Ένα ελληνικό φεστιβάλ με ιταλικό όνομα μπορεί εκ πρώτης όψεως να παραξενεύει, μέχρι να αναλογιστούμε ότι το ιταλικό ρητό: “Una Razza Una Faccia”, έχει οικειοποιηθεί από την ελληνική γλώσσα όπως μιλιέται στην Αυστραλία. Η επιλογή του ρητού γίνεται ακόμη πιο λογική αν σκεφθεί κανείς ότι ο παππούς μου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στα περίχωρα της Moonee Valley το 1954, και τόσοι άλλοι, δεν έμαθε ποτέ αγγλικά, λόγω των κοινωνικών δεδομένων της εποχής, όταν οι μη αγγλόφωνοι «Νέοι» Αυστραλοί αποκλείονταν σε μεγάλο βαθμό από συμμετοχή στα ευρύτερα κοινά και αντιθέτως, κατέληξε να μιλάει Καλαβρέζικα, διότι οι συνεργάτες και οι γείτονές του ήταν όλοι Ιταλοί.
Αυτό το κοινωνικό υπόβαθρο εξηγεί το φαινόμενο ηλικιωμένων Ελληνίδων και Ιταλίδων να αποκαλούν η μία την άλλη «σινιόρα» στις καθημερινές τους συναλλαγές στα τοπικά καταστήματα, κάτι που έχει καθιερωθεί ως αποδεκτός κώδικας επικοινωνίας για τις Ελληνίδες από τη δεκαετία του ’50. Σχεδόν σε κάθε δρόμο του δήμου, θα απαντήσει κανείς ελληνικά και ιταλικά σπίτια, πολλά από τα οποία ασπάζονται την «παραδοσιακή» για τα δεδομένα της προαστιακής Μελβούρνης αρχιτεκτονική της δεκαετίας του εβδομήντα και του ογδόντα, με μια λεμονιά να απλώνει περήφανα τα κλωνάρια της στην μπροστινή αυλή, κουκιά να φυτρώνουν στον μπροστινό φράχτη και μια ελιά στο πεζοδρόμιο. Μπορεί επίσης να εντοπίσει τους ντόπιους Έλληνες από τις πινακίδες των αυτοκινήτων τους. Η «APSALOS», όνομα ενός χωριού του νομού Πέλλας, κάθεται λίγο πιο κάτω από εμένα, όπως και ο «ΑETOS» και ο «ATHEOS», που συχνά παρκάρει έξω από τον ενοριακό μας ναό τις Κυριακές, περιμένοντας να μεταφέρει τη μητέρα του στο σπίτι της, μετά το πέρας της λειτουργίας.
Είμαστε μια παλιά πατριά, και σε αντίθεση με άλλους ελληνικούς μικρόκοσμους στη Μελβούρνη, αποφεύγουμε την προβολή και τις εξωτερικές ταυτοτικές εκφάνσεις , προτιμώντας να συναναστραφούμε μεταξύ μας εκτός θεσμών, ενώσεων και αδελφοτήτων. Κατά τη δεκαετία του ογδόντα, κυριαρχούσαμε στην αγορά Moonee Ponds και ήταν αδύνατο να κάνει κανείς λιγότερο από δύο ώρες για να ψωνίσει, επειδή οι καταστηματάρχες ήταν όλοι φίλοι, συγγενείς και κοντοχωριανοί, όπως και οι ίδιοι οι πελάτες τους. Αυτή η αγορά δεν υπάρχει πλέον και η αίσθηση της στενής κοινότητας που ενθάρρυνε έχει παρέλθει κι αυτή, αλλά οι παλιές συνήθειες ακόμη παραμένουν: σε όλες τις οδοί του δήμου, τα μάτια, τα αυτιά και οι καρδιές των δικών μας είναι παντού παρόντες όπως θα έπρεπε άλλωστε σε έναν αυτοπεριεχόμενο μικρόκοσμο, στον οποίον εξακολουθούν να ζουν όλοι οι στενοί μου συγγενείς, σε ακτίνα που δεν υπερβαίνει τα τρία χιλιόμετρα από το σπίτι μου.
