Πέρασε μισός αιώνας. Όσο είχε περάσει από τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι την κατάληψη επί της Πατησίων. Ακούνε τα παιδιά μου για εκείνα τα γεγονότα και βλέπω στο βλέμμα τους την ίδια αοριστία που ένιωθα κι εγώ στην ηλικία τους, όταν άκουγα ιστορίες από τον παππού μου. Προϊστορία, που δεν έβλεπα τότε σε τι με αφορά. Μεγαλώνοντας όμως, αυτό που κατάλαβα ήταν πως το Πολυτεχνείο ήταν πάντα το ερέθισμα για να σκαλίσουμε λίγο την (εκάστοτε) επίκαιρη πολιτική, όσο κι αν στη μνήμη μας ήταν ένα ρευστό και δυσερμήνευτο ορόσημο.

Τον πρώτο καιρό το «νόημα» του Πολυτεχνείου εξαρτιόνταν από το ποιόν άκουγες. Σοβαρή υποψηφιότητα για την πατρότητα είχε κατ’ αρχήν ο Ρήγας και ακολουθούσαν το ΚΚΕ, οι αναρχικοί (οι κανονικοί, όχι οι αστυνομικοί με τα πολιτικά), οι ανένταχτοι αριστεροί, οι πρόδρομοι του ΠΑΣΟΚ (που κράτησαν και τη σημαία), τα πρώην στελέχη της ΕΚ, της ΕΔΑ, του Λαμπράκη. Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί, συντάξαν ένα φοιτητικό κίνημα με σύμπνοια και κοινούς αντιδικτατορικούς στόχους. Περισσότερο με αυτοδιαχειριστική μορφή, παρά ως επίσημος φοιτητικός συνδικαλισμός, που είχε μπει κι αυτός στο γύψο. Η Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας (ΕΦΕΕ) ιδρύθηκε το 1963, το 1967 διαλύθηκε από τη δικτατορία και επανασυστήθηκε από την ίδια το 1971, ελεγχόμενη από το κράτος. Η μεταπολιτευτική ζωή του οργανωμένου φοιτητικού συνδικαλισμού κράτησε μόλις 3 χρόνια. Μετά το 1977 δεν υπήρξε ποτέ συμφωνία ούτε για τα εκλογικά αποτελέσματα, ούτε για την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου, ούτε φυσικά για το «πραγματικό νόημα» του Πολυτεχνείου.

Για τη νέα γενιά που μεγαλώνει στην Ελλάδα του Μητσοτάκη και του Κασσελάκη, η απόσταση από τις ιδέες και τους αγώνες του Πολυτεχνείου είναι μάλλον χαώδης. Πόσο μάλλον για τα δικά μας παιδιά, που μεγαλώνουν στην άλλη άκρη του κόσμου, σε μια κοινωνία «μη μου άπτου», που δεν πέρασε από εμφύλιο και Χούντα, μια κοινωνία που δεν χρειάστηκε να μεταναστεύσει. Και αν δεν υπήρχαν στη Μελβούρνη άτομα που έζησαν το Πολυτεχνείο από μέσα, μέλη της παροικίας με συμπαγές ιδεολογικό υπόβαθρο και κυρίως εκπαιδευτικοί με παρελθόν στα ελληνικά αμφιθέατρα, φοβάμαι πως η επέτειος του Πολυτεχνείου θα είχε μικρότερη αξία ακόμη κι από μια κούρσα αλόγων. Στην ελληνική Μελβούρνη, που από πεδίο αγώνων για τα δικαιώματα των μεταναστών, έχει καταλήξει να φοβάται μήπως δυσαρεστήσει χουντικούς και βασιλικούς.

Όσοι δεν έχουμε πρωτογενείς αναμνήσεις από τα γεγονότα, έχουμε όμως άποψη για την μεταπολιτευτική εξέλιξη, μπορούμε να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Θα συμφωνήσουμε μάλλον πως η πολιτική δεν έχει πια τη θέση που είχε κάποτε. Οι αγώνες, οι διεκδικήσεις, οι διαδηλώσεις, δεν είναι πλέον της μόδας. Τα διάφορα market passes, το βόλεμα του παιδιού ή καμιά δουλειά με το δημόσιο, έχουν γίνει προτεραιότητα. Η κορυφαία πράξη αντίστασης είναι πλέον η αποχή.

