«Ο Έλλην πειρατής που τρομοκράτησε επί πολλά έτη την Αυστραλίαν»

«Ο Έλλην Νικόλας, ο αποκληθείς βασιλεύς των πειρατών», έγραφε η εφημερίδα «Ακρόπολις» επικαλούμενη αυστραλιανές εφημερίδες - «Είχε μιαν σατανικήν τόλμην, που του επέτρεψε να ξεφύγη από την τσιμπίδα της δικαιοσύνης ως το τέλος της ζωής του»

Πάνε χρόνια από τότε που με ιστορικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι πρώτοι -ή από τους πρώτους κατ’ άλλες πηγές- Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία το 1829 δεν ήταν πειρατές, όπως λανθασμένα ήταν η αρχική πεποίθηση, αλλά ναυτικοί που μάχονταν για την ελευθερία της Ελλάδας.

Αλλά, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής τουλάχιστον, κάποιες δεκαετίες αργότερα, υπήρξε ένας Έλληνας πειρατής που έδρασε στην θάλασσα των Κοραλλίων και το όνομά του -Νικόλας- το έμαθαν καλά οι αυστραλιανές Αρχές καθώς «είχε μιαν σατανικήν τόλμην, που του επέτρεψε να ξεφύγη από την τσιμπίδα της δικαιοσύνης ως το τέλος της ζωής του».

Ενδεικτικό το άρθρο της εφημερίδας «Ακρόπολις», το οποίο έφερε στο προσκήνιο (και αναδημοσιεύουμε παρακάτω) ο δημοσιογράφος του «Έθνους», Κώστας Ασημακόπουλος, ο οποίος στο ρεπορτάζ του υπενθύμιζε και την ιστορία των πρώτων Ελλήνων της Αυστραλίας σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση.

Όπως έχει γράψει επανηλειμμένα στο παρελθόν ο «Νέος Κόσμος», σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία του αυστραλιανού κράτους, ήταν 27 Αυγούστου 1829 όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ ως βαρυποινίτες, 7 Έλληνες ναυτικοί που εξορίστηκαν μόνιμα εδώ από τις βρετανικές Αρχές.

Γλίτωσαν έτσι τα χειρότερα, την εκτέλεση, καθώς είχαν καταδικασθεί για πειρατεία από τους Άγγλους.

Τα ονόματά τους: Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανώλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και Κωνσταντίνος Στρομπόλης.

Όπως επεσήμανε πάντως ο κ. Κώστας Μάρκος το 2021, επικαλούμενος ιστορικά ντοκουμέντα από εφημερίδες της εποχής, ο πρώτος Έλληνας πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία το 1811.

Λεγόταν Γεώργιος Μανουήλ ή Εμμανουήλ. Απεβίωσε το 1878 σε ηλικία 101 ετών. Ο ίδιος έλεγε πως πολέμησε υπό τις διαταγές του Λόρδου Νέλσον στη ναυμαχία του Νείλου (1 και 2 Αυγούστου 1798).

Σύμφωνα δε με την προφορική παράδοση, ο πρώτος Έλληνας που έφθασε στην Αυστραλία, ήταν ο Υδραίος Καπετάνιος Δαμιανός Γκίκας, που επίσης συνελήφθη άδικα για πειρατεία και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ (1802).

Η ιστορία αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με σιγουριά, αφού δεν έχει βρεθεί -ακόμη τουλάχιστον- τίποτε σχετικό στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας

Αναφέρεται επίσης, ότι το 1814, ο Έλληνας Γιώργος Παππάς, βρέθηκε στην Αυστραλία ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού.

Παντρεύτηκε μια ιθαγενή (Αβορίγινα), εγκατέλειψε το πλοίο του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ.

Αυστραλιανές εφημερίδες του 1900, αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που φέρεται ότι έφτασαν στην Αυστραλία μεταξύ των ετών 1803 και του 1820.

Το 2021 επίσης, ο ιδρυτής του Μουσείου Αλοννήσου, Κώστας Μαυρίκης, έγραψε για τον Αλοννήσιο Νικόλαο Δρακιώτη, ο οποίος το 1812, συνελήφθη από τον βρετανικό στόλο για πειρατεία και μετά την καταδίκη του, βρέθηκε στην αυστραλιανή γη για να εκτίσει την ποινή του.

Ακόμη, σύμφωνα με τον Hugh Gilchrist οι πρώτοι Έλληνες της Αυστραλίας ήταν άνδρες «κατάδικοι, ναυτικοί ή και υπηρέτες» Βρετανών αξιωματούχων που έφτασαν εδώ το 1817-1818.