Περισσότερο από κοινότητα, αποτελούμε συγκρότημα χωριών. Ο παππούς μου που έφτασε πρώτος από εμάς εδώ βρήκε ένα σωρό Ζακυνθινούς, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί λίγο πιο πριν. Σιγά και μεθοδικά προσκάλεσε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και των συγχωριανών του από τη Σάμο, συμπεριλαμβανομένων των αείμνηστων ιερέων πατέρων Στυλιανού και Ιωάννη Αϊβαλιώτη, όπου ο τελευταίος ήταν ο πρώτος ιερέας της δεύτερης ελληνικής εκκλησίας που οικοδομήθηκε στην περιοχή: της Παναγίας Σουμελιώτισσας. Οι περισσότεροι απόγονοι αυτών των μεταναστών από τους Μυτιληνιούς Σάμου μένουν ακόμη εντός του δήμου. Όταν μαζευόμαστε, αν και γεννηθήκαμε όλοι εδώ, ανεπαίσθητα συνδιαλεγόμαστε στην τοπική διάλεκτο των γονιών και των παππούδων μας και γελάμε όταν αναλογιζόμαστε ότι πρόκειται για ένα ιδίωμα που έπαψε πλέον να μιλιέται πια στο χωριό. Εδώ όμως, στην Moonee Valley, έχει γράψει ιστορία.
Τη δεκαετία του εξήντα, έφτασε στην περιοχή η μητέρα μου και η οικογένειά της. Οι εκ του Περάματος Ιωαννίνων καταγόμενοι κάτοικοι του Moonee Valley είναι πλέον ισάριθμοι των ίδιων κατοίκων του χωριού και τα δύο αυτά «κομμάτια», αν και χωρίζονται από απόσταση, εξακολουθούν να λειτουργούν ως αυτοτελές σύνολο, εφόσον όλοι μας εδώ μετέχουμε στα του χωριού και συμμεριζόμαστε ακόμη τη συλλογική του ταυτότητα.
Είναι αυτή η συλλογικότητά μας, ή η αυτοτέλειά μας που δεν μας επέτρεψε να δημιουργήσουμε εμπορικά κέντρα με ελληνικό χαρακτήρα ή το φαινόμενο του Ώκλεϋ, το οποίο οι ηλικιωμένοι της κοινότητάς μας θεωρούν επικίνδυνα παρακμιακό, εφόσον σύμφωνα με τα κυρίαρχα κοινωνικά ήθη, δεν υπάρχει (ακόμη) χρόνος για καφέ, για έναν προκομμένο οικογενειάρχη, και ο φραπές θεωρείται ανατρεπτικός νεωτερισμός. Γι’ αυτό αν με απαντήσει ξαφνικά καμιά καλοπροαίρετη «θεία» στα μαγαζιά καθημερινές, δεν θα διστάσει να με ρωτήσει: «Τι γκιζεράς εδώ; Δεν έχεις καμιά δουλειά να κάνεις;» Τούτου λεχθέντος, ο δήμος μας φιλοξενεί το καλύτερο ελληνικό εστιατόριο στη Μελβούρνη: τους Φιλέλληνες, που αψηφά τα στερεότυπα που ισχύουν περί ελληνικής κουζίνας στην Αυστραλία, προωθώντας σπιτίσια, αυθεντικά και παραδοσιακά πιάτα και παρέχοντας ένα καταφύγιο για καλλιτέχνες ποιοτικής και παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, και αποτελώντας στέκι και σημείο αναφοράς για ποδοσφαιριστές, πολιτικούς καθώς και για παροικιακούς παράγοντες….
