ΓΙΑ άλλη μια φορά, που όλα δείχνουν, πως δεν θα είναι και η τελευταία, αγνόησα την χιλιοειπωμένη ρήση που διακηρύτtει ότι:
ΛΕΓΕ αλήθειες να βρεις το μπελά σου και πες ψέματα να κάνεις τη δουλειά σου!
Η πιο πάνω ρήση, αφορά τρία από τα τέσσερα θεματάκια, που σχολίασα την περασμένη βδομάδα και σχόλια αφορούσαν τον παροικιακό… εμφύλιο για την αρίθμηση του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ, την ταινία “Πίσω από τις θημωνιές”, και το κτήριο της Λημνιακής Κοινότητας.
ΤΟ κύριο θέμα της στήλης, που ήταν η εγκατάλειψη και ερήμωση των ορεινών χωριών της πατρίδας μας, προς μεγάλη μου έκπληξη, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, χωρίς κανένα σχόλιο.
ΕΠΙΔΗ, κατά τη γνώμη μου, η εγκατάλειψη και ερήμωση την ορεινών χωριών και η συνεχόμενη μείωση του πληθυσμού της, είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελλάδας, περίμενα και κανένα σχόλιο, όσο ακόμα επικοινωνούμε και μπορούμε να συνεννοηθούμε…

ΚΑΙ η ερώτηση του ενός… δολαρίου: μήπως, ρε συμπάροικοι, έχετε ρίξει “μαύρη πέτρα πίσω”, στον κόσμο της εφηβείας σας και δεν σας ενδιαφέρει το χωριό σας, οι ρίζες σας και η έρμη η πατρίδα;
ΜΗΠΩΣ, πίνετε και σεις νεράκι, από την αστέρευτη αυστραλιανή πηγή της λησμονιάς;
ΓΙΑΤΙ αν είναι έτσι, την βάψαμε και αν, κοντά στο νερό της λησμονιάς, που πίνουμε όλοι σταγόνα-σταγόνα, άλλοι για 40 χρόνια και άλλοι σαν εμένα για 50, και ακόμα περισσότεροι, για 60 και… 70(!)…
ΚΑΙ από κοντά τα γηρaτιά και το αλτσχάϊμερ, που υποσκάπτει αργά, αλλά σταθερά, τα θεμέλια της μνήμης μας, σε λίγα χρόνια θα συναντιόμαστe και δεν θα γνωριζόμαστε.
ΤΩΡΑ θα μου πείτε και έχετε δίκιο, τι σημασία έχουν όλα αυτά, στην ηλικία που είμαστε;
ΠΟΥ κουράγιο (και μυαλό…) για έξτρα έννοιες και διάθεση ανάκλησης, τέτοιων μνημών, από τον μακρινό παιδικό κόσμο της νιότης μας στην πατρίδα, που με τα χρόνια αρχίζει να ξεθωριάζει και το χώρο που είχε στην μνήμη μας, καταλαμβάνει η λήθη…
ΚΑΙ πάλι δίκιο έχετε, αφού, στο κάτω-κάτω της γραφής, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, “όπου γης τάφος”, μέχρι να περάσουμε στο… κενό.
ΣΥΝΕΠΩΣ, “νο γουόρις”, τελεία και παύλα, “φούρνος να μην καπνίσει” και πάμε πιο κάτω…
ΑΠΟ τα άλλα τρία θέματα που σχολιάστηκαν, μακράν τα περισσότερα σχόλια, έγιναν για την αρίθμηση του Φεστιβάλ, αλλά επ’ αυτού, το μόνο που έχω να προσθέσω είναι: θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου…
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ τρία τέσσερα σχόλια για το έργο “Πίσω από τις θημωνιές” της Ασημίνας Προέδρου (για το οποίο και θα γράψω πιο κάτω) και άλλα τόσα, από δυσαρεστημένους, για τα όσα έγραψα για το κτίριο της Λημνιακής Κοινότητας.
ΩΣ εκ τούτου, όσο αφορά το κτίριο της Λημνιακής Κοινότητας, στο Armstrong St. στο Midle Park, έγραψα, ότι είδαν τα μάτια μου.

ΔΗΛΑΔΗ, την επιγραφή, στην κορυφή του κτιρίου ξεθωριασμένη και τα δύο μαγαζιά του ισογείου άδεια, όπως μπορείτε να δείτε και εσείς με τα ματάκια σας, στις φωτογραφίες που έβγαλα προχθές και δημοσιεύω.
