ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ Πρώτο: Θα ‘ταν χειμώνας του 2018 φεύγοντας από το Αμφιθέατρο Λεβέντη στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μετά από μια ενδόμυχη παράσταση της ιντελιγκέντσιας της Λευκωσίας. Μαζί κουβεντιάζαμε με έναν νεαρό Κύπριο ακαδημαϊκό που προμελετούσε καριέρα στο εξωτερικό… Γερμανία, Γαλλία, Αμερική, δε θυμάμαι. Κοινωνιολόγος, ανθρωπολόγος, ιστορικός… Θα σε γελάσω.. Η κουβέντα πήγε στους πρόσφυγες. Εκείνος αναφερόταν στους μετανάστες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής που κατακλύσαν την Κύπρο… Εγώ επέμενα στο να στρέψω την προσοχή του στους Κύπριους πρόσφυγες… Ξέρεις, τα θύματα της τουρκικής εισβολής του 1974, και γιατί όχι των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων του 1964 και βάλε. Οπότε, σε μια στιγμή μου αμολάει την ατάκα… «Μα δεν υπάρχουν πλέον (Κύπριοι) πρόσφυγες στην Κύπρο!» Θα πρέπει να ομολογήσω μου κακοφάνηκε λίγο. Ήθελα να του πω «Δεν πάμε μια βόλτα 15-20 λεπτά να σου δείξω τους προσφυγικούς συνοικισμούς στο Πλατύ Αγλαντζιάς, του Στροβόλου 2 και 3, στις «Κόκκινες» Στροβόλου, της Ανθούπολης ή του Αποστόλου Ανδρέα στα Λατσιά… Μετά το μετάνιωσα. Βρε «λεβέντη», εγώ θα σου μάθω τον τόπο σου! Μα γιατί εκπλήσσεσαι; Εδώ αντιπρόσωποι της Κυπριακής Δημοκρατίας ξαφνιάστηκαν όταν στην προσάρτηση κοινοβουλευτικού προγράμματος εισηγήθηκε να επισκεφθούν συνοικισμό προσφύγων. «Γιατί; Για ποιον λόγο; Δεν χρειάζεται!» Περιττά τα σχόλια, νομίζω. Πάμε παρακάτω.
Περιστατικό Δεύτερο: Ολοταχώς-μπροστά κατά 5 χρόνια στο Συνεδριακό Κέντρο της Βρισβάνης, όπου διεξάγεται το Εθνικό Συνέδριο του Εργατικού Κόμματος Αυστραλίας. Σε ένα προσυνεννοημένο πηγαδάκι για να συζητήσουμε κάτι τροποποιήσεις της πλατφόρμας περί προσφύγων, έθεσα μια πρόνοια ώστε η Αυστραλία να υποστηρίξει, ως αναφαίρετο δικαίωμα, την «επιστροφή όλων των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες υπό συνθήκες ασφάλειας, ελευθέριας και σεβασμού». Μάλιστα, για να το κάνω πιο προσιτό, το προσδιόρισα ως «θέμα αρχής», έτσι ώστε να επιτραπεί χώρος μετατόπισης στην πολιτική εφαρμογή. Για κάποιο όμως λόγο, η πρότασή μου δημιούργησε αμηχανία και σύγχυση στους συνομιλητές μου. Δεν το έπιαναν. Πρώτη φορά άκουγε γι’ αυτή την έννοια, έλεγε ο υπουργός! Του το εξηγώ απ’ εδώ, του το εξηγώ απ’ εκεί, τίποτα. Ακόμη βλέπω την καλόπιστη αμηχανία στα πρόσωπά τους. Σε μια στιγμή για να κάνω το σημείο πιο προσιτό, το προσωποποιώ παραδειγματίζοντας. Αν και είναι της μόδας να καταλογίζονται όλα στο προσωπικό αφήγημα, για μένα τσούζει ο νάρκισσος ενός διεστραμμένου υπερεγώ που χωρίς φίλτρο, κάνει να υπερτερούν οι απόηχοι εγωκεντρισμού, εγωμανίας και εγωϊσμού! Αλλά αυτό αποτελεί ένα άλλο κεφάλαιο. Ας το αφήσουμε, προς το παρών τουλάχιστο, ως εδώ.
Συμμερίστηκα ότι αν και είμαι πρόσφυγας σχεδόν 50 χρόνια και είμαι «ευγνώμων» στην Αυστραλία για την «φιλοξενία», κουβαλάω στο DNA μου το στίγμα της επιστροφής. Τι το ήθελα… Μου αμολάει ένα «Μα σύντροφε, έχεις πάψει να είσαι πρόσφυγας εδώ και 50 χρόνια». Ήθελε να πει ότι αποκαταστάθηκα, «πρόκοψα», αξιοποίησα, τρόπον τινά τις ευκαιρίες που μου προσφέρθηκαν, και ότι έπαψα προ καιρού να είμαι ο «απάτριδος», ανασφαλής, άστεγος, άνομος, αναιρεμένος —«ήμουν» δεν «είμαι» πλέον.
