Από τον Μάιο του 2022 έως και τον Οκτώβριο του 2023 το ταμειακό επιτόκιο (cash rate) της Αποθεματικής Τράπεζας της Αυστραλίας (RBA) αυξήθηκε από το ιστορικό χαμηλό του 0,10% στο 4,10%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2012.
Το +4% πέρασε από τις τράπεζες πλήρως στους δανειολήπτες -με κόστος εκατοντάδες δολάρια παραπάνω κάθε μήνα στην αποπληρωμή δόσεων- αλλά μόνο κατά 3/4 στους καταθέτες, σύμφωνα με την RBA.
Ο υποδιοικητής της Αποθεματικής Τράπεζας (assistant governor), Christopher Kent, επεσήμανε πάντως ότι το +3% ή 300 μονάδες βάσης που μετακυλίστηκε σε τόκους καταθέσεων είναι «σύμφωνο με τις προηγούμενες φάσεις αύξησης των επιτοκίων».
Συγκρίνεται δε ευνοϊκά σε σχέση με τη Νέα Ζηλανδία και τις ΗΠΑ, όπου το αντίστοιχο ποσοστό που «πέρασε» από τις τράπεζες στους καταθέτες ήταν 50% και 35%, όπως είπε.
«Μεταξύ άλλων, αυτή η διαφορά (μεταξύ των Οικονομιών) μπορεί να αντανακλά την εστίαση των αυστραλιανών τραπεζών στον δανεισμό και τη χορήγηση δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο», δήλωσε ο κ. Kent.
Επεσήμανε ότι για τους δανειολήπτες, το μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών είχε αυξηθεί από 7% σε σχεδόν 10% τους τελευταίους 17 μήνες.
Το μερίδιο αυτό, εξήγησε, ξεπέρασε το μέγιστο που είχε επιτευχθεί το 2008, όταν το επιτόκιο ήταν 7,25%, είπε, προσθέτοντας ότι τότε, τα νοικοκυριά με μεγάλα στεγαστικά δάνεια πλήρωναν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για την εξυπηρέτηση του χρέους που είχαν.
Προέβλεψε ωστόσο ότι οι «οι υποχρεώσεις πληρωμών θα συνεχίσουν να αυξάνονται, λίγο περισσότερο την επόμενη περίοδο», καθώς λήγει η διάρκεια του σταθερού επιτοκίου για τα δάνεια που ελήφθησαν τα προηγούμενα δύο χρόνια και θα «περάσουν» σε υψηλότερα κυμαινόμενα επιτόκια.
Περίπου τα μισά από τα χαμηλότερα αυτά δάνεια που εγκρίθηκαν κατά την πανδημία έχουν πλέον προσαρμοστεί σε υψηλότερα επιτόκια, ενώ τα υπόλοιπα πρόκειται να μετακυλιστούν κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών.
Ο κ. Kent περιέγραψε λεπτομερώς τους τρόπους με τους οποίους τα υψηλότερα επιτόκια της RBA (και των τραπεζών) λειτουργούν επιβραδυντικά στη ζήτηση στην Οικονομία και ως εκ τούτου συνέβαλαν στη μείωση του πληθωρισμού.
Η RBA, υπενθυμίζεται, άφησε αμετάβλητο το επιτόκιο της για 4ο συνεχόμενο μήνα τον Οκτώβριο και οι χρηματοπιστωτικές αγορές στοιχηματίζουν ότι θα παραμείνει και πάλι αμετάβλητο στη συνεδρίαση του Νοεμβρίου.
Αλλά λόγω των αυξήσεων από τον Μάιο και έπειτα, «πολλοί δανειολήπτες αναγκάστηκαν να περικόψουν τις δαπάνες τους για να ανταποκριθούν στις υψηλότερες πληρωμές των στεγαστικών δανείων, ενώ παράλληλα αισθάνονται τον πόνο της ταχείας αύξησης του κόστους διαβίωσης», δήλωσε ο υποδιοικητής της RBA.
«Οι επιχειρήσεις με υψηλά επίπεδα χρέους μπορεί επίσης να έχουν περιορίσει τις επενδυτικές τους δαπάνες».
Η RBA εκτιμά ότι η άνοδος του επιτοκίου από το 0,10% στο 4,10% θα έχει μειώσει τις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών κατά περίπου 0,40% έως 0,80% ετησίως, αφού θα έχει περιορίσει τη «ρευστότητά» τους.
Παρομοίως, είπε ο κ. Kent, τα μοντέλα της RBA δείχνουν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων συνέβαλαν στο να είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις περίπου 4% χαμηλότερες μετά από δύο έως τρία χρόνια.
Τα υψηλότερα επιτόκια υποβαθμίζουν επίσης την αξία των μετοχών, των ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, μειώνοντας τις δαπάνες μέσω της λεγόμενης «επίδρασης του πλούτου».
«Για την Αυστραλία, διάφορες εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι κάθε μείωση του πλούτου κατά 1% οδηγεί σε υποχώρηση της κατανάλωσης κατά περίπου 0,1 έως 0,2%, αρκετά εντός του εύρους των εκτιμήσεων για άλλες χώρες», ανέφερε ο κ. Kent, προσθέτοντας ότι η αύξηση του πληθυσμού είχε ανακόψει τελευταία την πτώση των αξιών των κατοικιών.
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο τα υψηλότερα επιτόκια «απομυζούσαν» τη ζήτηση στην Οικονομία ήταν η μείωση της δυνατότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να λαμβάνουν δάνεια.
«Η ικανότητα δανεισμού για ένα τυπικό νοικοκυριό μειώθηκε κατά περίπου 30%», είπε.
«Κατά συνέπεια, οι ‘δεσμεύσεις’ για στεγαστικά δάνεια έχουν μειωθεί κατά το ίδιο περίπου ποσοστά από τις αρχές του 2022, αν και άλλοι παράγοντες, όπως η χαμηλότερη ζήτηση για πιστώσεις, μπορεί επίσης να παίζουν ρόλο».
Επεσήμανε ότι «κάποιες περαιτέρω επιπτώσεις των μέχρι σήμερα αυξήσεων των επιτοκίων δεν έχουν ακόμη γίνει αισθητές … γεγονός που θα δώσει περαιτέρω ώθηση στη μείωση του πληθωρισμού κατά την προσεχή περίοδο».
Παρόλα αυτά, υπογράμμισε, «μπορεί να απαιτηθεί κάποια περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής για να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός, ο οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός, θα επιστρέψει στο στόχο σε εύλογο χρονικό διάστημα».