Στην προτελευταία θέση υποχώρησε η Μελβούρνη στην κατάταξη προτίμησης των επενδυτών ακινήτων ανά την Αυστραλία, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία ένας στους τέσσερις ιδιοκτήτες πούλησε πέρυσι τουλάχιστον ένα ενοικιαζόμενο σπίτι ή διαμέρισμα που κατείχε στη Βικτώρια.
Πιο συγκεκριμένα, όπως επεσήμανε η Property Investment Professionals of Australia (PIPA), συνολικά 217.000 κατοικίες-επένδυση πωλήθηκαν σε εθνικό επίπεδο κατά τη διάρκεια του 2022 και εκτιμάται ότι έως και το 38% των επενδυτών σχεδιάζουν να πουλήσουν ένα σπίτι ή διαμέρισμα τους επόμενους 12 μήνες, ένα ποσοστό διπλάσιο από αυτό που προβλεπόταν μερικούς μήνες πριν.
Η πρόεδρος της PIPA, Nicola McDougall ανέφερε ότι οι επενδυτές έχουν επίσης «πληγεί σκληρά από τις αυξήσεις των επιτοκίων» και για να τα βγάλουν πέρα με τις διαρκώς αυξανόμενες δόσεις αποπληρωμής δανείων ή εν γένει με το κόστος ζωής που βρίσκεται στα ύψη, σπεύδουν να πουλήσουν.
Έτσι αντί για τα ενοίκια κάθε μήνα (παρότι αυτά έχουν αυξηθεί σημαντικά), να λάβουν ένα μεγαλύτερο ποσό «με τη μία», την ώρα που οι τιμές ακινήτων παραμένουν υψηλά.
Ο αριθμός των επενδυτών που σκέφτεται να πουλήσει μέσα στο επόμενο έτος βρίσκεται σε «τρομακτικά» επίπεδα, επεσήμανε η κα McDougall.
«Πολλοί επενδυτές έχουν (ήδη) πουλήσει … και θα ήταν υπέροχο να δούμε περισσότερους από αυτούς να επιστρέφουν στην αγορά», είπε. «Αλλά», πρόσθεσε, «δεν το περιμένω αυτό με το τι συμβαίνει σε αυτήν τη συγκυρία στη χώρα».
«Οι επενδυτές έχουν πουλήσει, σε μεγάλους αριθμούς, επειδή αισθάνονται ότι έχουν χάσει τον έλεγχο του περιουσιακού τους στοιχείου και προς το παρόν δε βλέπουμε ότι θα επιστρέψουν στην αγορά στους αριθμούς που θα έπρεπε».
Σε εθνικό επίπεδο, μόνο το 55% των επενδυτών απάντησε ότι σκέφτεται να αγοράσει ακίνητο το επόμενο έτος, από 62% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2021.
Η έρευνα της PIPA αφορά 1.724 επενδυτές σε όλη την Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένων 538 στη Βικτώρια, όπου διαπιστώθηκε ότι η αύξηση στους φόρους ακίνητης περιουσίας αποτέλεσε το μεγαλύτερο «κίνητρο πώλησης» για τους επενδυτές, ενώ αποτέλεσε «παράγοντα» για το 47% των πωλήσεων σε εθνικό επίπεδο.
Ως προς τους λόγους πώλησης, ακολουθούσαν οι αλλαγές στη νομοθεσία για τις μισθώσεις, με 43%, και το αυξανόμενο κόστος αποπληρωμής δανείων, με 40,1%.
Όπως επεσήμανε η Herald Sun, κάποια χρόνια πριν, το 2017, σχεδόν το ένα τρίτο των επενδυτών θεωρούσε ότι η Μελβούρνη ήταν το δεύτερο καλύτερο μέρος της Αυστραλίας για αγορά, πίσω μόνο από το Μπρίσμπαν.
Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί πλέον σε μόλις 4%, με μόνο το Χόμπαρτ να κατατάσσεται χαμηλότερα μεταξύ των πρωτευουσών Πολιτειών.
Ο διευθυντής του Property Investors Council of Australia, Ben Kingsley, ανέφερε η κυβέρνηση της Βικτώριας θα πρέπει να ανησυχεί «πολύ», καθώς οι επενδυτές αισθάνονται πλέον ότι δεν αξίζει να επενδύσουν σε σχέση με αυτά που θα βγάλουν (juice isn’t worth the squeeze).
«Είναι ξεκάθαρο ότι οι επενδυτές κατατάσσουν τη Βικτώρια ως το χειρότερο μέρος για να επενδύσουν σήμερα», δήλωσε ο κ. Kingsley.