Όλες οι άλλες πηγές, συγκλίνουν στο ότι οι πρώτοι Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία, ήταν 7 ναυτικοί, που είχαν καταδικαστεί σε εξορία.

Ο «ΕΛΛΗΝ ΠΕΙΡΑΤΗΣ»

Το άρθρο της εφημερίδας «Ακρόπολις» το οποίο έφερε στο προσκήνιο ο κ. Ασημακόπουλος, επικαλείτο «μια αυστραλιανή εφημερίς» που έγραφε για την ιστορία του Έλληνα πειρατή Νικόλα, «σ’ ένα από τα τελευταία φύλλα της».

Δυστυχώς δεν είναι γνωστό επί του παρόντος για ποια εφημερίδα πρόκειται ώστε να προχωρήσει η περαιτέρω έρευνα σχετικά και η διασταύρωση των πληροφοριών.

Αναφορά γίνεται πάντως στον «διαβόητον κακοποιόν Μπούλυ Χέιγ» που κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τον Bully Hayes ή William Henry Hayes, έναν περιβόητο Αμερικανό καπετάνιο της εποχής που δρούσε στον Ειρηνικό Ωκεανό τις δεκαετίες του 1850 και του 1870.

Σύμφωνα με τον Simon Miller (Library Technician, State Library of Queensland) ο κ. Hayes δολοφονήθηκε τον Μάρτιο του 1877. Ήταν γεννημένος το 1827 ή το 1829.

Σε κάθε περίπτωση, είναι ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο καταγράφονται οι περιπέτειες του Έλληνα Νικόλα, οι οποίες βρίσκονται στα όρια του… μυθιστορήματος.

Αναδημοσιεύουμε το πλήρες άρθρο της εφημερίδας «Ακρόπολις»:

ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ

ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝ ΠΟΥ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣΕ ΕΠΙ ΠΟΛΛΑ ΕΤΗ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝ

Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ

Η ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΕΡΟΥ ΚΑΙ ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΡΑΛΛΙΩΝ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ – ΠΩΣ Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΕΞΕΦΕΥΓΕΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΙΜΠΙΔΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – Η ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΩΝ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ – Ο ΝΙΚΟΛΑΣ Ο ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ!

Θα μπορούσατε ποτέ να φαντασθήτε ότι ο τελευταίος Έλλην πειρατής απέθανεν, εδώ και λίγα χρόνια στην Αυστραλία, ύστερ’ από μια ταραχώδη δράσι και αφού ανεστάτωσε κυριολεκτικώς την Κυβέρνησιν της Αυστραλίας:

Την πληροφορίαν αυτήν μας μεταδίδει μια αυστραλιανή εφημερίς σ’ ένα από τα τελευταία φύλλα της.

«Στην σημερινήν πεζήν εποχή μας, γράφει η εν λόγω εφημερίς, η πειρατική δράσις μας φαίνεται σαν ένα παραμύθι, για το οποίον μόνο στα μυθιστορήματα μπορεί να γίνεται λόγος. Και όμως δεν είνε πολλά χρόνια όπου ο Έλλην Νικόλας, ο αποκληθείς βασιλεύς των πειρατών, ετερμάτισεν το πειρατικόν στάδιόν του, σ’ ένα από τα πιο απομεμακρυσμένα σημεία της θαλάσσης των Κοραλλίων (Σ.Α. – Η θάλασσα των Κοραλλίων ευρίσκεται στον Ειρηνικόν Ωκεανόν, μεταξύ της νοτιοανατολικής Αυστραλίας και Ν. Γουϊνέας).

Ο Έλλην Νικόλας, ο τελευταίος των πειρατών, είχε μιαν σατανικήν τόλμην, που του επέτρεψε να ξεφύγη από την τσιμπίδα της δικαιοσύνης ως το τέλος της ζωής του.

Πολλοί θρύλοι εκυκλοφόρησαν γύρω από αυτόν, θρύλοι γεμάτοι από κωμικά και φρικιαστικά επεισόδια συγχρόνως. Μία τελευταία όμως ιστορική έρευνα μας αποκαλύπτει την πραγματικήν δράσιν του Έλληνος πειρατού Νικόλα.

