Η διαχρονική μελέτη από κοινωνική και πολιτική έρευνα, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε με εμπειρικά τεκμηριωμένη βεβαιότητα, ότι κατά την Ιταλική κατοχή, η ροδιακή και γενικά η δωδεκανησιακή κοινωνία δεν υπέστειλαν το ελληνικό τους φρόνημα, αλλά κράτησαν γενναία υψηλό ποσοστό ήθους και με καρτερικότητα ανέμεναν την λευτεριά.

Βασικοί θεσμοί που λειτούργησαν με παραδειγματικό τρόπο, κάτω από την σκληρή κατοχή, ήταν:

Η Παιδεία, η Εκκλησία, οι Κοινωνικοί φορείς, τα Αθλητικά σωματεία, οι Ομογενείς και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων. Αυτοί είχαν ως βασικό στόχο και ουσιαστική προσφορά την υπεράσπιση και την ανιδιοτελή αρωγή ώστε να κρατηθεί όρθια η κοινωνία, ο ελληνικός πληθυσμός.

Η αλληλεγγύη εκδηλωνόταν σε κάθε περίπτωση, παρά το γεγονός πως δεν υπήρχε ελευθερία λόγου και πράξεων, δικαιοσύνη και ποιότητα ζωής. Επί πλέον επικρατούσαν ακραίες συνθήκες φτώχειας, γι’ αυτό και υπήρχαν έρανοι και μαθητικά συσσίτια. Με τον τρόπο αυτό ο λαός στήριζε τον ίδιο τον λαό, απομακρύνοντας όσο μπορούσε από τα επακόλουθα της κατοχής, όπως τη βία, την αναξιοκρατία, την έλλειψη πολιτισμού.

Ο ανελέητος ιταλικός φασισμός οδήγησε χρόνο με το χρόνο σε εξασθένιση λόγω ακραίας ασιτίας, υποσιτισμού, αφαγία, στο θάνατο. Άλλοι άνθρωποι βρήκαν θάνατο και άλλοι βασανίστηκαν και εξορίστηκαν εκτός της Ρόδου.

Μια κοινωνία καταρρακωμένη, αλλά όχι κατακερματισμένη.

Υπήρξαν βέβαια κάποιες διχόνοιες, διακρίσεις και διχοτομήσεις, αλλά αυτές δεν απείλησαν την κοινωνική συνοχή, ούτε μείωσαν τον δίκτυ των αξιών.

Ο Γαβριήλ Μίσιος ναύτης στο καταδρομικό «Έλλη». Φώτο: Supplied

Η απεικόνιση της αλληλεγγύης, εκδηλωνόταν σε πολλούς τομείς, Έστε μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε πως κυριαρχούσε η ανθρωπιά. Ένα φαινόμενο που απλωνόταν από χωριό σε χωριό και από νησί σε νησί. Υπήρχε ειλικρίνεια και αυθεντικότητα στις σχέσεις των ανθρώπων. Μέσα από την αγαστή αυτή κοινωνική και ανθρώπινη κατάσταση, ξεπηδούσε η ελπίδα και η καρτερικότητα, για μια μελλοντική απαλλαγή από την κατοχή. Για ελευθερία και επαναφορά στη μητέρα Ελλάδα.

Τα Σχολεία της Ρόδου, από τα πρώτα χρόνια της κατοχής ανταποκρίθηκαν ως ένα ζωντανό κύτταρο κοινωνικής παρέμβασης, με αυταπάρνηση και αυτοοργάνωση. Διαμόρφωσαν την εθνική ταυτότητα μαθητών και μαθητριών.

Παρουσίασαν ένα μηχανισμό γνώσεων όταν ο ιταλικός φασισμός προσπάθησε να τα μετατρέψει σε ακραίο εθνικιστικό και φασιστικό προπύργιο. Η ανθελληνική προπαγάνδα των Ιταλών δεν πέτυχε, δεν υιοθετήθηκε χάρη σε φωτισμένους εκπαιδευτικούς οι οποίοι την ώρα των θρησκευτικών μάθαιναν τα ροδιτόπουλα ελληνικά γράμματα Γλώσσα και Ελληνική ιστορία.

Επίσης τα μαθητικά συσσίτια των απόρων μαθητών κράτησαν ζωντανά να πεινασμένα παιδιά.

Οι Κοινωνικοί Φορείς. Πρωτεύοντα ρόλο έπαιξαν η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών και Δεσποινίδων, η Εργάνη Αθηνά. Άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη διατήρηση και τη διασφάλιση της τοπικής παράδοσης και της πολιτιστικής ταυτότητας στάθηκαν οι δυο αυτοί φάροι. Βοήθησαν την τοπική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

Μέσα από τις δράσεις και τις ενέργειες που αναλαμβάνουν επιδιώκουν να διατηρούν αναλλοίωτη την παράδοση του τόπου.