«Αυτό θα τους στρέψει σε άλλες Πολιτείες ή στο να αποφύγουν την ιδιοκτησία ως περιουσιακό στοιχείο. Και αυτό είναι πολύ ανησυχητικό για τη μελλοντική προσφορά κατοικιών προς ενοικίαση».
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της PropTrack το ποσοστό διαθέσιμων κατοικιών στη Μελβούρνη μειώθηκε στο 1,19% τον Αύγουστο, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγράψει ποτέ η εν λόγω εταιρεία.
Η ίδια εταιρεία επεσήμανε ότι εν γένει οι ιδιοκτήτες κάνουν… έξωση στους εαυτούς τους από την αγορά ακινήτων της Βικτώριας σε ποσοστό που είναι το υψηλότερο τουλάχιστον από το 2018.
Ειδικότερα, η PropTrack ανέφερε ότι περίπου το 29% των πωλήσεων σε ολόκληρη την Πολιτεία τον Ιούνιο ήταν ιδιοκτήτες που αποχωρούσαν.
Επίσης, η «έξοδος» ήταν τόσο ακραία που λιγότερα από τα μισά σπίτια που πωλούνταν από επενδυτές αντικαθίσταντο από νέες επενδύσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τους ενοικιαστές.
Σύμφωνα δε με την Herald Sun, «μαμάδες και μπαμπάδες» επενδυτές (οικογένειες, μεταξύ των οποίων και πολλές ομογενών και όχι μεγάλες εταιρείες) αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% των ιδιοκτητών ακινήτων της Βικτώριας.
Η συζήτηση για «αποχώρηση» μεγάλου αριθμού επενδυτών καταγράφεται την ίδια στιγμή που νέα ανάλυση δείχνει ότι αποσύρονται επίσης από την κατασκευή νέων ενοικιαζόμενων κατοικιών.
Στα θετικά για τους επενδυτές σε ακίνητα είναι ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απέκλεισε το «πάγωμα» των ενοικίων και την επιβολή ανώτατων ορίων σε αυτά, αλλά παραμένει «άγνωστο» αν θα βοηθήσει στο να ανακοπή η τάση της «εξόδου».
Ο κ. Kingsley εκτιμά πάντως ότι η Βικτώρια θα καταγράψει από τις μεγαλύτερες πωλήσεις επενδυτών στη χώρα τους επόμενους 12 μήνες καθώς από την 1η Ιανουαρίου τίθεται σε ισχύ η νέα φορολογία.
Ως γνωστόν, κάτοχοι ακινήτων προς ενοικίαση (landlords), ιδιοκτήτες εξοχικών κατοικιών (holiday-home owners) και μεγάλες επιχειρήσεις της Πολιτείας, καλούνται να πληρώσουν τον «λογαριασμό» για την πανδημία COVID-19, στο πλαίσιο ενός δεκαετούς σχεδίου «δημοσιονομικής εξυγίανσης» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Andrews με τον προϋπολογισμό.
Πιο συγκεκριμένα, το κατώτατο όριο για τον φόρο ακινήτου (land tax) στη Βικτώρια – που δεν ισχύει για την οικογενειακή κατοικία – θα μειωθεί από 300.000 δολ. σε 50.000 δολ.
Ακόμη, μία ετήσια επιβάρυνση 500 δολ. θα ισχύει για ακίνητα αξίας μεταξύ 50.000 δολ. και 100.000 δολ. στο πλαίσιο της 10ετούς αυτής εισφοράς.
Επιβάρυνση 975 δολ. θα εφαρμοστεί για ακίνητα αξίας μεταξύ 100.000 δολ. και 300.000 δολ., ενώ οι συντελεστές φόρου (land tax rates) για ακίνητα άνω των 300.000 δολ. θα αυξηθούν κατά 975 δολάρια συν 0,1% της αξίας της γης (land’s value).
Η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα επηρεαστούν άμεσα περίπου 860.000 ιδιοκτήτες (landowners), αλλά οι συνέπειες, όπως προαναφέρθηκε είναι πολλές σε όλο τον «κύκλο» της αγοράς και ενοικίασης κατοικιών.
Σημειώνεται ακόμη, ότι σύμφωνα με την έρευνα Finder’s Consumer Sentiment Tracker, στα τέλη Αυγούστου, δύο στους πέντε (40%) επενδυτές ακινήτων δυσκολεύονταν να συμβαδίσουν με την «εκτίναξη» των αποπληρωμών των στεγαστικών δανείων και ανησυχούν ότι θα πρέπει να πουλήσουν την επενδυτική τους κατοικία.