Μεγάλη δημοσιότητα δίνουν αυτές τις μέρες τα κρητικά μέσα ενημέρωσης στον ομογενή Σωκράτη Τσουρδαλάκη με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου του «Οι Κρήτες πρωτοπόροι της Αυστραλίας από το 1829» (Cretan Pioneers of Australia from 1829) στα Χανιά, στο ίδρυμα «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Γράφει χαρακτηριστικά η Εύα Λαδιά στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα»:
«Σωκράτης και Αντώνης Τσουρδαλάκης, πατέρας και γιος, από τις Μέλαμπες, δεν είναι μόνο δυο εξέχοντες ομογενείς αλλά και δύο θερμοί πατριώτες που δείχνουν με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον τους στη γενέτειρα με ή και χωρίς θεσμική ιδιότητα. Ενδιαφέρον που είναι ειλικρινές και ουσιαστικό.
Ανέκαθεν βέβαια η ομογένεια της Μελβούρνης κατέχει μια δεσπόζουσα θέση στη συνείδηση κάθε κρητικού χάρις, στο αποτύπωμα σπουδαίων ανδρών, με πολυσήμαντη δράση που ευτυχώς διατηρείται θαλερή πάντα. Οι δυο σπουδαίοι άνδρες, όμως, που προανέφερα, αποτελούν το πρότυπο.
Ο εξαίρετος ιστορικός ερευνητής κ. Σωκράτης Τσουρδαλάκης μας απασχολεί ευχάριστα τις μέρες αυτές, με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου του «Οι Κρήτες πρωτοπόροι της Αυστραλίας από το 1829».
Το βιβλίο εκδόθηκε στα ελληνικά και τα αγγλικά από την Κρητική Ομοσπονδία Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό αφήγημα που παρουσιάζει την περιπέτεια των Κρητών που έφθασαν στη γη της Αυστραλίας, από τα μέσα του 19ου αιώνα, κάτω από δύσκολες συνθήκες, οργανώθηκαν σε κοινότητες και δημιούργησαν συλλόγους σε όλες τις πολιτείες, με μεγαλύτερους της Μελβούρνης (1956) και του Σίδνεϊ (1959) και σήμερα αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο δραστήρια τμήματα της ελληνικής παροικίας της Αυστραλίας.
Με τον συγγραφέα είχαμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία πάνω σε επίκαιρα θέματα με την ευκαιρία της παρουσίας του στην πόλη μας. Για το έργο του μας είπε σχετικά:
– «Το βιβλίο μου «Οι Πρωτοπόροι Κρήτες της Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας» περιγράφει ονόματα και δραστηριότητες των πρώτων Κρητικών που άρχισαν να καταφθάνουν σταδιακά στην Ωκεανία από το 1829. Που εργάστηκαν, τι δουλειές έκαναν, πότε πήραν την Αυστραλιανή υπηκοότητα και γενικά τη δράση τους. Μερικοί από αυτούς ήταν χρυσοθήρες μετά το 1851 που ανακαλύφτηκε το χρυσάφι στη Ν.Ν.Ο στη Βικτώρια και αργότερα στη Δυτική Αυστραλία, άλλοι εργάστηκαν στη διάνοιξη σιδηροδρομικών γραμμών, άλλοι εργάστηκαν σε φάρμες καλλιεργώντας ζαχαροκάλαμο, άλλοι άνοιξαν μικρομάγαζα (Milk Bars, φρουτάδικα, ψαράδικα, ζαχαροπλαστεία), άλλοι ασχολήθηκαν με την εκτροφή και εμπόριο στρειδιών κ.λ.π.