Μια «αστοχία»; Μπορεί. Εκφραστής ήταν πάντως μιας σχολής —μιας επικρατουμένης σχολής— που επικεντρώνεται στο να λύνει τις άμεσες υλιστικές, ασφαλιστικές, νομοθετικές και μεταναστευτικές ανάγκες των προσφύγων. Εκεί συγκεντρώνεται η βούληση ολονών που ασχολούνται με την προσφυγιά. Όντως, αυτή η νοοτροπία —του υπουργού εννοώ όχι του νεαρού συμπατριώτη— με προβλημάτισε και αναρωτήθηκα αν ίσως, κάπως, τον αδίκησα.
Και, όμως, εμένα αυτή η στάση μου φαίνεται ως ημίμετρα αντίληψη. Πράγματι, υπάρχει διχόνοια πάνω στο θέμα του επαναπατρισμού των προσφύγων. Στις διεθνείς διασκέψεις βρίσκουμε τον όρο «επιστρέφοντες» (returnees). Σε ένα άνομο διεθνή χώρο, η επικέντρωση των καλοθελητών είναι στην αποκατάσταση των προσφύγων. Η επιστροφή και η επαναφορά αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, υστεροβουλία. Εγκύπτει στα γεωπολιτικά συμφέροντα. Υπάρχει και το άλλο. Το «δικαίωμα της επιστροφής» έχει συνταυτισθεί με το πολιτικό αίτημα των Παλαιστινίων. Άλλωστε, έτσι καταλάβαν αρχικά την πρόθεσή μου — αν και τους διαβεβαίωσα ότι η εισήγησή μου δεν είχε σε τίποτα να κάνει με το Παλαιστινιακό. Αν όχι τίποτα άλλο, εγώ ήμουν ωθούμενος από τα δικά μου (κυπριακά) προσφυγικά βιώματα.
Αλλά επειδή συνεχώς περιστοιχίζομαι από τις ειρωνείες της ζωής μου, στοιχείο που με προβλημάτιζε —τώρα που μεσολάβησαν 50 χρόνια από το 1974— είναι αν, και πώς, μεταδίδεται η προσφυγιά από γενιά σε γενιά; Αλλάζει μορφή; Έχει την ίδια βαρύτητα, ορμή, αμεσότητα (πολιτική, ταξική, πολιτιστική, οικονομική); Ο προβληματισμός αυτός θέτει το ερώτημα: (πότε) παύεις να είσαι πρόσφυγας; Σύμφωνα με τον υπουργό κάπου μεταξύ αποκατάστασης και ενσωμάτωσης στο νέο σου μεταναστευτικό κοινωνικό περιβάλλον. Οπότε, οποιουσδήποτε αναστεναγμούς έχουμε για «επιστροφή» γίνονται συναισθηματικά αποθέματα της μετα-μεταναστευτική διασποράς. Ο νόστος άλλωστε, αποτελεί προνόμιο της μέσης αστικής τάξης.
Έτσι καταλήγουμε όλοι —μετανάστες, ξενιτεμένοι, πρόσφυγες, αλλοδαποί, απόδημοι, εξόριστοι, εξωστρακισμένοι, φοιτητές εξωτερικού— στον ίδιο παρανομαστεί. «Περπατάμε παράλληλα» λέει και ο τραγουδιστής. Άλλωστε η παραλληλότητα της μετανάστευσης είναι κάτι που συμμεριζόμαστε ως κοινό. Σαφώς! Η μόνη διαφορά είναι ότι οι πρόσφυγες, και οι απόγονοί τους, δεν «μπορούν» να επισκεφτούν την αρχική τους πατρίδα.
Και επειδή η μηχανή του χρόνου μας γυροφέρνει στις μικρασιατικές συνωνυμίες, οι προσφυγικοί συνοικισμοί οριοθέτησαν τις χαμένες πατρίδες προσαρτώντας τη/το «Νέα/Νέο/ς»-Φιλαδέλφεια, Σμύρνη, Ευθραία, Κόσμος, Μελί, Κορδελιό, βάλαμε επιτόκιο μισό αιώνα ξεριζωμό.
Τα πέτρινα χρόνια της προσφυγιάς, που τρώγαμε απ’ την ίδια κατσαρόλα, έχουν προ καιρού εκλείψει. Έχουν αφήσει υπόλειμμα, όμως, μια ψυχολογική δυναμική στο ό,τι τείνουμε να αναδημιουργούμε τις αναμνήσεις, έτσι ώστε να δίνουν έννοια στα πράγματα και στις ζωές μας όπως εξελιχθήκαν, μετά την προσφυγιά.
Και μας έμεινε ενδόμυχα η ρήση-κώδικας «μια ζωή πρόσφυγας…», που υστερόβουλα γίνεται σύνθημα και παρασύνθημα.
Εν Μελβούρνη,
τη 1η Οκτωβρίου 2023