Σε αύξηση του ταμειακού επιτοκίου της (cash rate), μετά από τέσσερις μήνες… σε αναμονή, προχώρησε η Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας (RBA), κατά 0,25%, κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου ανήμερα του Melbourne Cup, αφήνοντας πικρή γεύση στην αργία για τους κατόχους δανείων, αν και τα νέα κάθε άλλο παρά δυσάρεστα ήταν γι’ αυτούς που έχουν καταθέσεις και όχι δόσεις να αποπληρώσουν.

Το επιτόκιο της RBA είναι πλέον στο 4,35%, το υψηλότερο εδώ και 12 χρόνια -από τον Νοέμβριο του 2011- για την Αυστραλία, σε μία προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού που επιτάχυνε εκ νέου, κυρίως λόγω των τιμών πετρελαίου, αλλά όχι μόνο.

Για τέσσερις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της Τράπεζας το επιτόκιο είχε διατηρηθεί στο 4,10%, μετά από 12 αυξήσεις, καθώς στις αρχές Μαΐου του 2022, πριν η ακρίβεια τραβήξει την ανηφόρα, ήταν στο ιστορικό χαμηλό του 0,10%.

Το +0,25% της 13ης αύξησης, προσθέτει περί τα 76 δολάρια το μήνα στο βάρος της αποπληρωμής ενός στεγαστικού δανείου 500.000 δολαρίων.

Το +4,25% της συνολικής αύξησης από τα μέσα του 2022 και έπειτα «μεταφράζεται» σε πάνω από 1.200 δολάρια επιπλέον (και 2.400 δολ. για ένα δάνειο 1.000.000) ή +52% στις δόσεις, καθώς οι τράπεζες «είθισται» να περνούν την άνοδο πλήρως στους πελάτες τους που χρωστούν.

Τα επιτόκια καταθέσεων επίσης αυξάνονται, αλλά, συνήθως όχι με τον ίδιο ρυθμό.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους ήδη καταγράφεται μία «ύφεση εισοδημάτων κατά κεφαλήν», κάτι που ενδεχομένως, αν δεν υπάρξουν «ρυθμίσεις» θα περάσει στην ευρύτερη Οικονομία.

Εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες έχουν βρεθεί ήδη με την πλάτη στον τοίχο, καθώς τα χαμηλότοκα δάνεια που πήραν τα προηγούμενα δύο χρόνια έχουν «περάσει» πλέον στο πολύ πιο ακριβό κυμαινόμενο επιτόκιο και εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη… ακολουθούν τους επόμενους μήνες.

Η RateCity δήλωσε ότι εκτιμά ότι θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν περίπου 20 «δανειστές» με επιτόκια κάτω του 6%, ακόμη και αν μεταβιβάσουν πλήρως στα δάνεια που χορηγούν το +0,25%.

Ωστόσο, αυτοί που δεν είχαν ούτε παζαρέψει ούτε αναχρηματοδοτήσει το δάνειό τους είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν ένα μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο 7,11% μετά τη νέα ανοδική κίνηση της RBA.

Η διοικητής της Τράπεζας, Michele Bullock, προειδοποίησε μάλιστα ότι η νέα αύξηση του επιτοκίου μπορεί να μην είναι η τελευταία, καθώς ο πληθωρισμός διατηρείται υψηλά και εκτός στόχου (είναι κοντά στο 6% έναντι του εύρους του 2% με 3%).

«Το κατά πόσον απαιτείται περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής για να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον στόχο σε εύλογο χρονικό διάστημα θα εξαρτηθεί από τα δεδομένα και την εξελισσόμενη αξιολόγηση των κινδύνων», επεσήμανε η κα Bullock.

«Εάν η RBA ανησυχεί αρκετά για τις προοπτικές του πληθωρισμού ώστε να αυξήσει τα επιτόκια, δεν πιστεύουμε ότι μια απλή αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης θα καθησυχάσει τις ανησυχίες της», δήλωσε στο ABC Sean Langcake από την Oxford Economics.

«Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει να περιμένει την επόμενη σειρά δεδομένων για τον πληθωρισμό και να αυξήσει τα επιτόκια τον Φεβρουάριο, αλλά μια ισχυρή ένδειξη του WPI [δείκτης τιμών-μισθών] την επόμενη Τετάρτη θα είναι πιθανώς αρκετή για να εξασφαλίσει μια ακόμη αύξηση τον Δεκέμβριο».

