Το φιλότιμο, ο φίλος ή η αγάπη της τιμής, έχει γίνει ένα “εταιρικό εμπορικό σήμα” που αναπτύχθηκε από τις ελληνικές επιχειρηματικές ελίτ, για την ελληνική Ομογένεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, λέει ο επισκέπτης καθηγητής Ελληνικών Σπουδών Γιώργος Αναγνώστου.
Ο “γάμος” μεταξύ των ελληνικών επιχειρηματικών ελίτ, της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και της αμερικανικής κυβέρνησης, διατείνεται ο επισκέπτης μελετητής, έχει περιορίσει ενεργά το διάλογο και μια πιο πλουραλιστική άποψη για την ελληνοαμερικανική Διασπορά.
Ο διευθυντής του Νεοελληνικού Προγράμματος του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο (Ohio State University) έδωσε μια δημόσια διάλεξη στα ελληνικά στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης την περασμένη Κυριακή καθώς και διάλεξη στα αγγλικά ως μέρος του προγράμματος “Παγκόσμιες Διασπορές” (Global Diasporas) του Πανεπιστημίου Μελβούρνης προχθές Τρίτη.
Ο κ. Αναγνώστου μιλάει για την “πολυμορφία των Διασπορών” που συνθέτουν την αμερικανική ελληνική εμπειρία, η οποία δεν εξαρτάται από την κανονιστική και επικρατούσα αφήγηση της “επιτυχίας” που υπογραμμίζει μεγάλο μέρος της ιστορίας μας ως Διασποράς. Στα βιβλία και δοκίμιά του, ο μελετητής προσπαθεί να αποκαλύψει την “πολυφωνία των διασπορών” εξετάζοντας τις πολυπλοκότητες και τις “συνειδητές” προσπάθειες διαγραφής ή αναδιατύπωσης του παρελθόντος.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο ίδιος λέει ότι έχει προκύψει μια “βιολογικοποιημένη” έννοια της ελληνικότητας, η οποία τον προβληματίζει. Αυτή η φυλετικοποιημένη έννοια δημιουργεί μια υποκατάστατη αφήγηση που συνδέει “τα εθνικά ιδεώδη με την αρχαία ελληνική σύνδεση με τα θεμέλια του αμερικανικού πολιτεύματος, το αμερικανικό όνειρο, τον ηρωισμό και το θάρρος, την αξιοκρατία και την αξία της ολοκληρωμένης, αρμονικής εθνικής κοινότητας στην πολυπολιτισμικότητα”.
“Αυτός ο βιολογικοποιημένος, “φιλότιμος λόγος” δίνει έμφαση στην προβολή της επιτυχίας των Ελλήνων μεταναστών και στην προστασία μιας θετικής εικόνας, οπότε όταν χτυπάει μια κρίση, αποτελεί σοβαρή απειλή για την εικόνα αυτή”.
Στην Αμερική (και -έως ένα βαθμό- στην Αυστραλία), οι Έλληνες επιδίωξαν να αναδειχθούν ως “λευκοί” .Ήρθαν αντιμέτωποι με τον αρχέγονο ρατσισμό κατά τη δεκαετία του 1920, όταν η Κου Κλουξ Κλαν (Ku Klux Klan) επανεμφανίστηκε ως αστεακό (urban) κίνημα κατά των Ελλήνων και άλλων Νοτιοευρωπαίων μεταναστών. Έτσι, προέκυψε μια συντονισμένη προσπάθεια να τους κάνουν “Αμερικανούς”, κάτι πυο αποτελούσε τον κωδικός προς τη… λευκότητα.
“Έβλεπες Έλληνες άνδρες να ξυρίζουν τα μουστάκια τους, να προσπαθούν να αφομοιωθούν και να “διδάξουν” στους συνομηλίκους τους πώς να είναι “πραγματικοί Αμερικανοί”. Υπάρχει ένα βιολογικό στοιχείο, ένας ρατσισμός, που ενυπάρχει σε όλα αυτά”, λέει.
Πιο πρόσφατα, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δημιούργησε αμέσως ρατσιστικές νοοτροπίες για τους Έλληνες ως υποδεέστερους σε σχέση με τον σύγχρονο αγγλογερμανικό κόσμο. Τα αταβιστικά στερεότυπα των τεμπέληδων, των διεφθαρμένων και των καθυστερημένων Ελλήνων επανεμφανίστηκαν, δημιουργώντας μια κρίση ταυτότητας και αυτοαπέχθοιας στη Διασπορά.
