Αυξάνεται διαρκώς ο μέσος όρος της ηλικίας που οι νέοι στην Ελλάδα εγκαταλείπουν το σπίτι των γονιών τους.
Ένα φαινόμενο που ναι μεν έχει «κοινωνικές ρίζες», αλλά επιδεινώνεται από τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν.
Όχι, τυχαία άλλωστε και στην Αυστραλία -μετά την πανδημία και εν μέσω κόστους ζωής- σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του Australian Institute of Family Studies (AIFS), οι νέοι ηλικίας 20-24 ετών που ζουν με τους γονείς τους -ειδικά αυτοί που προέρχονται από πολιτισμικά διαφορετικά υπόβαθρα, όπως την Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, αλλά και τη Νότια και Ανατολική Ευρώπη- είναι πλέον περισσότεροι από ποτέ.
Για την Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat (της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας), οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό τους κατά μέσο όρο σε ηλικία 30,7 ετών, σχεδόν 4 χρόνια μετά από τον μέσο όρο του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (26,4 χρόνια).
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Νέου Κόσμου» και πολλοί ομογενείς έως και την ηλικία των 30, αναγκάζονται πλέον να ζουν στα πατρικά τους, ως αποτέλεσμα των οικονομικών δυσχερειών (γενικευμένη ακρίβεια, ενοίκια και επιτόκια στα ύψη και τιμές κατοικίας απλησίαστες).
Πιο συγκεκριμένα, όπως ανακοίνωσε η Eurostat, ο υψηλότερος μέσος όρος, 30 ετών και άνω, καταγράφηκε στην Κροατία (33,4 έτη), τη Σλοβακία (30,8), την Ελλάδα (30,7), τη Βουλγαρία και την Ισπανία (και οι δύο 30,3), τη Μάλτα (30,1) και την Ιταλία (30,0).
Αντίθετα, οι χαμηλότερες μέσες ηλικίες, όλες κάτω των 23 ετών, καταγράφηκαν στα βόρεια, στη Φινλανδία (21,3 έτη), τη Σουηδία (21,4), τη Δανία (21,7) και την Εσθονία (22,7).
Σε διάστημα 10 ετών, η μέση ηλικία των νέων που εγκαταλείπουν το σπίτι των γονιών τους αυξήθηκε σε 14 χώρες της Ε.Ε., κυρίως στην Κροατία (+1,8 έτη), στην Ελλάδα (+1,7) και στην Ισπανία (+1,6).
Το 2012, ο χαμηλότερος μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν στη Σουηδία, όπου οι νέοι εγκατέλειψαν το γονικό τους σπίτι σε ηλικία 19,9 ετών, ωστόσο, σε 10 χρόνια ο μέσος όρος αυξήθηκε κατά 1,5 έτος.
Μεταξύ 2012 και 2022, ο μέσος όρος ηλικίας διέφερε ελαφρώς, με το χαμηλότερο να είναι τα 26,2 έτη (2019) και το υψηλότερο τα 26,5 (2012, 2014, 2020 και 2021).
Κατά μέσο όρο, οι άνδρες εγκαταλείπουν το γονικό σπίτι αργότερα από τις γυναίκες ( άνδρες σε ηλικία 27,3 ετών και γυναίκες σε ηλικία 25,4 ετών το 2022).
Αυτή η διαφορά παρατηρήθηκε σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., δηλαδή οι νεαρές γυναίκες εγκατέλειψαν το γονικό σπίτι κατά μέσο όρο νωρίτερα από τους νεαρούς άνδρες.
Οι άνδρες εγκατέλειψαν το γονικό τους σπίτι, κατά μέσο όρο, μετά την ηλικία των 30 ετών σε 9 χώρες (Κροατία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Σλοβακία, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Σλοβενία και Πορτογαλία), ενώ αυτό ισχύει για τις γυναίκες σε μία μόνο χώρα: την Κροατία.
Το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των φύλων βρέθηκε στη Ρουμανία, όπου οι νέοι άνδρες έφυγαν στα 29,9 έτη και οι γυναίκες στα 25,4 έτη (4,5 έτη διαφορά μεταξύ των φύλων), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (4,1 έτη διαφορά), με τους άνδρες να φεύγουν από το πατρικό στα 32,3 έτη και τις γυναίκες στα 28,2 έτη.
Αντίθετα, το Λουξεμβούργο (0,5 έτη διαφορά), η Σουηδία (0,6), η Δανία και η Μάλτα (και οι δύο 0,7) κατέγραψαν τις μικρότερες διαφορές μεταξύ νεαρών ανδρών και γυναικών που εγκαταλείπουν το γονικό σπίτι.
