Οι γυναίκες στην Αυστραλία φέρνουν στη ζωή λιγότερα παιδιά από ό,τι στο παρελθόν, ενώ γεννούν σε μεγαλύτερη ηλικία, μία τάση που συνεχίζεται εδώ και 40 χρόνια, όπως επισημαίνεται και στα νέα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ABS).

Με το δημογραφικό να αποτελεί κομβική πτυχή της κοινωνίας και οικονομίας -όπως σε πολλές άλλες χώρες ανά τον Κόσμο, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα- όχι τυχαία η Αυστραλία δίνει βάρος στη μετανάστευση, για να μπορέσει να «προχωρήσει» προς το μέλλον, όσο το δυνατόν χωρίς προβλήματα σε σχέση με τη γήρανση και τη μη ανανέωση του πληθυσμού της.

Η επικεφαλής δημογραφικών στοιχείων της ABS, Emily Walter, σχολιάζοντας τα νέα στοιχεία, ανέφερε ότι «συνεχίζουν μια τάση που παρατηρούμε στις γεννήσεις τα τελευταία 40 χρόνια, με τη μέση ηλικία τόσο των μητέρων όσο και των πατέρων να αυξάνεται σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970».

«Το 1975, λιγότερο από το 20% των γεννήσεων γινόταν από μητέρες που ήταν μεταξύ 30 και 39 ετών, αλλά τώρα σχεδόν το 60% των γεννήσεων γίνεται από μητέρες αυτής της ηλικιακής ομάδας».

Οι γυναίκες στην Αυστραλία γεννούν επίσης λιγότερα παιδιά. Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας (fertility rate) παραμένει χαμηλότερο από το ποσοστό αντικατάστασης (replacement rate): θεωρείται ότι είναι 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα για να αντικαταστήσει την ίδια και τον σύντροφό της, ελλείψει υπερπόντιας μετανάστευσης, από το 1976.

Το 2022 το ποσοστό αυτό ήταν 1,63 γεννήσεις, το οποίο ήταν χαμηλότερο από το ποσοστό του 2021 (1,70 γεννήσεις), αλλά υψηλότερο από το 1,59 που καταγράφηκε το 2020.

«Αν και η συνολική γονιμότητα παραμένει χαμηλή», επεσήμανε η κα Walter, ο δείκτης γονιμότητας για τις γυναίκες στα τέλη της δεκαετίας των 30 χρόνων τους και στις αρχές της δεκαετίας των 40 χρόνων τους «έχει αυξηθεί σημαντικά».

«Από το 1991 έως το 2022, το ποσοστό γονιμότητας των μητέρων ηλικίας 35-39 ετών έχει σχεδόν διπλασιαστεί από 36,0 σε 69,3 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες, ενώ για τις μητέρες ηλικίας 40-44 ετών έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από 5,5 σε 15,8 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες».

«Αντίθετα, ο δείκτης γονιμότητας των μητέρων εφήβων έχει φθάσει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, στις 6,8 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες, από 22,1 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες το 1991».

Η μείωση των ποσοστών γονιμότητας των γυναικών ηλικίας κάτω των 30 και η αύξηση των ποσοστών γονιμότητας των γυναικών στα 30 τους και στις αρχές των 40 τους, συνάδει με το γεγονός ότι οι γυναίκες γεννούν αργότερα στη ζωή τους.

Αυτή η στροφή προς τη μεγαλύτερη γονεϊκότητα, όπως ανέφερε η ABS, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από την τάση των νέων να φτάνουν στα ορόσημα που συνήθως προηγούνται της γονεϊκότητας (δηλαδή να εγκαταλείπουν το πατρικό σπίτι, να αποκτούν οικονομική ανεξαρτησία και να παντρεύονται ή να συνάπτουν μακροχρόνιες de facto σχέσεις) αργότερα από ό,τι παρατηρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες.

Πιο αναλυτικά για το 2022 στην Αυστραλία:

Καταγράφηκαν συνολικά 300.684 γεννήσεις, μια μείωση άνω των 9.000 από το 2021, αλλά αύξηση σε σχέση με το 2020.

Οι γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών είχαν το υψηλότερο ποσοστό γονιμότητας (114,9 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες ή περίπου 1 γέννηση για κάθε 9 γυναίκες), ακολουθούμενες από τις γυναίκες ηλικίας 25-29 ετών (83,0 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες).

Από τις γυναίκες ηλικίας 15-49 ετών, οι γυναίκες 45-49 ετών εξακολουθούν να έχουν το χαμηλότερο ποσοστό γονιμότητας (1,1 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες).

Το ποσοστό γονιμότητας των γυναικών ηλικίας 15-19 ετών ήταν το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ (6,8 γεννήσεις ανά 1.000 γυναίκες).