Ωστόσο, αυτή είναι μια μειοψηφική άποψη και οι χρηματοπιστωτικές αγορές αξιολογούν σε μόνο περίπου 30% την πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο.

Στη δήλωσή της μετά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. η κα Bullock αναγνώρισε -εκ νέου- ότι το βάρος της αύξησης των επιτοκίων γίνεται άνισα αισθητό σε όλη την κοινότητα, γεγονός που δημιουργεί κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές.

«Υπάρχουν αβεβαιότητες όσον αφορά τις καθυστερήσεις στην επίδραση της νομισματικής πολιτικής και τον τρόπο με τον οποίο οι τιμολογιακές αποφάσεις των επιχειρήσεων και οι μισθοί θα ανταποκριθούν στην πιο αργή ανάπτυξη της οικονομίας, σε μια εποχή που η αγορά εργασίας παραμένει σφιχτή».

«Οι προοπτικές για την κατανάλωση των νοικοκυριών παραμένουν επίσης αβέβαιες, με πολλά νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν μια επώδυνη συμπίεση των οικονομικών τους, ενώ ορισμένα επωφελούνται από την άνοδο των τιμών των κατοικιών, τα σημαντικά αποταμιευτικά αποθέματα και τα υψηλότερα εισοδήματα από τόκους».

«ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΖΩΗ…»

Ο πληθωρισμός έχει μετριαστεί, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί χαρακτηριστικό της Οικονομίας, ενώ ήταν «επίμονος» τους τελευταίους μήνες, σχολίασε σχετικά με την απόφαση της RBA ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών, Jim Chalmers.

«Πλέον, η κύρια ‘κινητήρια δύναμη’ του πληθωρισμού, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία ήταν το πετρέλαιο (η υψηλή τιμή του), αλλά υπάρχουν και άλλες πληθωριστικές πιέσεις στην Οικονομία μας, στις οποίες η RBA ανταποκρίνεται», πρόσθεσε και συνέχισε:

«Λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις ανεξάρτητα, μπορούν να εξηγήσουν αυτές τις αποφάσεις».

Σε κάθε περίπτωση, αναγνώρισε ότι η νέα αύξηση του 0,25% «θα δυσκολέψει τη ζωή των ανθρώπων που ήδη τα βγάζουν πέρα δύσκολα».

Η εκτελούσα χρέη «σκιώδους υπουργού» Οικονομικών, Jane Hume, τόνισε ότι οι πολίτες «ζητούν βοήθεια» για τον πληθωρισμό, καθώς καλούνται να πάρουν δύσκολες αποφάσεις και προσπαθούν να ξοδεύουν λιγότερα όπου μπορούν.

«Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει το ίδιο. Απέτυχε να λάβει τις δύσκολες αποφάσεις που έπρεπε να λάβει με τον προϋπολογισμό της – η αντιμετώπιση του πληθωρισμού πρέπει να είναι προτεραιότητα Νο 1, προτεραιότητα Νο 2 και προτεραιότητα Νο 3 … Η έλλειψη σχεδίου των Εργατικών για τη μείωση του πληθωρισμού σημαίνει ότι οι σκληρά εργαζόμενοι Αυστραλοί θα πληρώσουν περισσότερα».

«Τα επιτόκια θα είναι υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αν ο πληθωρισμός παραμείνει υψηλότερος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η έλλειψη σχεδίου των Εργατικών είναι τζόγος με τα χρήματα των σκληρά εργαζόμενων Αυστραλών και με την Οικονομία μας».

«Η RBA προσπαθεί να ‘δροσίσει’ την Οικονομία. Κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Αλλά την ίδια στιγμή, οι Εργατικοί έχουν προσθέσει άλλα 188 δισ. δολ. (βάρος στον πληθωρισμό) ‘τροφοδοτώντας’ τις δαπάνες. Η RBA πατάει γερά το πόδι της στα φρένα, αλλά, την ίδια στιγμή, οι Εργατικοί πατάνε το πόδι τους στο γκάζι. Η κυβέρνηση συνεχίζει να δείχνει με το δάχτυλο όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό της … Αλλά, στην πραγματικότητα, ο Jim (Chalmers) δεν μπορεί να συνεχίσει να κατηγορεί όλους τους άλλους».