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Για ορισμένους, αν ζει κανείς με τους γονείς του από μία ηλικία και μετά, θεωρείται ότι δεν μπορεί «να τα καταφέρεις στον πραγματικό κόσμο» και ουκ ολίγες φορές κρίνεται ως «τεμπέλης», «ανοργάνωτος» και «εξαρτημένος».
Καθώς όμως το κόστος ζωής έχει ξεφύγει, πολλοί κρίνονται ως «πρακτικοί», «οικονομικά αποδοτικοί» και «ρεαλιστές» καθώς απλά δεν έχουν άλλη επιλογή.
Η έρευνα Household, Income and Labour Dynamics in Australia (HILDA) του Melbourne Institute η οποία παρακολουθεί τη ζωή περισσότερων από 17.000 Αυστραλών κάθε χρόνο από το 2001 κατέγραφε αύξηση των νέων ενηλίκων που μένουν στο πατρικά τους, πριν ακόμη την πανδημία και την εκτίναξη του πληθωρισμού.
Τα στοιχεία έδειχναν ότι ο μέσος όρος ηλικίας των ανδρών που έφευγαν από τη γονεϊκή εστία ήταν περίπου 24 ετών το 2019, από κοντά στα 23 πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες. Για τις γυναίκες, η μέση ηλικία «αποχώρησης» το 2019 ήταν μετά τη συμπλήρωση των 23 ετών, σε σύγκριση με πιο κοντά στα 22 το 2002.
Τα στοιχεία από την Απογραφή του 2021 που έδωσε στη δημοσιότητα η Στατιστική Υπηρεσία της Αυστραλίας (ABS) έδειξαν ότι υπήρχαν 456.543 άτομα ηλικίας 25 έως 34 ετών που ζούσαν ακόμη με τους γονείς τους.
Πρόκειται για αύξηση σχεδόν 17% από την έρευνα του 2016 και η τάση αυτή φαίνεται πως αυξήθηκε εδώ και δύο χρόνια, ανάλογα με την εκτίναξη της ακρίβειας.
Ακόμη, στα τέλη Ιουνίου, το Australian Institute of Family Studies (AIFS), επεσήμανε ότι περισσότεροι από ποτέ είναι στην Αυστραλία οι νέοι, ηλικίας 20-24 ετών, που ζουσαν με τους γονείς τους, ειδικά αυτοί που προέρχονται από πολιτισμικά διαφορετικά υπόβαθρα.
Τα στοιχεία αφορούσαν μάλιστα την περίοδο έως το 2021, πριν ο πληθωρισμός -το 2022 και το 2023- κλιμακώσει το κόστος ζωής σε επίπεδα ρεκόρ και πολλούς νέους όχι να μη σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν τα πατρικά τους, αλλά να επιστρέφουν κιόλας για να τα βγάλουν πέρα (ή επειδή δεν έβρισκαν προσιτή οικονομικά κατοικία να νοικιάσουν).
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία του AIFS, το ποσοστό των νέων ανδρών, 20-24 ετών, που ζουν με τους γονείς τους αυξήθηκε στο 51% το 2021, από 46% που ήταν το 2006, ενώ για τις νέες αυτής της ηλικιακής ομάδας, ανήλθε στο 43% από 36%, την αντίστοιχη περίοδο.
Τη μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με το 2006, κατέγραψε το ποσοστό των 19χρονων που ζούσαν με τους γονείς τους το 2021, στο 72% (+9%).
Οι νέοι -γεννημένοι στην Αυστραλία- άνδρες και γυναίκες από πολιτισμικά διαφορετικά υπόβαθρα, όπως η Ασία, η Μέση Ανατολή, η Βόρεια Αφρική και η Νότια και Ανατολική Ευρώπη, ήταν πιο πιθανό να ζουν με τους γονείς τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η συν-συγγραφέας της έκθεσης, Δρ Lixia Qu (AIFS), δήλωσε ότι παρόλο που οι νέοι που ζουν με τους γονείς τους αυξάνονται σταδιακά, επί πολλά χρόνια, την τελευταία πενταετία (2016-2021) κατέγραψε την πιο απότομη άνοδο των τελευταίων δεκαετιών.
Οι νέοι ηλικίας 20 έως 24 ετών που ζούσαν με τους γονείς τους είχαν περίπου διπλάσιες πιθανότητες να έχουν προσωπικό εισόδημα κάτω από 16.000 δολάρια ετησίως, σε σύγκριση με εκείνους που δε ζούσαν με τους γονείς τους (28% έναντι 15%).
Μεταξύ εκείνων που ζούσαν με τους γονείς τους ηλικίας 25 έως 29 ετών, το 37% είχε εισόδημα κάτω από 34.000 δολάρια ετησίως, σε σύγκριση με μόλις το 17% εκείνων που δε ζούσαν με τους γονείς τους.