Σε επίπεδο εθνικής πολιτικής, οι διαφορές είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Ακούγεται ταπεινωτικό, αλλά όταν μια χώρα μετατρέπεται σε αποικία χρέους, δεν μπορεί κανείς να έχει πολλές απαιτήσεις. Η Ελλάδα που αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, που διαδήλωνε για της Βάσεις και την ΕΟΚ, που στεκόταν στο πλευρό όσων αγωνιζόταν για τα δικαιώματα τους, είναι μια μακρινή ανάμνηση. Τη θέση της πήρε μια χώρα που έχει παραχωρήσει τη Σούδα στους Αμερικανούς κομάντος και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης στις Νατοϊκές δυνάμεις που ξεχύνονται στην ανατολική Ευρώπη. Όσο κι αν τα τρολ του διαδικτύου και κάποιοι αργόμισθοι δημοσιογράφοι θέλουν να μας πείσουν για το αντίθετο, το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό. Ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου δεν είχαν αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ. Ούτε αφελείς ήταν, ούτε άσχετοι. Ήξεραν καλά πως δεν μπορείς να ζητάς την υποστήριξη της διεθνούς Κοινότητας στο Κυπριακό και τη μη αναγνώριση του ψευδοκράτους με το επιχείρημα πως αυτά έχουν καταδικαστεί με αλλεπάλληλα ψηφίσματα του ΟΗΕ, και παράλληλα να αναγνωρίζεις ένα κράτος, του οποίου η εισβολή σε εδάφη πέραν των συνόρων του 1948 έχει καταδικαστεί επίσης με αλλεπάλληλα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ήταν πολιτική εθνικού συμφέροντος και κοινής λογικής.

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αναγνώρισε το Ισραήλ μετά το 1990. Την τελευταία δεκαετία οι διαμάχες Τουρκίας-Ισραήλ έφεραν πιο κοντά την Αθήνα και το Τελ-Αβίβ, με αποκορύφωμα την παραχώρηση εθνικού εναέριου χώρου από την κυβέρνηση Τσίπρα για κοινές ασκήσεις Ελλάδας-Ισραήλ-ΗΠΑ με σενάριο προσομοίωσης πολέμου με το Ιράν. Ενός Ιράν που έδινε βερεσέ πετρέλαιο στην Ελλάδα μετά τη χρεωκοπία του 2010.

Στο εσωτερικό, η πολιτική κατάσταση και το κομματικό τοπίο δεν θυμίζουν πια σε τίποτα την Μεταπολίτευση. Αυτό δεν θα ήταν φυσικά κακό, αν το πολιτικό δυναμικό της Ελλάδας είχε στοιχειώδη προσόντα ηθικής και διορατικότητας. Η αδυναμία της χώρας να κοιτάξει κατάματα και να αναλύσει τα αίτια του Εμφύλιου και του Κυπριακού, επαναλήφθηκε δυστυχώς το 2010: η χώρα χρεωκόπησε και δεν το παραδέχτηκε κανείς. Οι ίδιοι άνθρωποι είναι ακόμη στα πράγματα, διοργανώνουν τιμητικές εκδηλώσεις ο ένας για τον άλλο και όλοι μαζί κουνάνε το δάχτυλο στους υπόλοιπους. Τα κόμματα εξουσίας έχουν καταντήσει ένα συνονθύλευμα από γιούς, ανιψιούς, τηλεπωλητές, ακροδεξιούς και αργόσχολους. Πρόσφατα προστέθηκε και ένας influencer. Αυτό που έκαναν όλες οι κυβερνήσεις μετά τη χρεωκοπία, η Νέα Δημοκρατία ομολογουμένως σε επαγγελματικό επίπεδο, ήταν να παίρνουν νόμους γραμμένους στο εξωτερικό ή σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα, να τους βάζουν ένα περιτύλιγμα και να τους πλασάρουν ως μεταρρύθμιση. Το χειροπιαστό αποτέλεσμα; Από το «μη βιώσιμο» χρέος του 126,80% της χρεωκοπίας, το ποσοστό κινείται φέτος στο «βιώσιμο» 178%.

Υπάρχει όμως κάτι που έμεινε αναλλοίωτο αυτά τα 50 χρόνια. Όταν ο Μαστοράκης έβγαζε τους κτυπημένους φοιτητές στην τηλεόραση δεν πρέπει να φαντάστηκε πως θα ακολουθήσουν κάποιοι άλλοι πολυθεσίτες Μαστοράκηδες που θα έπαιζαν πρώτα το ρόλο της Τρόικας εσωτερικού, και αργότερα θα αναμετέδιδαν με ακρίβεια τα tweets της Ισραηλινής Πρεσβείας για να μας ενημερώσουν πως 10.000 άμαχοι σκοτώθηκαν «κατά λάθος» και πως η Χαμάς κρύβει βάσεις εκτόξευσης πυραύλων σε παιδικές χαρές και οπλοστάσια σε ασθενοφόρα.

Το συμπέρασμα που έχω καταλήξει είναι πως από μια κορυφαία πράξη αυτό-οργανωμένης εξέγερσης, έχουμε περάσει ανεπιστρεπτί στην εποχή της παθητικής αποδοχής και της συνειδητής αποχής. Το πιο ανησυχητικό είναι πως, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω εγώ, ποτέ δεν έχει παρατηρηθεί κάτι τέτοιο στη νεότερη ιστορία της χώρας.

*OΚώστας Στεφανίδης είναι Συντονιστής του ΜέΡΑ 25 Αυστραλίας