Επειδή αποτελούμε για τα δεδομένα πανάρχαια κοινότητα, διακατεχόμαστε όλοι από νοσταλγία και μελαγχολία. Τριγύρω στις πάλαι ποτέ γειτονιές των Ελλήνων και μνημονεύω αυτούς που κάποτε ζούσαν σε σπίτια τώρα ανακαινισμένα και παντελώς αγνώριστα. Το πιο σημαντικό είναι ότι και αυτοί μας θυμούνται. Διότι δεν πήγαν πολύ μακριά. Είναι όλοι τους συναθροισμένοι στο κοιμητήριο του Κήλορ, λίγο πιο πέρα, όπου σχηματίζουν νέες γειτονιές. Μας περιμένουν. Και οι γείτονές τους, τους θυμούνται. Δεν μπορώ να περάσω από την παλιά γειτονιά της γιαγιάς μου χωρίς να συναντήσω κάποιον απόγονο των γειτόνων της, που να μην αναπολεί την γενναιοδωρία της, την ευθυμία της, τις δεινές της ικανότητες στην κηπουρική και το ακέραιο του χαρακτήρα της. Στις οδούς της δικού μας μικρόκοσμου, θρύλοι και μύθοι δημιουργούνται κι αναπλάθονται ενδελεχώς.
Το επίκεντρο της μικρής μας κοινότητας είναι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που, όπως υποστήριζε η αείμνηστη γιαγιά μου, πήρε το όνομά της από την ενοριακό της ναό στη Σάμο. Παλαιότερα καθόταν στο τέλος μιας οδού κατοικημένης σχεδόν στο σύνολό της από Έλληνες. Τα σπίτια τους όμως απαλλοτριώθηκαν από το Κράτος και στη θέση τους ανεγέρθηκε το κτήριο της Εφορίας, για να μας θυμίσει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ Θεού και Μαμμωνά. Σ’ αυτή την εκκλησία βαφτίστηκα, εκεί παντρεύτηκα και εκεί με τη σειρά τους βαφτίστηκαν τα παιδιά μου. Αυτή επίσης είναι η εκκλησία από όπου στερνοφίλησα και ξεπροβόδησα όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα στο τελευταίο τους ταξίδι. Όταν βρίσκομαι εκεί, νιώθω όχι μόνο την παρουσία του Θεού, αλλά έντονα κάθε ατόμου που στιγμάτισε τη ζωή μου. Δεν αποτελεί μόνο το κύριό μου γεωγραφικό σημείο αναφοράς αλλά και των υπόλοιπων μελών του μικρόκοσμού μας, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των καπνιζόντων στο προαύλιο τις Κυριακές, λόγω μαγκιάς ή πολιτικών πεποιθήσεων. Είναι επίσης το σημείο αναφοράς με το οποίο γινόμαστε κατανοητοί σε όσους ισχυρίζονται ότι μας κυβερνούν καλοπροαίρετα: τις δημαρχιακές μας αρχές, τους πολιτειακούς και ομοσπονδιακούς μας βουλευτές. Επειδή βρισκόμαστε εδώ πολύ καιρό και δεν τρέφουμε ανασφάλειες για την κοινωνική ή πολιτιστική μας θέση στην ευρύτερη κοινωνία του δήμου, δεν νιώθουμε την ανάγκη να παίρνουμε σβάρνα δημαρχεία και γραφεία βουλευτών αναζητώντας σαν ικέτες, επιχορηγήσεις και χάρες. Αντίθετα, αυτοί έρχονται σε εμάς.