Ο Νικόλας ήρχισε την πειρατικήν σταδιοδρομίαν του με ένα έγκλημα που εξετέλεσε βοηθούμενος από τον διαβόητον κακοποιόν Μπούλυ Χέιγ από τον οποίον εδιδάχθη αρκετήν πονηριάν και θράσος. Έπειτα από λίγον καιρόν όμως οι δύο σύντροφοι ήλθανε στα χέρια, ελογομάχησαν, αντήλλαξαν χωρίς αποτέλεσμα καμπόσους πυροβολισμούς και εχώρισαν τα όρια της πειρατικής δράσεώς τους.

Ο Νικόλας δεν εστερείτο ούτε εξυπνάδας, ούτε θάρρους. Τα δύο αυτά προσόντα του τον εβοήθησαν να ‘σκαρώνη’ τις πειρατικές του επιχειρήσεις και να τις θέτη εις εκτέλεσιν. Η κτηνωδία του μάλιστα και η σκληρότης επεσκίασε τους άθλους του παλαιού συντρόφου του Μπούλυ, ο οποίος πέθανε λίγον καιρόν αργότερα μετά τον χωρισμόν με τον Νικόλα.

Μέσα σ’ αυτό τον λαβύρινθον των νήσων, που είχε σκορπισμένα στη θάλασσα των Κοραλλίων, ο Νικόλας εμπορευόταν τους σκλάβους, ηλίευε μαργαριτάρια και επετίθετο εναντίον των καραβιών που επερνούσαν από εκεί, διαθέτων μία σκούνα και καμπόσους ιθαγενείς, τους οποίους είχεν ως πλήρωμα του κουρσάρικου καραβιού του.

Η Κυβέρνησις της Αυστραλίας αποφασίσασα να θέση τέρμα εις την κακοποιόν δράσιν του Νικόλα έστειλε κατ’ επανάληψιν ναυτικά αγήματα δια να συλλάβουν τον Έλληνα πειρατήν. Ο Νικόλας όμως εξέφευγεν με μία καταπληκτικήν τόλμην από τα χέρια των διωκτών του. Και έφθασε να γίνη μάστιξ των ταξιδευόντων πλοίων με τας συχνάς λεηλασίας τους.

Εν τέλει η Κυβέρνησις της Αυστραλίας ηναγκάσθη να στείλη, αψηφούσα την δαπάνην, μίαν κανονιοφόρον διά να συλλάβη πάση θυσία τον Νικόλαν. Ο πλοίαρχος της κανονιοφόρου, φθάσας εις το βασίλειον του τρομερού πειρατού, στην θάλασσαν των Κοραλλίων, ευρέθη εις αδυναμίαν να τον καταδιώξη, διότι δεν εγνώριζε τα χαρακτηριστικά του Νικόλα, αφού δεν είχε γι’ αυτόν παρά ατελείς περιγραφάς.

Στην θάλασσαν των Κοραλλίων όμως συνάντησε μία σκούνα, δίπλα στην οποίαν επλεύρισεν. Εκάλεσε τότε στην κανιοφόρον τον καπετάνιον της σκούνας, ο οποίος επροθυμοποιήθη να τον οδηγήση στα λημέρια του τρομερού και ασύλληπτου πειρατού, ανάμεσα από τα πλήρη υφάλων νησιά που είνε σκορπισμένα στην θάλασσα των Κοραλλίων.

Έπειτα από ένα περιπετειώδες και αρκετά επικίνδυνο ταξίδι, έφθασαν επί τέλους στο καταφύγιον του Νικόλα. Ο μυστηριώδης καπετάνιος της σκούνας τότε εζήτησε άγημα ναυτών δια να συλλάβη τον πειρατήν που διέφευγε διαρκώς. Πράγματι μια βάρκα ερρίφθη στο πέλαγος από την κανονιοφόρον και ο καπετάνιος της σκούνας, συνοδευόμενος από άγημα ναυτών, έφθασε μετ’ ολίγον στην ξηράν, όπου υπετίθετο ότι ήτο το λημέρι του πειρατού.

Ήταν αργά όμως … Το πουλί είχε πετάξει! … Από τ’ απομεινάρια ενός προσφάτου ‘τσιμπουσιού’ απεδεικνύετο ότι ο πειρατής δεν ήτο πολύ μακριά! Εξερευνήθη η πέριξ ζούγκλα επί ώρας από το άγημα, χωρίς όμως να ανευρεθή ο τρομερός Νικόλας. Απογοητευμένος τότε ο κυβερνήτης επέστρεψε στην πρωτεύουσα της Αυστραλίας, στο Σίδνεϋ (σ.σ. έτσι αναφέρεται στην εφημερίδα ‘Ακρόπολις’).

