Η Ειρήνη ανήκε στη γενιά των Ελληνίδων μεταναστριών που δραπέτευσαν από τη φτώχεια έχοντας την ανάγκη να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο για τις επόμενες γενιές. Όπως και άλλες Ελληνοπούλες της γενιάς της, η Ειρήνη υπέστη τη βαρβαρότητα ενός παγκόσμιου πολέμου και του Εμφυλίου που ακολούθησε για να δημιουργήσει μέσα από τα συντρίμμια έναν καινούργιο κόσμο.

Πρώτο παιδί του Γιώργου και της Ιουλίας και αδελφή του Γιάννη και της Άννας, η Ειρήνη εγκατέλειψε το χωριό της, την Κουκουναρά, σε ηλικία 23 ετών για μια μακρινή και ξένη χώρα με την πρόθεση να δημιουργήσει έναν κόσμο όπου τα παιδιά και τα εγγόνια της θα μεγάλωναν έχοντας γνωρίσει μόνο την αγάπη.

Όπως και οι συνταξιδιώτισσές της που άφησαν πίσω τους τη μεταπολεμική Ελλάδα, η Ειρήνη αναζητούσε ένα μέλλον που θα της πρόσφερε όλα όσα της στέρησε η πατρίδα της. Και μέσα στην ησυχία και τη σιγουριά βρήκε τη δύναμη να δημιουργήσει έναν κόσμο όπου το αύριο θα ήταν πάντα καλύτερο από το σήμερα.

Όπως πολλές νεαρές μετανάστριες μοδίστρες που έφτασαν στο Station Pier τις δεκαετίες του 1950 και 1960, η Ειρήνη έπιασε αμέσως δουλειά στα εργοστάσια ρούχων της Μελβούρνης βάζοντας το θεμέλιο λίθο για την απόκτηση του πρώτου της οικογενειακού σπιτιού στο τότε ταπεινό εργατικό προάστιο Oakleigh. Εκεί, η Ειρήνη και ο σύζυγός της, Φώτης, δημιούργησαν ένα ασφαλές, γεμάτο αγάπη σπιτικό όπου τα παιδιά τους, η Μαρία και ο Χρήστος, μεγάλωναν αρμονικά με τη γιαγιά και τον παππού τους.

Θυμάμαι, ως γιος της, πόσες φορές φίλοι, γείτονες και μέλη της οικογένειας έφταναν στο σπίτι μας στο Oakleigh με ρούχα που χρειάζονταν προσαρμογές και τροποποιήσεις για μια επικείμενη γιορτή, έναν γάμο, μια βάπτιση ή έναν χορό και η Ειρήνη αναλάμβανε να τους εξυπηρετήσει πάντα με χαμόγελο. Ακόμη και σήμερα ο ήχος μιας ραπτομηχανής μου θυμίζει εκείνες τις στιγμές και όλα όσα αντιπροσώπευε η μητέρα μου: σκληρή δουλειά, γενναιοδωρία, κοινότητα και αγάπη.

Το χαμόγελο της Ειρήνης ήταν βάλσαμο για όλους εμάς, που συχνά απολαμβάναμε το γέλιο και το χιούμορ της. Το τρυφερό της άγγιγμα και η ζεστή της αγκαλιά ήταν βάλσαμο για μας. Μας παρηγορούσε στις δύσκολες στιγμές και εμείς της το ανταποδίδαμε. Άκουγε τα παράπονά μας και μας καθησύχαζε με καλά λόγια, τονίζοντας πάντα, όπως μας θυμίζει η μεγαλύτερη εγγονή της, Renni, να αναζητούμε το καλό σε κάθε άνθρωπο.

Ενστάλαξε στα παιδιά της και στα εγγόνια της τις αξίες της ταπεινότητας, της καλοσύνης, της αγάπης και της συμπόνιας. Η μικρότερη εγγονή της, η Τζέσι, θυμάται πώς η γιαγιά της άφηνε τα πάντα για να εξασφαλίσει ότι ήταν χορτάτη και δεν κρύωνε, σκεπάζοντάς τη με μια κουβέρτα όταν αποκοιμιόταν στον καναπέ μετά την επιστροφή της από το σχολείο.

Ο εγγονός της, ο Νικ, μιλάει συχνά για τις φορές που τον υποδεχόταν με ένα ζεστό χαμόγελο και ένα πιάτο αχνιστή σούπα αυγολέμονο, όταν επισκεπτόταν τους παππούδες του. Ενώ, η εγγονή της, η Πάμελα, θυμάται τις αμέτρητες φορές που βρέθηκε μαζί με την αδελφή της στην κουζίνα της γιαγιάς τους στο Mt Waverley ετοιμάζοντας δίπλες, τη σπεσιαλιτέ της γιαγιάς Ειρήνης.

Η Ειρήνη αγκάλιαζε με αγάπη και στοργή όλους όσοι την γνώριζαν και της πρόσφεραν την ίδια καλοσύνη. Ιδιαίτερα στα τελευταία της χρόνια, όταν οι φύλακες άγγελοί της, Έφη, Ουρανία, Χριστίνα και η κουνιάδα της Αγγελική της παρείχαν την παρηγοριά και την ασφάλεια που μόνο μια φίλη μπορεί να προσφέρει. Αναμφίβολα θα ξανασμίξουν στην ύστατη μεταναστευτική φάση της ψυχής.

Πόσο τυχαίο μπορεί να ήταν το γεγονός ότι η Ειρήνη έφυγε την ώρα που η εγγονή της, Πάμελα, επρόκειτο να φέρει μια νέα ζωή στον κόσμο που η Ειρήνη βοήθησε να δημιουργηθεί, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο κύκλος της ζωής είναι πράγματι το μαλακτικό της θλίψης, όπως τονίζεται στον Εκκλησιαστή 1:8: «Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει, ό,τι έγινε θα ξαναγίνει∙ δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο».

Την επομένη της ημέρας που μας «άφησε» η Ειρήνη, ξυπνήσαμε κάτω από έναν απέραντο, ανέφελο ουρανό και συνειδητοποιήσαμε ότι μόνο ένα άπειρο πνευματικό βασίλειο μπορεί να χωρέσει μια καρδιά που ξεχειλίζει από αγάπη, σαν αυτή της Ειρήνης.