Η Qantas κρίθηκε ένοχη για την παράνομη παύση (illegally standing down) του ομογενή υπαλλήλου της, Theo Seremetidis (Θίο Σερεμετίδης), ο οποίος είχε εκφράσει ανησυχία σχετικά με τον κίνδυνο του κορονοϊού για το προσωπικό που καθάριζε αεροσκάφη που έφταναν από την Κίνα στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Σίδνεϊ στις αρχές της πανδημίας COVID-19.
Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Νέας Νότιας Ουαλίας (District Court NSW) κατόπιν δίωξης που είχε ασκήσει η αρμόδια υπηρεσία (SafeWork NSW) βάσει της νομοθεσίας περί Υγείας και Ασφάλειας στον χώρο εργασίας.
Η εταιρεία είχε κατηγορηθεί ότι η Qantas Ground Services (QGS) έθεσε εκτός υπηρεσίας τον κ. Seremetidis, στις αρχές Φεβρουαρίου 2020, αφού έδωσε στους συναδέλφους του εντολή να σταματήσουν μη ασφαλείς εργασίες, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές του, ως εκπαιδευμένος εκπρόσωπος για θέματα Υγείας και Ασφάλειας (HSR).
Ο Δικαστής David Russell έκρινε την QGS ένοχη.
Διαμόρφωσε ευνοϊκή άποψη για τον κ. Seremetidis ως μάρτυρα, αναφέροντας τη μνήμη του για τα γεγονότα ως «λεπτομερή και σε μεγάλο βαθμό ακριβή».
«Θεωρώ ότι ο κ. Seremetidis ήταν ιδιαίτερα ευσυνείδητος κατά την εκτέλεση του ρόλου του» (ως εκπρόσωπος Υγείας και Ασφάλειας – HSR), δήλωσε ο Δικαστής.
«Ενημερωνόταν για τη βιβλιογραφία (σχετικές με τις υγειονομικές εξελίξεις) και τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, κάνοντας έρευνα ακόμη και στο ρεπό του».
Ο κ. Seremetidis, ο οποίος εργάστηκε για την Qantas σχεδόν επτά χρόνια, είχε καταθέσει ότι είχε εκφράσει την ανησυχία του για την έλλειψη επαρκούς ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης για τους υπαλλήλους που καθάριζαν τα αεροπλάνα που έφταναν από την Κίνα.
«Στην αρχή της πανδημίας, είχαμε εντολή να καθαρίσουμε τα αεροπλάνα μόνο με νερό, χωρίς προϊόν απολύμανσης» ανέφερε και σε επιτροπή της Γερουσίας παλαιότερα. «Ζήτησα, επίσης, ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό και να γίνει μία εκτίμηση των κινδύνων, αλλά όλα απορρίφθηκαν».
Ο Δικαστής αποδέχθηκε την εισήγηση ότι η QGS «παραγκώνισε» τον κ. Seremetidis, «αποκόπτοντάς τον» από το υπόλοιπο προσωπικό που ζητούσε τη βοήθειά του.
«Διαπιστώνω ότι η QGS είδε την παροχή οδηγιών από τον κ. Seremetidis να σταματήσουν οι εργασίες (καθαρισμού) ως απειλή για τη λειτουργία, ειδικότερα, ως απειλή για την ικανότητα της QGS να καθαρίζει και να συντηρεί τα αεροσκάφη και να τα επαναφέρει στον αέρα».
Η QGS είχε κατηγορηθεί επίσης ότι προέβη σε συμπεριφορά διάκρισης (discriminatory conduct) «απειλώντας να λάβει πειθαρχικά μέτρα» κατά του κ. Seremetidis τον Φεβρουάριο του 2020.
Αλλά ο Δικαστής έκρινε την εταιρεία αθώα για την κατηγορία αυτή, επειδή δύο γραμμές σε μια επιστολή που εστάλη και φερόταν ότι αποτελούσε την απειλή δεν ήταν «τίποτα περισσότερο από την παροχή διαδικαστικής δικαιοσύνης».
Έξω από το Δικαστήριο, ο κ. Seremetidis δήλωσε ότι η απόφαση αυτή κατά της Qantas στέλνει ένα μήνυμα σε όλες τις εταιρείες και σε όλους τους εκπροσώπους Yγείας και Aσφάλειας.
«Ένιωσα ότι στοχοποιήθηκα», δήλωσε. «Θέλω να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους».
Θυμήθηκε τις αρχές του 2020 ως μια περίοδο όπου το προσωπικό «πανικοβαλλόταν» και τόνισε ότι αισθάνεται δικαιωμένος.
