Η τελευταία επιθυμία του Γιώργου Ζάγκαλη ήταν να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του στο λατρεμένο χωριό του.

Την επιθυμία του πραγματοποίησε η κόρη του Βάσω, που αυτόν τον καιρό βρίσκεται στην Ήπειρο, όπως μα γράφει ο Αντώνης Πάσχος στο ακόλουθο κείμενο:

«Το χωριό Δρυμάδες έχει λίγα σπίτια και λιγοστούς κατοίκους. Την εποχή πριν τον πόλεμο του 1940 και τη Γερμανική κατοχή έσφυζε από ζωή. Μπορεί να φεύγαν και τότε οι κάτοικοι για δουλειές στα «ξένα» αλλά πάντα γύριζαν στο χωριό. Όπως γύριζε και ο παππούς του Γιώργου, Παντελής Ζάγκαλης απ’ τη Σμύρνη που εργαζόταν πριν την καταστροφή του 1922. Ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στη συνέχεια η αναγκαστική προσφυγιά και η συνεπακόλουθη εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση με αποτέλεσμα να ερημώσει το χωριό. Την ίδια δηλαδή τύχη που είχαν όλα τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου.

Το χωριό Δρυμάδες στην Ήπειρο βρίσκεται πολύ κοντά στην Αλβανία και σε υψόμετρο 1050 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, 10 λεπτά με τα πόδια απ΄ τα αλβανικά σύνορα.

Απ’ το χωριό αυτό καταγόταν ο γνωστός συνδικαλιστής Γιώργος Ζάγκαλης.

Η φωτογραφία της Σμύρνης – ο παππούς της Βάσως ο Παντελής – είναι το νεαρό αγόρι στο μέτωπο. Ο αδερφός του πατέρα του σκοτώθηκε στη Σμύρνη – το 1922.

Ο Γιώργος Ζάγκαλης πέρασε εκεί μόνο 17 χρόνια απ’ τη ζωή του. Ωστόσο οι μνήμες για τον τόπο που γεννήθηκε και η οικογενειακή θαλπωρή που είχε όταν μεγάλωνε σημάδεψαν την ταυτότητά του και την κατοπινή του ζωή.

Το 1990 ο αείμνηστος Γιώργος Ζάγκαλης έκανε ένα όνειρο πραγματικότητα. Πήγε στο χωριό Δρυμάδες και πάνω στα ερείπια του σπιτιού που είχε μεγαλώσει έχτισε ένα μικρό αλλά όμορφο σπιτάκι. Μπροστά στο σπιτάκι υπάρχει μια μικρή μαρμάρινη επιγραφή που αναφέρει:

«ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΤΟ 1990 ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΜΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑΝΤΙΑΣ ΖΑΓΚΑΛΗ.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ»

Η οικογένεια Ζάγκαλη ήταν οχταμελής. Είναι μια σύγχρονη τραγωδία όπως και δεκάδων χιλιάδων άλλων οικογενειών που υπέφεραν τα πάνδεινα από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις που επέβαλαν στην Πατρίδα μας οι Αγγλο-Αμερικάνοι και οι υποτελείς ξενόδουλες κυβερνήσεις.

Τα δυο αδέρφια και η μάνα τους Κωσταντία στη Σοβιετική Ένωση. Ο πατέρας στην Ελλάδα. Η αδερφή Βάσω πέθανε στα 16 λόγω έλλειψης στοιχειωδών φαρμάκων. Αυτής το όνομα πήρε η κόρη του Γιώργου και της Καβέλ. Ο Γιώργος για να αποφύγει το στρατό και τη σίγουρη «μετάθεση» στη Γυάρο και στη Μακρόνησο ήρθε στην Αυστραλία με την αδερφή του την Τασία. Αργότερα φέραν και τον πατέρα τους Παντελή στην Αυστραλία και πέθανε εδώ. Η Κωσταντία- η γιαγιά της Βάσως Ζάγκαλη- είχε πεθάνει στην Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης.

Το 1990 με την επιστροφή των δυο αδερφών απ’ τη Σοβιετική Ένωση κτίστηκε το πατρικό σπίτι στο χωριό Δρυμάδες και έγινε μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες η επανασύνδεση της οικογένειας. Μεταφέρθηκαν τα οστά της Κωσταντίας απ την Τασκένδη, οι στάχτες του Παντελή -του άντρα της απ’ τη Μελβούρνη- και θάφτηκαν στους «Αγίους Τόπους», στο χωριό τους.