ΜΙΑ εικόνα δηλαδή, “παρακμής και εγκατάλειψης”, για αυτό και υπέθεσα ότι το κτίριο ενδεχομένως να έχει πουληθεί, μιας και πριν κάνα δυο χρόνια, διάβασα στον Ν.Κ., (στην Ελλάδα όπου βρισκόμουν), ότι η Κοινότητα σχεδίαζε να το πουλήσει.
ΠΕΡΥΣΙ τα Χριστούγεννα, που επέστρεψα στην Μελβούρνη, ρώτησα τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας, αν πουλήθηκε το κτήριο και μου είπε ότι δεν γνωρίζει.
ΤΗΝ περασμένη Πέμπτη, μου τηλεφώνησε η εφημερίδα και μου
είπε, πως ο κ. Άγγελος Ρηγόπουλος, από τη Λήμνο, τηλεφώνησε και διαμαρτυρήθηκε, για αυτά που έγραψα, πως το κτίριο είναι εγκαταλειμμένο.
ΤΟΥΣ είπε επίσης ότι το κτίριο έχει ανακαινισθεί και τα δύο μαγαζιά, όπως και ο πρώτος όροφος, έχουν νοικιαστεί και εισπράττει από τα από τα ενοίκια η Κοινότητα, 250.000 δολάρια το χρόνο.
ΜΟΥ έδωσαν επίσης και το τηλέφωνό του και τηλεφώνησα στον κύριο Άγγελο, για να του πω, πως το ένα μαγαζί παραμένει ακόμα εντελώς άδειο και το άλλο, έχει μέσα μπάζα και οικοδομικά υλικά και μοιάζει, σαν να έχει πρόσφατα “δραπετεύσει”, από την βομβαρδισμένη Γάζα…
ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, να μην έχει τελειώσει ακόμα η ανακαίνιση, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Ρηγόπουλος.
ΣΤΟ μεταξύ, αν και μετά όσα έγραψα σήμερα (και τις φωτογραφίες), δεν πείστηκαν και οι άλλοι, που τηλεφώνησαν να διαμαρτυρηθούν, το μόνο που απομένει, είναι να έρθουν στο Middle Park και να δουν τα μαγαζιά και το κτήριο, με τα μάτια τους.
ΝΑ προσθέσω και δυο λόγια, από τη συζήτηση που είχα, με τον ευγενικό και πρόσχαρο 87χρονο, Άγγελο Ρηγόπουλο, που κατάγεται από το χωριό Τσιμάντρια της Λήμνου και ήρθε στην Αυστραλία στις 27 Μαρτίου του 1961.
ΛΙΓΟ μετά την άφιξή του, και αφού έμεινε κάποιο διάστημα στο Bendigo, αγόρασε ένα μαγαζάκι στο Englewood, το οποίο κράτησε μέχρι το 1969, που το πούλησε και το 1970 μετακόμισε στην Μελβούρνη και αγόρασε ένα άλλο μαγαζί εδώ.
ΤΑ χρόνια εκείνα, έγινε μέλος και της Λημνιακής Κοινότητας, ενώ τον Νέο Κόσμο, τον αγόραζε, απ’ όταν ήταν ακόμα στο Bendigo.
ΟΤΑΝ του τηλεφώνησα και συστήθηκα, μου είπε ότι με ξέρει πολύ καλά και με διαβάζει, από τότε που άρχισα να γράφω στην εφημερίδα. Να σου ζητήσω και συγνώμη (μου λέει) αν σε στεναχώρησα με όσα είπα.
ΜΟΥ είπε ακόμα, ότι τα χρήματα των ενοικίων από το κτίριο στο Middle Park, τα χρησιμοποιεί η Κοινότητα να πληρώνει τα έξοδα στη φάρμα που πηγαίνουν κάθε Πέμπτη οι ηλικιωμένοι.
ΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ με, με βεβαίωσε ότι θα συνεχίσει να διαβάζει και εμένα και τις τρεις εκδόσεις του Νέου Κόσμου κάθε βδομάδα και να πω χαιρετίσματα στον Σωτήρη Χατζημανώλη.
ΚΑΙ τελειώνω, με την καλύτερη ταινία, που προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ, που κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν άλλη, από την ταινία της νέας σκηνοθέτριας, Ασημίνας Προέδρου, “Πίσω από τις θημωνιές”.
ΚΑΙ επειδή μου άρεσε, έκανα ό,τι κάνω πάντα, όταν διαβάζω ένα βιβλίο, που μου άρεσε πολύ, ή βλέπω μια καλή ταινία, όπως αυτή της Προέδρου, που πρότεινα στους αναγνώστες να την δουν.
