«Τα τελευταία χρόνια η κοινωνία ζητά μία κριτική προσέγγιση στα κλασικά παραμύθια. Αμφισβητώντας στερεότυπα του τύπου “η γυναίκα πρέπει να είναι πάντα όμορφη, να παντρεύεται έναν πρίγκιπα”, βρίσκουμε πλέον πολλές διασκευές ή ανατροπές κλασικών παραμυθιών. Προκύπτουν έτσι αφηγήσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στα νέα ζητούμενα.
Ωστόσο, η υπερβολή οδηγεί σε νέα στερεότυπα, φτάνοντας στο άλλο άκρο – ο ρόλος του αρσενικού αποδυναμώνεται, μπορεί ακόμη και να εξαφανίζεται, γεγονός που προξενεί δυσαρμονία μεταξύ των φύλων. Ή ο λύκος, ιδωμένος μέσα από το οικολογικό πρίσμα, γίνεται… χορτοφάγος», λέει η Ελένη Σβορώνου, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, και προσθέτει: «Τα παραμύθια, εκτός του κοινωνικού, λειτουργούν και σε ένα βαθύτερο συμβολικό επίπεδο. Η ομορφιά, για παράδειγμα, παραπέμπει στο “καλό και αγαθό”, στην ψυχική ομορφιά. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αντιπροσωπεύουν για το μικρό παιδί τη θέληση των γονιών. Αν καταργηθούν ως αντιδημοκρατικοί, χάνεται το νόημα».
«Το θέμα της βίας επίσης ερμηνεύεται καθ’ υπερβολήν ως κάτι κακό για τα παιδιά, ενώ ο ρόλος του είναι ουσιαστικός: συμβολίζει όλους τους φόβους και τους κινδύνους που πρέπει να ξεπεράσει ένα παιδί. Οταν ο ήρωας νικάει το κακό, βοηθάει το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, να αναμετρηθεί με το κακό και να εξέλθει του κινδύνου καλύτερο και ωριμότερο.
Επομένως, αν εξοβελίσουμε τον κίνδυνο -που μπορεί να έχει τη μορφή του τέρατος, του γίγαντα, του δράκου- εξοβελίζουμε και την ευκαιρία της αναμέτρησης μαζί του, οπότε το παραμύθι παύει να επιτελεί τη λειτουργία του. Δηλαδή, όσο περισσότερο προσπαθούμε να προστατέψουμε ένα παιδί από τη λογοτεχνία αυτού του είδους, τόσο δυσχεραίνεται η διαδικασία τού να παλέψει τους δικούς του φόβους. Υποθάλποντας όμως τελικά ανείπωτους και ανεπεξέργαστους φόβους, αυτοί μπορεί να μετατραπούν σε βία.
Επειδή συνήθως λέμε τα παραμύθια την ώρα του ύπνου, ορισμένα ιδιαίτερα ευαίσθητα παιδιά επηρεάζονται από τη βία και δυσκολεύονται να κοιμηθούν – μπορεί μάλιστα τα ίδια τα παιδιά να σταματούν τους γονείς. Κάποια άλλα ζητούν να ακούσουν ξανά και ξανά το ίδιο παραμύθι – είναι ένας τρόπος να έρθουν αντιμέτωπα με τους φόβους τους, να τους επεξεργαστούν, να αντλήσουν δύναμη από το παραμύθι επειδή υπερισχύει πάντα ο ρόλος του καλού, ενώ παράλληλα διατρανώνεται μέσα τους ο ρόλος του δικαίου», υπογραμμίζει η Αλεξάνδρα Καππάτου, ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος.