Η ετικέτα του φιλότιμου γεννιέται από μια “τριαδική σχέση” που περιορίζει ή μπορεί να υπονομεύσει την κοσμική, “στοχαστική” και κριτική σκέψη στην ελληνοαμερικανική κοινότητα ή, το σημαντικότερο, την αυτοαποκαλούμενη ηγεσία της. Ο Αναγνώστου λέει ότι στην Αυστραλία, η ύπαρξη κοσμικών ελληνικών οργανώσεων, όπως η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, δημιουργεί μια “δημόσια σφαίρα” για την ανταλλαγή ιδεών.”Αυτό που είναι αναζωογονητικό για την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας είναι η ύπαρξη μιας κοσμικής κοινότητας και μιας κοσμικής κοινωνίας που είναι περιεκτική και δημιουργεί μια δημόσια σφαίρα για την ανταλλαγή ιδεών, διαφορετική προοπτική από το είδος της αντανακλαστικής κοινότητας.
Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ανοχή των ελληνοαμερικανικών επιχειρηματικών ελίτ και του αμερικανικού Κράτους, έχει περιορίσει τη δημόσια συμμετοχή. Αντίθετα, στην Αυστραλία, “υπάρχει συζήτηση, υπάρχει ενεργός ενασχόληση με ορισμένα θέματα, και για μένα αυτό είναι εξαιρετικά αναζωογονητικό”.
Ο Δρ Αναγνώστου μελετά επί 25 χρόνια τον τρόπο με τον οποίο οι Ελληνοαμερικανοί αναπαριστούν τον εαυτό τους μέσα από ντοκιμαντέρ, ταινίες και λογοτεχνικά έργα.
“Παρατηρώ εξέχοντες παράγοντες και πώς βλέπουν το παρελθόν τους. Τι είναι αυτό που ξεχνούν πολλές φορές συνειδητά και για ποιο σκοπό;”

Στο έργο του -βιβλία, blogs, περιοδικά και έρευνες- εξετάζει τρεις ελληνοαμερικανικές γενιές από τα τέλη του 19ου αιώνα, τη δεκαετία του 1920 και τη δεκαετία του 1960.
Σήμερα, “1,3 εκατομμύρια Αμερικανοί αναγνωρίζουν ότι έχουν ελληνική κληρονομιά και 500.000 από αυτούς είναι μέλη της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας”.
“Οι πηγές μου αποτελούν μέρος ενός συναρπαστικού φαινομένου στην Ελληνική Αμερική, όπου οι κοινότητες και τα άτομα, μη ακαδημαϊκοί, έκαναν ντοκιμαντέρ και δημιουργούσαν πολιτιστικά προϊόντα.”
Αυτοί οι λαϊκοί και χωρίς πτυχία εθνογράφοι, οι φεμινίστριες, οι καλλιτέχνες, οι παραβατικού τύπου στοχαστές (transgressive thinkers), πολλοί από αυτούς με πάθος για την ιστορία, τα ντοκιμαντέρ που παράγονται από επιχειρηματίες, οι οποίοι αισθάνονται ότι έχουν την εξουσία να εκπροσωπούν την ομάδα.
“Ερευνώ άλλες πηγές και πώς αναπτύσσεται ένας λόγος, πώς τον αναπτύσσουν τα άτομα και για ποιο σκοπό.
Επισημαίνει το έργο της Helen Papanikolas, “μιας Ελληνοαμερικανίδας εθνικής ιστορικού, μυθιστοριογράφου και λαογράφου”, η οποία κατέγραψε την εμπειρία των μεταναστών στη Γιούτα (Utah) και την αμερικανική Δύση μέσα από ιστορίες, απομνημονεύματα, μυθιστορήματα και ποίηση.
“[Η Helen Papanikolas] απευθύνθηκε στους γηγενείς Τσικάνος (Chicanos) και τους ιθαγενείς Αμερικανούς τονίζοντάς τους ότι σας συμπονούμε ως Έλληνες μετανάστες.
“Καταλαβαίνουμε ότι σας συμπονούμε”.
Η αφήγησή της ήταν: “Οι ιθαγενείς, αλλά και εμείς οι Έλληνες, περάσαμε από αυτό το στάδιο”.
Μετά είναι η Πρεσβυτέρα Πετράκη (Presvytera Petrakis), μεγαλωμένη στο Σικάγο, η οποία έγραψε 24 βιβλία, μυθιστορήματα, συλλογές δοκιμίων, απομνημονεύματα και βιογραφίες που “αναδεικνύουν τις διακρίσεις, τη βία, τις διακρίσεις”.
“Αυτοί οι άνθρωποι μιλούσαν, απευθυνόμενοι στην κοινότητά τους, όποτε η κοινότητα έδειχνε κάποιες ρατσιστικές συμπεριφορές”.