Η εντόπιση αυτών των πρώτων Κρητικών ήταν πολύ κοπιαστική δουλειά γιατί πολλοί από αυτούς για να αποφύγουν τον ρατσισμό, για να επιβιώσουν επαγγελματικά ή ακόμη να αποφύγουν την απέλαση αγγλοποιούσαν τα επώνυμα τους, τα κουτσούρευαν ή τα άλλαζαν εντελώς. Όπως π.χ. ο Γιάννης Στρατηγάκης από το Μεραμπέλο μετονομάστηκε σε John Sargent, o Κώστας Βογιατζής από την Τουρλωτή της Σητείας έγινε εντελώς Άγγλος και μετονομάστηκε James Morris. Στο Δεύτερο κεφάλαιο αναφέρομαι στα Κρητικόπουλα ή απογόνους Κρητών, που υπηρέτησαν με τον Αυστραλιανό Στρατό σε όλους τους πολέμους που έλαβε μέρος η Αυστραλία. Επτά στον Πρώτο και 61 στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Κορέα, Βιετνάμ ή και αυτούς που υπηρετούν τώρα με τον Αυστραλιανό στρατό. Ένας εξ’ αυτών σκοτώθηκε κατά τη Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο και είναι ενταφιασμένος στο συμμαχικό νεκροταφείο στη Σούδα. Ήταν εγγόνι του Μιλτιάδη Μπιτζανάκη (πολύ παλιού Κρητικού) από τα Παλαιά Ρούματα Κισάμου. Αναφέρομαι επίσης στους Κρήτες που υπήρξαν ιδρυτικά στελέχη της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης που ιδρύθηκε το 1897. Επίσης στους Κρήτες αρχιερείς και ιερείς που υπηρέτησαν ή υπηρετούν σήμερα την Ορθοδοξία στην Αυστραλία και Ν.Ζ. Τέλος κατέγραψα περίπου 4.000 Κρήτες άνδρες και γυναίκες πρώτης γενιάς που μετανάστευσαν στην Αυστραλία και Ν.Ζ. με τη σχετική στατιστική στο τέλος του βιβλίου».

*Κάνετε μια φιλότιμη προσπάθεια χρόνια τώρα για τη διατήρηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας στη μακρινή ήπειρο που βρίσκεστε. Είστε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα;
– «Ναι η ομογένεια της Αυστραλίας διατηρεί ακόμα τη γλώσσα και τις πάτριες παραδόσεις και αυτό οφείλεται καταρχάς στην εκκλησία με τις 120 ενορίες, με ισάριθμα ελληνικά σχολεία σε όλη την Αυστραλία. Επτά κολέγια ελληνικής ιδιοκτησίας με πάνω από 5.000 μαθητές. Δεκάδες άλλα ιδιωτικά σχολεία με χιλιάδες μαθητές. Δεκάδες πολιτιστικοί σύλλογοι από όλη την Ελλάδα με πρωτοπόρους τους Κρήτες. Όλοι αυτοί οι οργανισμοί βοηθούν στην ελληνομάθεια της τρίτης και τέταρτης γενιάς. Σε όλα αυτά μπορώ να πω είναι αρωγός και το Αυστραλιανό κράτος με τρεις Έλληνες βουλευτές στην ομοσπονδιακή βουλή και 11 στα πολιτειακά κοινοβούλια.
Αισθάνομαι επίσης ευχαριστημένος που και εγώ προσωπικά ως δημοδιδάσκαλος επί τριανταπενταετία βοήθησα όσο μπορούσα να κρατηθεί η δεύτερη γενιά κοντά στην Ελλάδα και τις παραδόσεις της».
Εξάλλου ο Αντώνης Παντινάκης γράφει στο Good Net:
“Βρέθηκε στην Αυστραλία το 1965, έχοντας αποφοιτήσει μια τριετία νωρίτερα από την Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης, με σκοπό να γίνει παπάς. Τελικά, μετατράπηκε σε… δημοδιδάσκαλο, λειτούργημα που ασκούσε για 35 χρόνια, για τη μεταλαμπάδευση των ηθών, των εθίμων και της γλώσσας της “μητέρας πατρίδας” στις επόμενες γενιές των απόδημων Ελλήνων της Αυστραλίας! Στην πορεία εξελίχθηκε και σε ιστορικό ερευνητή, αναζητώντας την απαρχή του ελληνισμού της Ωκεανίας.
Ο κ. Σωκράτης Τσουρδαλάκης επιστρέφει κάθε χρόνο στις Μέλαμπες του Δήμου Αγίου Βασιλείου, στο νότο του Ρεθύμνου, για το καθιερωμένο του “προσκύνημα” στη γενέτειρά του. Το ετήσιο “τάμα” του είναι μία οφειλόμενη τιμή στη μνήμη των γονιών του, που εφέτος θα διανθιστεί και από την παρουσίαση του βιβλίου του «Οι πρωτοπόροι Κρήτες της Αυστραλίας από το 1829».
Η πειρατεία ήταν η…. αιτία της εξορίας
Μεταξύ άλλων είπε ο συγγραφέας:
¨Οι πρώτοι Έλληνες δεν πήγαν στην Αυστραλία ως ελεύθεροι πολίτες, αλλά ως εξόριστοι από την αγγλική κυβέρνηση λόγω… πειρατείας!