Aκόμη και η ομορφιά της Χιονάτης μπήκε στο στόχαστρο καθώς σύμφωνα με τη μοντέρνα οπτική προωθεί στερεότυπα
Οι εμπειρίες
«Ως παιδιά, παραμύθια απολαμβάναμε με τα αδέρφια μου από τον παππού μας τον Γιώργη – οι διηγήσεις του ήταν όσα είχε ζήσει στα θαλασσινά του ταξίδια, πάντα διανθισμένα υπερβολικά με εξωτικά στοιχεία, νεράιδες, αερικά… Κι εμείς κρεμόμασταν από το στόμα του. Η υπερβολή και το εξωπραγματικό στοιχείο, απαραίτητα για τη δημιουργία ελκυστικού κλίματος στα παραμύθια. Πρέπει να προκαλούν φόβο, τρόμο, θαυμασμό, διάθεση για μίμηση του ωραίου και του καλού και αποστροφή του άδικου, το κακού, του άσεμνου», ανασύρει μνήμες η γιαγιά Μαίρη Κώνστα, η οποία έχει περάσει το κατώφλι των 90.
Αλλάζοντας ρόλο αργότερα, συμπληρώνει: «Οταν ήρθε η δική μου σειρά να λέω παραμύθια στα εγγονάκια μου, προσπαθούσα να στηλιτεύω τα κακά και άσχημα γιατί παρατηρούσα ότι δυσανασχετούσαν. Ενώ στα όμορφα ακούσματα τα προσωπάκια τους έδειχναν αμέσως ικανοποίηση, λαχταρούσαν για την αποκατάσταση του σωστού και δίκαιου. Θεωρώ ότι πρέπει να βρισκόμαστε κάπου στη μέση – ούτε να διαγράφουμε εντελώς την αγριότητα, αφού υπηρετεί τον ρόλο της, ούτε και να την τονίζουμε, επειδή τότε είναι σαν να την παραδεχόμαστε. Εξάλλου, αν δεν συμπεριλάβουμε το κακό στα παραμύθια -ως ένα βαθμό έστω- πώς θα αντιδιαστείλουμε το καλό;» καταλήγει.
«Οταν υπάρχει βία στα παραμύθια κάνω αλλαγές – τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας δεν την έφαγε ο λύκος, αλλά έπαιζαν μαζί.
Μετά τα “Τρία Γουρουνάκια” διαβάζαμε σε αντιδιαστολή τα “Τρία Μικρά Λυκάκια” του Τριβιζά – στο ένα φαίνεται κακός ο λύκος, στο άλλο όμως δεν είναι, όλοι κρίνονται από τη συμπεριφορά τους. Εννοείται πως ακολουθεί συζήτηση. Χιονάτη δεν έχουμε διαβάσει – υπάρχουν έντονα τα στερεότυπα των δύο φύλων…» σημειώνει η κυρία Ιωάννα Σβήρκου, μητέρα δύο αγοριών – μαθητής τρίτης δημοτικού ο μεγάλος, νηπιαγωγείου ο μικρότερος.
Η ίδια, πτυχιούχος Φιλοσοφικής και πρόεδρος του συλλόγου γονέων στο σχολείο των παιδιών της, στα Πατήσια – Αγ. Ελευθέριο, παρατηρεί: «Τα κλασικά παραμύθια μου φαίνεται πως είναι γραμμένα πολύ επιθετικά. Κάποιες φορές τα γλυκαίνω, άλλες πάλι μπορεί να τα διαβάσω όπως είναι. Αλλωστε, επειδή υπάρχουν και θέματα βίαιης συμπεριφοράς στο σχολείο, είναι κομμάτι της καθημερινότητας των παιδιών. Σε κάθε περίπτωση, προσπαθούμε να πούμε ότι δεν είναι αυτός ο τρόπος». Για το θέμα των παρεμβάσεων στα αρχικά κείμενα στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, η κυρία Σβήρκου αναφέρει: «Δεν θα ήμουν τελείως αντίθετη στο να γίνει προσαρμογή ορισμένων. Ομως αυτό μπορεί να γίνει και προφορικά, δεν χρειάζεται πια να τα γράφουμε όλα “σωστά”. Δεν ζούμε σε μία τέλεια κοινωνία».
Σε αναγνώσματα από το εξωτερικό, όπως «Η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά», δεν χρησιμοποιούνται λέξεις που θεωρούνται πλέον ρατσιστικές.
Με πληροφορίες από το Πρώτο Θέμα.