Το My Rembetika Blues προβλήθηκε την περασμένη Πέμπτη στο Marrickville του Σίδνεϊ. Η Ελληνοαυστραλή σκηνοθέτις Μαίρη Ζουρναζή, στο συναισθηματικό της ντοκιμαντέρ, παρακολουθεί το ταξίδι των προγόνων της από τη Σμύρνη (που τώρα ανήκει στην Τουρκία), στο σπίτι της στο Σίδνεϊ και μέσα από αυτό, αποκαλύπτει κάτι περισσότερο από την ιστορία της οικογένειάς της.
Η Ζουρναζή εμβαθύνει στην έρευνα, καταλήγοντας σε μια οικεία κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα Ρεμπέτικα συνέδεσαν εκατομμύρια Μικρασιάτες πρόσφυγες που στριμώχνονταν στα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Νέας Υόρκης.
Η μουσική των Ρεμπέτικων ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά σε μικρά στούντιο στη Νέα Υόρκη αφιερωμένα σε νέους ήχους που αναδύονταν στην Αμερική, τα μπλουζ, την τζαζ και το μπλου γκρας. Εκεί ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά η μεγάλη Ρόζα Εσκενάζυ, η Ελληνοεβραία ρεμπέτισσα.
Οι Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες μοιράστηκαν τον χώρο με τους Αφροαμερικανούς, καθώς και με νέους φτωχούς μετανάστες όπως Εβραίους, Αρμένιους και Ρομά, αναζητώντας καταφύγιο από τους πολλούς πολέμους και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία πυροδότησε τον καταστροφικό Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη νέα Σοβιετική Ρωσία.
Το ντοκιμαντέρ εξερευνά τα ρεμπέτικα μπλουζ με ευαισθησία και βαθιά ωμότητα, ως μια μουσική αφήγηση των πρώτων μεγάλων και αιματηρών «ανταλλαγών» πληθυσμών του 20ού αιώνα. Σχεδόν δύο εκατομμύρια Έλληνες αντιμετώπισαν τον θάνατο, τις διώξεις και τελικά την εξορία από τα πατρογονικά τους εδάφη στη Μικρά Ασία (σημερινή Τουρκία) μετά την Καταστροφή του 1922. Αυτοί οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, που υπήρξαν τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, οδηγούν στη δημιουργία του ελληνικού αστικού blues, του ρεμπέτικου.
Η ταινία εστιάζει στην εξορία και τη μετανάστευση ως τις βασικές ρίζες αυτού του αστικού μείγματος Δύσης και Ανατολής, βυζαντινού και οθωμανικού ή σεφαραδίτικου και κλέζμερ, φολκ και τζαζ. Το ρεμπέτικο μεταμόρφωσε τον ήχο της σύγχρονης Ελλάδας και την ίδια την Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1920, το κράτος και οι αρχές προσπάθησαν να απαγορεύσουν τα ρεμπέτικα και να εφαρμόσουν τον νόμο σε όσους εμπλέκονταν στην αναπαραγωγή αυτής της μουσικής. Ένας μποέμικος τρόπος ζωής στο περιθώριο της καθώς πρέπει κοινωνίας και μια νέα μορφή ανατολικής, μικροτονικής, μελισματικής και παθιασμένης μουσικής δεν ευθυγραμμίστηκαν με την προσπάθεια να «δυτικοποιηθεί» η Ελλάδα από τις νέες ελίτ.
Ωστόσο, μέσα στα 100 χρόνια από τη γέννηση του ρεμπέτικου, η φόρμα του, όπως και το αφροαμερικανικό μπλουζ, έχει εξελιχθεί, έχει αλλάξει και έχει ενσωματώσει διαφορετικά στυλ μουσικής, όπως Jazz, Canto, Latin, Flamenco και Rock, ακόμη και νέους εκλεπτυσμένους τόνους. Ένα από τα θέματα της ταινίας της Ζουρναζή, ο Νέγρος του Μοριά, είναι ένας Αφρο-Έλληνας ράπερ, που συνδυάζει ραπ, λαϊκά και ρεμπέτικα μπλουζ για να αντιμετωπίσει σύγχρονα ζητήματα και πραγματικότητες στην Ελλάδα. Η Ζουρνάζη μπλέκει διάφορες ιστορίες και συνεντεύξεις με μουσικούς, μέλη της οικογένειας και ειδικούς στα ρεμπέτικα, κοινώς γνωστά ως τα Ελληνικά Blues.