Συνεπώς είναι ώστε να αναδειχθεί η μακρόχρονη ιστορία μας στην περιοχή και οι βαθιοί δεσμοί μας με την αδελφή ιταλική κοινότητα που διοργανώνεται εφέτος το Moonee Valley Una Faccia Una Razza Street Festival, στην οδό Gladstone, Moonee Ponds, έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Το Φεστιβάλ, το πρώτο του είδους του που πραγματοποιείται ποτέ στον δήμο, φιλοδοξεί να τονίσει ιδιαίτερα την πολυπλοκότητα του πολυπολιτισμικού ιστού της περιοχής, παρέχοντας μια πλατφόρμα για την κοινή χρήση μιας πληθώρας ιστοριών και μνήμεων που σχετίζονται με τις εμπειρίες των εκεί μεταναστών, μέσω τραγουδιών, χορού, πολιτιστικών εκθέσεων και παραδοσιακών εδεσμάτων.
Η εκδήλωση θα γίνει Κυριακή, 29 Οκτωβρίου από 11:30πμ έως αργά
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Φεστιβάλ συγκεκριμένα θα περιλαμβάνει παραδοσιακή μουσική της Κάτω Ιταλίας από το σχήμα Rustica Project, χειροτεχνήματα και παραστάσεις όπερας, που θα υποδεικνύουν πώς οι επιμέρους πολιτιστικές παραδόσεις συγχωνεύονται, μεταμορφώνονται και προσαρμόζονται σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη δημογραφική πραγματικότητα, καθώς και μια έκθεση αυθεντικών ελληνικών φορεσιών και κοσμημάτων του δέκατου ένατου αιώνα. Οι εκλεκτοί μουσικοί Ελλάδα Σπύρος Σιώλος και Βαγγέλης Παντιώρας συνοδευόμενη από την πασίγνωστη Demotika Band θα συναρπάσουν τα πλήθη, όπως και οι τοπικοί ερμηνευτές του ρεμπέτικου είδους Anatreptix, που έχουν μακρά ιστορία εμφανίσεων στο Moonee Valley και των οποίων ο κιθαρίστας, ο ελληνόφωνος Wayne Simmons, αποτελεί ζωντανή απόδειξη του τι συμβαίνει όταν οι πολιτισμοί σχετίζονται μεταξύ τους και μοιράζονται. Καθώς το Φεστιβάλ τελειώνει την εβδομάδα που λαμβάνει χώρα η εορτή του Αγίου Δημητρίου, η κληρονομιά του γίου και ό,τι σημαίνει για τον Μακεδονικό Ελληνισμό ενισχύεται από τη συνεργασία με την Παμμακεδονική Ένωση Μελβούρνης, δίνοντας μια ιδιαίτερη αίσθηση του δήμου Moonee Valley στο θεσμό των Δημητρίων, ενώ ο χορευτικός όμιλος Φλώρινας «ο Αριστοτέλης» θα απεικονίσει τη σύνδεση μεταξύ του δήμου Moonee Valley, της Ενορίας του Αγίου Δημητρίου και της βόρειας έκτασης του Ελληνισμού διαμέσου του χορού. Για πολλά χρόνια του, η «Ποντιακή Εστία» είχε την έδρα του στο Moonee Valley και εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική ζωή της περιοχής. Η δυναμική συμμετοχή της στο Φεστιβάλ, μέσα από τον ποντιακό χορό, είναι δεδομένη.
Ο συγγραφέας Γιάννης Δελημήτσος κάποτε έγραψε ότι: «Ο κόσμος και εμείς ως μέρος του, είμαστε η αποκριάτικη μάσκα στο πρόσωπο του Μη Είναι». Εμείς την άλλη, αντλούμε από τον 149ο Ψαλμό την έμπνευσή μας καθώς ετοιμάζουμε το μεγάλο ξεφάντωμα του: Moonee Valley Una Faccia Una Razza Festival, αναλογιζόμενοι ποιοι είμαστε, πόσο μακριά έχουμε φτάσει, και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία: «αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν χορῷ, ἐν τυμπάνῳ καὶ ψαλτηρίῳ ψαλάτωσαν αὐτῷ,», και ενθυμούμενοι ότι όποια και αν είναι η φάτσα μας, όποια και αν είναι η ράτσα μας, είμαστε όλοι, ένα.