Σε ανακοίνωσή της η Qantas -που έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση- δήλωσε ότι εξετάζει τη δικαστική απόφαση, ενώ η ποινή θα ανακοινωθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
«Αναγνωρίζουμε ότι τα αρχικά στάδια της πανδημίας προκάλεσαν μεγάλη αβεβαιότητα στους ανθρώπους μας, στους πελάτες μας και στην επιχείρηση ευρύτερα», ανέφερε.
«Οι ομάδες Ιατρικής και Ασφάλειας εργάστηκαν ακούραστα για να παρέχουν καθημερινές ενημερώσεις στους υπαλλήλους και να θέσουν σε εφαρμογή αποτελεσματικούς ελέγχους και διαδικασίες για να βοηθήσουν στην προστασία των ανθρώπων και των πελατών μας».
Το Συνδικάτο Εργαζομένων στις Μεταφορές (Transport Workers Union), εξέφρασε την ικανοποίησή του «για την ετυμηγορία της πρώτης ποινικής δίωξης από τη Ρυθμιστική Αρχή Ασφάλειας κατά της Qantas σχετικά με τη στοχοποίηση και την παύση του εκπροσώπου Υγείας και Ασφάλειας Theo Seremetidis».
Ακόμα, κάλεσε τη Διοίκηση της εταιρείας «να αποδείξει ότι έχει αλλάξει στάση, αποδεχόμενη την ετυμηγορία και ζητώντας συγγνώμη από τον HSR και τους εργαζόμενους που έθεσε σε κίνδυνο η Qantas, αντί να παρατείνει το θέμα με μια δαπανηρή έφεση».
Ο πρόεδρος της TWU, Richard Olsen, δήλωσε ότι «ο Theo είναι ένας ήρωας στον χώρο εργασίας και … δικαιώθηκε … Ενεργούσε πάντα επιμελώς για να προστατεύσει τους συναδέλφους του και τα στοιχεία που προσκομίστηκαν σε αυτή την υπόθεση απέδειξαν ότι ερεύνησε διεξοδικά τους κινδύνους, έκανε τις σωστές ερωτήσεις στον εργοδότη του και ζήτησε προστατευτικό εξοπλισμό και εκπαίδευση για τους εργαζόμενους».
Η παραπάνω υπόθεση είναι μία μόνο από τις νομικές περιπέτειες στις οποίες έχει εμπλακεί η Qantas.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, υπενθυμίζεται, το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) έκρινε ομόφωνα ότι η εταιρεία ενήργησε παράνομα όταν απέλυσε 1.700 μέλη από το προσωπικό εδάφους, υπαλλήλους καθαριότητας και χειριστές αποσκευών, εν μέσω της πανδημίας COVID-19.
Οι εν λόγω θέσεις, σε 10 αεροδρόμια, ανατέθηκαν σε εξωτερικούς συνεργάτες (outsourced) με την αεροπορική εταιρεία να υποστηρίζει ότι έλαβε την απόφαση για σοβαρούς οικονομικούς λόγους, αφού οι δραστηριότητές της κατέγραψαν πτώση κατά περισσότερο από 90% λόγω του κορονοϊού.
Ωστόσο, το Συνδικάτο Εργαζομένων στις Μεταφορές (Transport Workers Union – TWU) ισχυρίστηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, ότι η εταιρεία είχε επίσης ως κίνητρο να αποτρέψει μία απεργιακή κινητοποίηση όταν θα επέστρεφε η «κανονικότητα».
Το Συνδικάτο υποστήριξε ότι οι απολύσεις ήταν κατά παράβαση του Fair Work Act, ο οποίος απαγορεύει ενέργειες που παρεμβαίνουν στα δικαιώματα ενός εργαζομένου.
Αφού το Federal Court αποφάσισε -δις- κατά της Qantas, η εταιρεία «έφερε» την υπόθεση ενώπιον του High Court, το οποίο κλήθηκε να εξετάσει ένα πιο διαφοροποιημένο ζήτημα σχετικά με το αν οι εργαζόμενοι είχαν τα δικαιώματα που υποστήριζε το Συνδικάτο κατά τη στιγμή της εξωτερικής ανάθεσης.
Το High Court απέρριψε ομόφωνα την έφεση, μία απόφαση που ανοίγει το δρόμο για να ζητήσουν οι εργαζόμενοι αποζημίωση. Το Δικαστήριο είχε κληθεί να εξετάσει και την επαναπρόσληψή τους, αλλά αυτό κρίθηκε ανέφικτο.
Ακόμη, κατά της Qantas έχει κινηθεί νομικά η Επιτροπή Ανταγωνισμού και Καταναλωτών (ACCC), καθώς η εταιρεία φέρεται να συνέχισε να διαφημίζει εισιτήρια για 8.000 πτήσεις που είχαν ήδη ακυρωθεί.