ΚΑΙ αρχίζω με το μήνυμα, ενός πρώην συναδέλφου και καλού φίλου, που μου έγραψε, πως έφυγε από τη μέση της ταινίας και έκτοτε την δυσφημίζει, και θέλει να βρεθούμε, να του εξηγήσω γιατί τη “λάτρεψα”.
ΝΑ λοιπόν, γιατί έγραψα ότι έγραψα, πως είναι δηλαδή, μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που έχω δει την τελευταία δεκαετία:
ΔΥΟ βδομάδες, πριν δω την ταινία της Προέδρου, είχα δει (διαδικτυακά) την ταινία “Καθυστερημένη άνοιξη”, του Μεγάλου (με κεφαλαίο μι!) Ιάπωνα σκηνοθέτη, Γιασουτζίρο Όζου, που γεννήθηκε το 1903 και πέθανε στο Τόκιο το 1963.

Ο Όζου, πίστευε, πως ο κατεξοχήν συμπαγής πυρήνας και τα θεμέλια κάθε κοινωνίας, είναι η οικογένεια, γι’ αυτό σχεδόν όλες τους οι ταινίες, επικεντρώνονταν γύρω από οικογενειακές ιστορίες.
ΚΑΙ επειδή, δεν του έλειπε και το εκλεπτυσμένο γιαπωνέζικο χιούμορ, αποκαλούσε τα αριστουργήματα που κινηματογραφούσε… “δράματα δωματίου”.
Ο Όζου, με τον επίσης δικό του ιδιαίτερο γιαπωνέζικο τρόπο, αντέγραψε τους Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη που είχαν γράψει τις γνωστές αξεπέραστες τραγωδίες, για τις οικογενειακές ιστορίες, των Ατρειδών, των Λαβδάκων και του Λαομέδοντα.
ΤΟΝ δρόμο που ακολούθησε ο Όζου και άλλοι αξεπέραστοι “οικογενειακοί” δραματουργοί, όπως Σαίξπηρ, επέλεξε να ακολουθήσει στην πρώτη της ταινία και η Ασημίνα Προέδρου.
ΒΑΣΙΣΕ το σενάριο της ταινίας της, σε ένα μεθωριακό χωριό τους Κιλκίς, δίπλα στη λίμνη των Πρεσπών και εστίασε τον φακό της, στα ψέματα, τα μυστικά, την έλλειψη επικοινωνίας, μεταξύ των μελών της οικογένειας και την περίσσια υποκρισία…
Η ταινία παρουσίασε χωριστά, την τριμελή οικογένεια (πατέρα, μάνα και κόρη) αποκαλύπτοντας τα… ιερά οικογενειακά τους μυστικά και τελείωσε με έναν τραγικό επίλογο. Την αυτοκτονία (από τύψεις) του πατέρα. Τα αποθέματα της υποκρισίας είχαν τελειώσει…
ΚΑΙ δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό τέλος, αφού, ο μικρόκοσμος των χωριών της επαρχίας, ζει δυο καταπιεστικές ζωές, μια για τον εαυτό του και την οικογένειά του και μια άλλη, “για το τι θα πει ο κόσμος”.
ΝΑ προσθέσουμε, εδώ, πως η δεύτερη είναι αυτή που κυριαρχεί καθορίζει την κοινωνική του συμπεριφορά.
ΑΥΤΟ το οικογενειακό κουτί της Πανδώρας, που άνοιξε η Ασημίνα, είδαμε τι συμβαίνει, όχι μόνο μέσα στο σπίτι, αλλά και στα δωμάτια του
ΚΑΙ ο επίλογος: δυο μέρες πριν πεθάνει, επισκέφθηκε τον Όζου, στο κρεβάτι του σπιτιού του, ο οπερατέρ του με τον οποίο γύρισε τις περισσότερες ταινίες του…
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ, για τελευταία φορά πριν πεθάνει, ο Γιασουτζίρο του λέει: “λοιπόν κύριε Kido, φαίνεται ότι μέχρι τέλους, όλα ένα δράμα δωματίου είναι “.
ΚΑΙ δεν θα μπορούσε άλλωστε, να τον αποχαιρετίσει διαφορετικά, ο άνθρωπος που διάλεξε εκεί που θάφτηκε η στάχτη του, να μην γραφεί το όνομα, αλλά, να μπει ένα ιδεόγραμμα, που στα γιαπωνέζικα συμβολίζει την λέξη κενό.
Μπ. Στ.