Οι Ομογενείς, από όλα σχεδόν τα μέρη του κόσμου, απέστελλαν μικρά και μεγάλα χρηματικά ποσά με τα οποία ιδρύθηκαν σχολεία, εκκλησίες, δρόμοι, επισκευάστηκαν ιεροί ναοί και λύθηκαν σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της πόλης και των χωριών.

Η αέναη προσφορά τους ήταν εξαιρετικά σημαντική.

Ένας βασικό θεσμός που ξεκίνησε από τους αρχαίους ελληνικούς χρόνους ήταν ο Αθλητισμός. Πολλά αθλήματα ανέδειξε ο Γυμναστικός Σύλλογος «Διαγόρας» ο οποίος πρόσφερε εθνικό – τοπικό έργο με μουσική, θέατρο, ομιλίες, εράνους κλπ.

Το 1924, ιδρύεται ο Δωδεκανησιακός Αθλητικός και Ναυτικός Σύλλογος «Δωριεύς», ο οποίος και για πρώτη φορά καθιερώνει το ποδόσφαιρο.

Ένα ναυτάκι από τη Σύμη, γίνεται ο ιδρυτής αυτού του φορέα, που όχι μόνο θα ιδρύσει ομάδες ποδοσφαίρου, αλλά και άλλα αθλήματα καθώς και πνευματικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, κάτω από τη μύτη του ιταλικού φασισμού. Είναι ο Γαβριήλ Μίσιος, ένας ευπατρίδης που τίμησε τα Δωδεκάνησα, με τους αγώνες του, το ήθος του, την αποτελεσματικότητά του.

Υπηρέτησε ως ναύτης στο καταδρομικό «Έλλη» και μόλις επέστρεψε στη Ρόδο άρχισε τη δράση του. Ίδρυσε τον «Δωριέα», καθώς και άλλες αθλητικές ομάδες, αποσπώντας νίκες από αντίστοιχες ομάδες των Ιταλών της Ρόδου. Τόση ήταν η εθνική του δράση ώστε οι Ιταλικές Αρχές αφού τον παρακολουθούσαν και διαπιστώνοντας την δράση του, το εξόρισαν στο νησί της Τήλου.

Το πατριωτικό του έργο μπορεί να χωριστεί σε πολλούς τομείς.

Δυο όμως είναι οι βασικοί, τομείς που αφιερώθηκε και αφοσιώθηκε με πάθος και μεθοδικότητα:

Ο ένας ήταν να γυμνάσει τα νέα παιδιά της Ρόδου, στα οποία ενεφύσησε τον πατριωτισμό και την ευγενή άμυλα. Από την ίδρυση του «Δωριέα» μέχρι και στα ελεύθερα χρόνια, όταν δηλαδή απελευθερώθηκαν τα Δωδεκάνησα. Επί πλέον ίδρυσε την Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Δωδεκανήσου.

Ο άλλος τομέας είναι η αρθρογραφία του, από το 1947 και μετά στις τοπικές εφημερίδες, όπου αποτύπωσε την κοινωνία της Ρόδου και της Δωδεκανήσου, όχι μόνο στον αθλητισμό, αλλά και σε μια σειρά άλλων δραστηριοτήτων, επαγγελμάτων κλπ. Τα γραπτά του κείμενα αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες με μια μοναδικότητα, όπου ανοίγονται θύρες για την κατανόηση της εποχής με «ταυτοτικά» στοιχεία.

Για να επιζήσει, διετέλεσε αντιπρόσωπος φαρμάκων, νοσοκόμος κλπ.

Σύμφωνα με προφορικές και γραπτές μαρτυρίες, που έχουμε στην κατοχή μας, μετά από σχετική έρευνα, οι Δωδεκανήσιοι εξέφραζαν όχι μόνο το θαυμασμό τους για το έργο του αγωνιστή, αλλά και αναγνώριζαν το πάθος του, την αντιστασιακή του δράση, τον πατριωτισμό του.

Γι’ αυτό και ο Δήμος Ρόδου, έδωσε το όνομά του σε ένα δρόμο της πόλης, ως ένδειξη αναγνώρισης.

Ο Γαβριήλ Μίσιος ας γίνει φωτεινό παράδειγμα, στην εποχή μας, όπου υπάρχει έλλειμμα ανθρωπιάς, ντομπροσύνης, σεβασμού και αλληλεγγύη.

Οι τοπικές οντότητες οφείλουν να υπηρετήσουν την κοινωνία και τις τοπικές υποθέσεις , με ουσιαστικό έργο, με αξιοπρέπεια, με ασφάλεια προς τον πολίτη. Με στόχο και σχεδιασμό για ένα καλύτερο μέλλον.