Έκτοτε το σπίτι στις Δρυμάδες έγινε σημείο αναφοράς. Έγινε μνημείο για ΄λαϊκό προσκύνημα κι εκεί πέρασε πολλά καλοκαίρια ό Γιώργος Ζάγκαλης μαζί με την αγαπητή Καβέλ.

Στο σπίτι -μας πληροφορεί η Βάσω Ζάγκαλη- υπάρχει το ψυγείο που είχαν φέρει τα αδέρφια του Γιώργου απ’ τη Ρωσία και μετά από τόσες δεκαετίες δουλεύει ακόμα σαν ελβετικό ρολόϊ. «Αντέχει ακόμα» λέει η Βάσω. Όπως αντέχουν ακόμα και οι παλιές φωτογραφίες κρεμασμένες μέσα στο σπίτι να μας θυμίζουν τις ρίζες μας, την ιστορία μας και να πατάμε γερά στα πόδια μας!

Αυτές τις μέρες βρίσκεται εκεί η Βάσω με την οικογένειά της και τη μητέρα της την Καβέλ. Πήγαν τις στάχτες του Γιώργου και τις εναπόθεσαν στις 24 Σεπτεμβρίου στον κοινό οικογενειακό τάφο.

«Δύο χρόνια και πέντε μήνες μετά το θάνατό του, λέει η Βάσω Ζάγκαλη, ολοκληρώσαμε την τελευ-ταία επιθυμία του πατέρα μου, και πήραμε τις στάχτες του στο χωριό που γεννήθηκε στης 15 Ια-νουαρίου το 1931. Έζησε μόνο λίγα χρόνια στο χωριό αλλά σπουδαία χρόνια για την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του που σημάδεψαν όλη του τη μετέπειτα ζωή.

Ψυγείο της ΕΣΣΔ

«Ο Μπαμπάς μου γεννήθηκε σε ένα χωριό χωρίς ηλεκτρικό, με νερό που πήγαζε απ’ την πηγή και το κουβαλούσαν με τις στάμνες. Για να επιβιώ-σουν είχαν τα αιγοπρόβατα και λίγη καλλιεργήσι-μη γη για σιτάρι που το αλέθανε να γίνει αλεύρι και να φτιάχνουν το ψωμί τους.

Κάναμε μια μικρή τελετή στο χωριό, ένα μνημό-συνο. Ένας ξάδελφός μου, ο Παναγιώτης Σικάρας, ήρθε από την Αθήνα, να παραβρεθεί στην συγκέ-ντρωση και το εκτίμησα ιδιαίτερα. Ήρθε επίσης και ένας συνομήλικος συμμαθητής του πατέρα μου που με συγκίνησε αφάνταστα.

Ανάφερε ότι ανήκαν σε διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις αλλά αυτό δεν επηρέαζε την πάρα πολύ καλή φιλία και την εκτίμηση που είχε ο ένας για τον άλλον.

Ένας άλλος ομιλητής στο μνημόσυνο ήταν ο Παναγιώτης Τσούνης από το διπλανό χωριό την Πω-γώνιανη. Αυτός επικεντρώθηκε στην μεγάλη επι-στροφή – την επιστροφή στην Ιθάκη. Δεν μπόρεσε να έρθει ο ίδιος όταν ήταν στη ζωή αλλά εκπλη-ρώθηκε η επιθυμία του οι στάχτες του να έρθουν στη γενέθλια γη, στο αγαπημένο του χωριό Δρυ-μάδες που πάντα υπερηφανευόταν γι’ αυτό.

Είμαι υπερήφανη για την προσφορά του πατέρα μου με το γνωστό κοινωνικό έργο στην Αυστραλία που εκτιμήθηκε απ’ το συνδικαλιστικό κίνημα και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.Η ζωή του πατέρα μου διακρίνονταν για την ανιδιοτελή του προσφο-ρά στους αγώνες για τα δικαιώματα των προσφύ-γων, για πρόσβαση των μεταναστών στο ραδιό-φωνο και την τηλεόραση, για τον πολυπολιτισμό, για τη διδαχή των γλωσσών των μεταναστών στα κρατικά σχολεία και γενικά για τα δικαιώματα τον εργαζομένων.

Ευχαριστώ πατέρα – είμαι υπερήφανη για σένα και δεν θα σε άλλαζα με κανέναν!»

Στην Ελλάδα η Βάσω θα μείνει μερικούς μήνες. Έγραψε να πάνε τα παιδιά της-η Γεωργία και ο Άρης- στο δημοτικό σχολείο στο Καλπάκι. Της ευχόμαστε να περάσουν καλά και να γυρίσουν τα παιδιά της πίσω στην Αυστραλία ξεφτέρια στα Ελληνικά.

Οικογενειακή ταυτότητα