Η αρχική τους καταδίκη σε θάνατο μετετράπη, κατόπιν παρακλήσεων του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους, σε ισόβια εξορία!
Από τη Βρετανία, όπου μεταφέρθηκαν αρχικά, οι εξόριστοι πειρατές αγκυροβόλησαν στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας. Σε πρώτη φάση, τούς πήραν στη δούλεψή τους
διάφοροι αγγλοσάξονες γαιοκτήμονες, παρέχοντάς τους κάποια αμοιβή.
“Γνωρίζαμε ότι τουλάχιστον ένας από αυτούς ήταν από την Κρήτη, ο Γιώργος Λαρίτσος, από το Ηράκλειο. Θεωρώ ότι και ο Γιώργος Βασιλάκης πολύ πιθανό να είχε κρητικές ρίζες – παρότι παρουσιάζεται ως Υδραίος” είπε κ. Τσουρδαλάκης.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν τα “κύματα” μεταναστών έγιναν μεγαλύτερα, ειδικά μετά το 1950 και την μεταπολεμική περίοδο.
Οικογένειες έμπαιναν στο πλοίο και ταξίδευαν για 23 ολόκληρες μέρες, ψάχνοντας μια νέα ζωή, την οποία έβρισκαν – στην πλειοψηφία τους- στη Μελβούρνη, εκεί όπου έδρευε η βαριά βιομηχανία της Αυστραλίας”.
Οι θυσίες έπιασαν τόπο
Το 2009 ο Σωκράτης Τσουρδαλάκης κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, στο οποίο αναφερόταν κυρίως στις δουλειές που έκαναν οι μετανάστες μεταπολεμικά, πώς ίδρυσαν το Σύλλογο και ποια ήταν η δράση τους.
Ο Μελαμπιανός συγγραφέας πρόφτασε να γνωρίσει και τον αείμνηστο Γιώργη Νικάκη από το Γαβαλοχώρι Αποκορώνου, που πήγε στην Αυστραλία το 1926, στον οποίο έτρεφε απεριόριστο σεβασμό.
“Πού να φανταστώ ότι 100 χρόνια πριν από εκείνον είχαν έρθει κι άλλοι Κρητικοί μετανάστες!” αναλογίζεται ο κ. Τσουρδαλάκης, που κρατά ψηλά τη σημαία της Κρήτης στην ομογένεια.
Αποκτώντας πρόσβαση στα αυστραλιανά κρατικά αρχεία, τα οποία και “ξεψάχνισε”, βρήκε πάρα πολλούς Έλληνες και Κρητικούς, πριν την εποχή του Γιώργη Νικάκη.
“Ήταν δύσκολη δουλειά, πολλοί εξ αυτών μετέτρεψαν τα επώνυμά τους στα αγγλικά. Π.χ
ο Κώστας Βογιατζής από την Τουρλωτή Σητείας μετονομάστηκε σε James Morris, ο Γιάννης Στρατηγάκης από το Μεραμπέλλο μετονομάστηκε σε John Sargen. Το ίδιο έκαναν δεκάδες άλλοι, θέλοντας να αποφύγουν τον ρατσισμό– οι αγγλοσάξονες τότε έβλεπαν τους ξένους με κακό μάτι” αποκαλύπτει ο κ. Τσουρδαλάκης, σημειώνοντας: “Οι πρώτοι Έλληνες υπέφεραν, αλλά σιγά σιγά με πολλές θυσίες και οικονομίες κατάφεραν να ορθοποδήσουν: άνοιξαν μικροεπιχειρήσεις, μικρομάγαζα: ψαράδικα, μανάβικα, ζαχαροπλαστεία κλπ. Με τον καιρό τους αποδέχτηκαν”.
Κάποιοι από τους πρώτους μετανάστες μπήκαν παράνομα στην Αυστραλία, οι πιο πολλοί όμως πέρασαν από το “κόσκινο” των τοπικών αρχών.
Το 1965 που ήρθε η δική του σειρά για να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς, τα πράγματα είχαν σαφώς ομαλοποιηθεί σε όλα τα επίπεδα: το μέρος φάνταζε πιο φιλόξενο, οι ντόπιοι ήταν πιο καταδεκτικοί με τους αλλοδαπούς».