουμε και σχεδιάζουμε τα συστήματα μεταφορών, και πώς φορολογούμε τη γη και τις επενδύσεις σε κατοικίες».