Οι γυναίκες των Αβοριγίνων και των κατοίκων των Νήσων του Τόρρες Στρέιτ εξακολουθούν να έχουν υψηλότερο ποσοστό γονιμότητας, με 2,35 γεννήσεις ανά γυναίκα.

Η Βόρεια Περιοχή κατέγραψε το υψηλότερο συνολικό ποσοστό γονιμότητας (1,73 γεννήσεις ανά γυναίκα), ακολουθούμενη από τη Νέα Νότια Ουαλία και το Κουίνσλαντ (1,71 γεννήσεις ανά γυναίκα).

Η Περιοχή της Πρωτεύουσας είχε το χαμηλότερο συνολικό ποσοστό γονιμότητας (1,41 γεννήσεις ανά γυναίκα).

Η μικρότερη πτώση των γεννήσεων σε ποσοστό το 2022 σε σχέση με το 2021 καταγράφηκε στη Βικτώρια, με -0,3% (ή -227 γεννήσεις) και η μεγαλύτερη -ποσοστιαία- στην Τασμανία με -8,8% (-529 αν και υπήρξαν και κάποιες αλλαγές στο σύστημα καταγραφής που επηρέασαν τον τελικό αριθμό).

Σε αριθμό, η μεγαλύτερη πτώση καταγράφηκε στη Νέα Νότια Ουαλία, με -3.542 (-3,6%).

Ο μεγαλύτερος μέσος όρος ηλικίας για γονείς ήταν στην Περιοχή της Πρωτεύουσας (32,6 ετών για τις μητέρες και 34,3 ετών για τους πατέρες) και στη Βικτώρια (32,5 ετών και 34,3 ετών αντίστοιχα).

Η μικρότερη ηλικία, κατά μέσο όρο, ήταν στην Βόρεια Περιοχή (30,4 έτη) και στην Τασμανία (30,8 έτη).

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Προ ημερών μόλις, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε ομιλία του στο συνέδριο «Δημογραφικό 2023 – Ώρα για δράση» αναγνώρισε ότι και τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την Ελλάδα «ήταν όντως εξαιρετικά αποκαρδιωτικά».

«Η χώρα κατέγραψε ουσιαστικά μία γέννηση ανά δύο θανάτους, είναι ένα αρνητικό ισοζύγιο, το οποίο … κλιμακώνεται εδώ και σχεδόν μισό αιώνα», είπε και έκανε λόγο για έναν «εθνικό κίνδυνο ο οποίος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, έναν κίνδυνο που όμως δεν πρέπει να γίνει καθεστώς».

«Ο κίνδυνος μείωσης του πληθυσμού μας», εξήγησε, «έχει προφανώς συνέπειες γεωστρατηγικές … συνδέεται, όμως, άμεσα και με την παραγωγικότητα του τόπου, με την πρόοδο των πολιτών. Συνδέεται άμεσα … και με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος. Κυρίως, όμως, συνδέεται με την ευημερία των επόμενων γενιών».

Στην Ελλάδα, η φθίνουσα πορεία των γεννήσεων ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980 και συνεχίζεται.

Ο καθηγητής και επιστημονικός υπεύθυνος του Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», Βύρων Κοτζαμάνης, επεσήμανε ότι το πλήθος των γεννήσεων από 1,54 εκατ. το 1951-60, μειώθηκαν σε 1,02 εκατ. το 1991-2000 και σε 920 χιλ. το 2011-20.

«Οι γεννήσεις αυτές, στην πλειονότητά τους, προέρχονται από τις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι γυναίκες των γενεών αυτών περιόρισαν τον αριθμό των παιδιών και ταυτόχρονα τα έκαναν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: 2,0 παιδιά στα 25,8 έτη όσες γεννήθηκαν το 1955, 1,65 στα 27,3 έτη οι γεννηθείσες το 1965, 1,56 παιδιά στα 30,2 έτη όσες γεννήθηκαν το 1975, και, μόλις 1,5 παιδιά στα 31,5 έτη όσες γεννήθηκαν το 1985».

Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε, γράφει ο κ. Κοτζαμάνης, ότι, την τελευταία δεκαπενταετία, αρνητική επίπτωση είχε και το γεγονός ότι το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας μειώθηκε (περίπου -450 χιλ. ανάμεσα στο 2008 και 2022).

Η σταθεροποίηση των γεννήσεων- εν απουσία ενός θετικότατου μεταναστευτικού ισοζυγίου- στα προ της πανδημίας χαμηλά επίπεδα (88,5 χιλ. ετησίως το 2015-2019) είναι αδύνατη…

Από τα προαναφερθέντα, είναι προφανές ότι το μεταναστευτικό ισοζύγιο των αμέσως επόμενων δεκαετιών θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το εύρος της μη αναστρέψιμης μείωσης του πληθυσμού μέχρι το 2050, μιας μείωσης που θα προκύψει από την πολύ ταχύτερη συρρίκνωση των μικρών και μεσαίων ηλικιών σε σχέση με την αύξηση των 65 ετών και άνω.