Αλλά όταν έφθασεν εκεί, επληροφορήθη ότι ο μυστηριώδης καπετάνιος της σκούνας με το ηλιοκαμένο πρόσωπον δεν ήτο άλλος από τον τρομερό Έλληνα πειρατήν, τον ασύλληπτον Νικόλαν! … ο ατυχής κυβερνήτης της κανονιοφόρου ήτο απαρηγόρητος διά το πρωτάκουστον πάθημά του! …

Ο Νικόλας, ο οποίος είχεν, όπως είπαμε … καμπόσους ιθαγενείς για την αλιεία μαργαριταριών, συνήθιζε όταν έφθανε στο τέλος ενός πειρατικού ταξιδιού του να κατατυραννή το πλήρωμα της σκούνας του και τούτο για να αποφύγη να δώση την αμοιβή που είχεν υποσχεθή από τα λάφυρα στους συντρόφους του. Έπειτα από πολλά όμως ‘στραπατσαρίσματα’ της … πειρατικής αξιοπρέπειάς των, οι σύντροφοί του απεφάσισαν να εκδικηθούν σκληρά τον αρχηγό των. Και περίμεναν την ευκαιρία να θέσουν εις ενέργειας τα συνωμοτικά σχέδιά των.

Η ευκαιρία δεν άργησε να τους δοθή. Μία ημέρα που ηλίευαν μαργαριτάρια με την σκούνα, ανάμεσα στα νησιά της θάλασσας των Κοραλλίων, μόλις είδαν ότι ο αρχηγός των, ο τρομερός αρχιπειρατής κατεδύθη για να μαζεύση στον βυθόν του ωκεανού μαργαριτάρια, απεφάσισαν να τον ‘ξεμπερδέψουν’».

Έπαυσαν λοιπόν να του στέλνουν αέρα από την σκούνα με ειδικόν μηχάνημα και ωπλισμένοι με ινδικούς πέλεκεις, επερίμεναν να ανέβη στην επιφάνειαν ο Νικόλας για να τον ‘ξεπαστρέψουν’ … (εν τέλει) έκοψαν τον σωλήνα με τους πέλεκεις των για να αφήσουν έτσι τον αρχηγόν των στον βυθόν να πεθάνη από αφυξίαν.

Έπειτα έτρεξαν στις βαλίτσες που είχεν ο Νικόλας φυλαγμένες στο κουρσάρικό του, τις διέρρηξαν και άρχισαν να τις ψάχνουν. Έμειναν κατάπληκτοι με το περιεχόμενον των … Χρυσάφι, νομίσματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα ήσαν εκεί ριγμένα. Ο τρομερός Νικόλας όμως δεν ‘ξεμπερδευόταν’ τόσον εύκολα … Με τ’ ακρωτηριασμένα από τους πειρατικούς άθλους του χέρια έσχισε το σκάφανδρον του, κατώρθωσε να ανέβη στην επιφάνεια του ωκεανού και επιάσθηκεν από το τιμόνι του καραβιού κι’ έμεινεν εκεί καρφωμένος.

Μόλις ενύχτωσεν και εβεβαιώθηκεν ότι οι σύντροφοί του εκοιμώντο αμέριμνοι ανέβηκε χωρίς να γίνη αντιληπτός στο κουρσάρικο επετέθη με θηριωδίαν κατά των συντρόφων του και τους έκοψε τα κεφάλια με έναν ινδικόν πέλεκυν! … Την άλλη ημέρα, ακρωτηριασμένος από την τελευταία αυτή περιπέτεια, που λίγο έλειψε να του στοιχίση την ζωή, εγύρισε στο κρησφύγετό του.

Σιγά – σιγά όμως η παντοδυναμία του στον Ειρηνικόν Ωκεανόν εχαλαρώθη … Εν τω μεταξύ η κυβέρνησις της Αυστραλίας έλαβε δρακόντεια μέτρα εναντίον του, τα οποία τον εξάντλησαν. Προσβληθείς εν τέλει από πυρετόν πέθανε, χωρίς οι διώκται του να επιτύχουν να τον συλλάβουν ζωντανόν. Ο τρομερός Έλλην πειρατής Νικόλας ευρέθη ένα πρωί εν φασματώδει κατάσταση έξω από το κρησφύγετόν του! … Έτσι ο πυρετός επέτυχεν ό,τι δεν είχαν καταφέρει τα δρακόντεια μέτρα της Κυβερνήσεως της Αυστραλίας!».