“Για παράδειγμα, το 1955, στο Σικάγο, όταν ένας Έλληνας μετανάστης γνώρισε μια Αφροαμερικανή, παντρεύτηκαν και όλοι τους έκλεισαν τις πόρτες γιατί είχαν διαβεί το φυλετικό χάσμα – η ελληνική κοινότητα και η αφροαμερικανική κοινότητα τούς έκλεισαν την πόρτα, οπότε η Πρεσβυτέρα Πετράκη αναλαμβάνει την ηθική εξουσία να πει “μην ξεχνάτε τι περάσαμε, άρα είναι σωστό να αναπαράγουμε τον ίδιο ρατσισμό;”.
Ο κ. Αναγνώστου λέει ότι μπορεί να υπάρχουν ομοιότητες με την Αυστραλία, αλλά “υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις ΗΠΑ, διαφορετικά πολιτικά πλαίσια και διαφορετικές ιστορίες”.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ
Ο Αναγνώστου κάνει λόγο για μια “ελλαδική οπτική” (Helladic gaze) της Διασποράς που μηχανεύεται η Ελλάδα, που “δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα”.
“Ακούμε στην Αμερική ότι είμαστε προέκταση της Ελλάδας και ένα είδος φανταστικής ομοιογένειας”.
Η εν λόγω οπτική εντοπίζει την Ελλάδα ως κέντρο και επιδιώκει “να οικειοποιηθεί τη Διασπορά ως προέκταση της Ελλάδας και όπου ο Ελληνισμός έχει να κάνει μόνο με το να βλέπει τη Διασπορά ως αναπαραγωγή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό.”
Πράγματα όπως η εκκλησία, η αγάπη για την πατρίδα (το έθνος), δημιουργούν έναν λόγο που υποδηλώνει ότι έχουμε κρατήσει τις παραδόσεις μας περισσότερο από τους Έλληνες στην Ελλάδα, αλλά με βάση αυτό οι Έλληνες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τη Διασπορά ως οπισθοδρομική.
Ενώ ενδέχεται να μοιραζόμαστε “ορισμένες εμπειρίες”, οι Έλληνες στην Ελλάδα εξακολουθούν να προσεγγίζουν τη Διασπορά με βάση έναν “στερεοτυπικό τρόπο με ανεκδοτολογικές καρικατούρες, αν και στη Διασπορά έχουμε έναν χώρο όπου μπορούμε να διαπραγματευτούμε δύο πολιτισμούς”.
“Η ελλαδική ματιά στη Διασπορά είναι ότι παρεκκλίνουμε, ότι είμαστε ένα έκτρωμα, ένας παρίας”, λέει ο καθηγητής Αναγνώστου. Η πραγματικότητα για τον ίδιο είναι ότι οι διαφορετικές κουλτούρες της Διασποράς αναδύονται σε “δίκτυα Διασποράς”.
“Οι Έλληνες συγγραφείς, ποιητές και κινηματογραφιστές της Διασποράς παράγουν αφηγήσεις ταυτότητας, οι οποίες είναι μοναδικές και δεν συμμορφώνονται με την εν λόγω ελλαδική οπτική”.
“Αφηγήσεις που είναι απίστευτα ενδιαφέρουσες, αλλά δεν έχουν να κάνουν με τον εθνικό ελληνικό πολιτισμό, ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης ήταν μέρος της Διασποράς”, προσθέτει η Αναγνώστου.
Μπορούμε στην Αυστραλία να προσθέσουμε επίσης τον συγγραφέα Χρήστο Τσιόλκα, τον σκηνοθέτη George Miller (Γιώργο Μηλιώτη) και πολλούς άλλους.
Ως μέλος της Διασποράς, ο καθηγητής Αναγνώστου “αισθάνεται σαν στο σπίτι του στην Αυστραλία” μόνο μετά από δύο εβδομάδες παραμονης εδώ, λέγοντας ότι “αισθάνομαι μέρος της Διασποράς”.
“Τη συζήτηση που κάνουμε τώρα με έναν Ελληνοαυστραλό, δεν μπορώ να την κάνω στην Ελλάδα, αλλά μπορεί να την κάνω στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη ή στη Μελβούρνη”.
Ο καθηγητής Γεώργιος (Γιώργος) Αναγνώστου έχει γράψει το βιβλίο “Contours of White Ethnicity: Popular Ethnography and the Making of Usable Pasts in Greek America” (Ohio University Press, 2009) και δύο ποιητικές συλλογές. Είναι συνεπιμελητής του Τόμου Comparisons, Encounters, Identities: Italian and Greek Americans in Conversation, που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τον εκδοτικό οίκο Fordham University Press.