Πριν λίγες μέρες ολοκληρώθηκε η Έκθεση Φωτογραφίας που οργάνωσε ο Εργατικός Σύνδεσμος «Δημόκριτος» με θέμα τους γάμους Ελλήνων της Αυστραλίας πριν μερικές δεκαετίες. Μια Έκθεση που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και είχε απήχηση στην παροικία μας γιατί “ξύπνησε μνήμες”.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια περίληψη της ομιλίας της Κωνσταντίνας Ντούνη, που έγινε στα εγκαίνια της Έκθεσης.
Οι γάμοι των Ελληνοαυστραλών στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 αποτελούν μια ασπρόμαυρη ιστορία υπερηφάνειας, θυσίας και ψυχικής ανθεκτικότητας στη μεταναστευτική κοινότητα.
Υπάρχει ένα αξιόλογο φωτογραφικό υλικό από τους γάμους των Ελλήνων της Μελβούρνης κατά τις δεκαετίες της μαζικής μετανάστευσης.
Ως μικρό κορίτσι θυμάμαι αυτούς τους γάμους, σε ένα σύμπαν, στο οποίο ζούσα παράλληλα με την άλλη την πιο… εξωγήινη ζωή μου στο κυρίαρχο ρεύμα ενός τυπικού αυστραλιανού σχολείου της Μελβούρνης.
Αυτό που η ευρύτερη κοινωνία, η επονομαζόμενη αγγλοσαξωνική τότε, θεωρούσε «ξένο» ή «εξωγήινο» ήταν ένα γνώριμο μέρος για μένα, ένα γλωσσολογικά και πολιτισμικά ασφαλές μέρος.
Ήταν μια περιχαρακωμένη πραγματικότητα της εργατικής τάξης, με πανταχού παρόντα τα εργοστάσια ως το επίκεντρό της. Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι ορθά ο Εργατικός Σύνδεσμος «Δημόκριτος» οργάνωσε και επιμελήθηκε αυτή τη συλλογή των ασπρόμαυρων φωτογραφιών με βάση την επιβλητική επωνυμία «Under the Southern Cross», ένα πολυσχιδές σύμβολο, ένα αμάλγαμα ασφαλούς κατεύθυνσης, επιτακτικής ανάγκης και πιθανότητας για την εργατική επανάσταση.
Καθεμία φωτογραφία στην Έκθεση αυτή προέρχεται από ιδιωτική συλλογή. Οι ασπρόμαυρες αυτές φωτογραφίες υποδηλώνουν ότι ανήκουν σε μια μακρινή εποχή, αλλά την ίδια στιγμή αποτελούν και μια αντανάκλαση της εποχής εκείνης. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, είναι από τους λίγους φωτογράφους της ελληνικής παροικίας εκείνο τον καιρό.
Οι σκηνές είναι συνήθως είτε σε κάποια εκκλησία, απεικονίζοντας ένα στιγμιότυπο του Μυστηρίου, είτε έξω από την εκκλησία με τους νεόνυμφους, τους συγγενείς και φίλους τους, είτε σε ένα αυτοκίνητο μετά την τελετή, στο σπίτι ή το κέντρο μετά το φαγητό, τον χορό. Και, φυσικά, δεν λείπουν οι στυλάτες φωτογραφίες από τα φωτογραφικά στούντιο.
Όταν τις κοιτάζω βλέπω όμορφους νέους και νέες που ξεκινούν την κοινή τους ζωή. Βλέπω πανέμορφες κοπέλες, με εντυπωσιακά νυφικά, με τα μαλλιά τους στολισμένα στην εντέλεια με πέπλα, στέμματα ή λουλούδια, σε πλήρη αρμονία. Βλέπω δίπλα να στέκονται τα παρανυμφάκια με τα υπέροχα χτενίσματα, τα πανέμορφα φορέματα και τα λουλούδια στα χέρια τους. Υπήρξα και εγώ παρανυφάκι ουκ ολίγες φορές και πάντοτε ένιωθα σαν… σταρ του σινεμά.
Βλέπω γαμπρούς με τα καλοραμμένα μαύρα τους κοστούμια, νέους άντρες όλο ομορφιά και σθένος. Χαρά και ομορφιά είναι δύο λέξεις που αναδύουν αυτές οι φωτογραφίες γι’ αυτό και φαίνεται αντιφατικό σε κάποιον έξω από την κοινότητά μας να μας βλέπει να δακρύζουμε και για ποιο λόγο μάς αγγίζουν τόσο όταν τις κοιτάζουμε.
Υπάρχει η πικρή διαπίστωση ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έμειναν αλώβητοι στο πέρασμα του χρόνου, άλλοι γέρασαν και υποφέρουν από διάφορες ασθένειες, άλλοι πάσχουν από γεροντική άνοια και πολλοί, όπως και εγώ, έχουμε χάσει τους πολύτιμους γονείς μας. Μαζί τους έφυγαν και οι ιστορίες τους και με αυτές και οι δικές μας ιστορίες. Αυτά τα πολύτιμα κειμήλια χάθηκαν για πάντα.
Όμως αυτή είναι η μία πλευρά της ιστορίας. Καθώς κοιτάζουμε αυτές τις φωτογραφίες αποκαλύπτονται διάφορες πτυχές της προσωπικής και συλλογικής μας μνήμης. Βλέπουμε ανθρώπους που επιβίωσαν του τρόμου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου Πολέμου και της χούντας του 1967. Η μεταπολεμική περίοδος στην κατεστραμμένη Ελλάδα συμπίπτει με την περίοδο που η Αυστραλία που ψάχνει μετανάστες για να αυξήσει τον πληθυσμό της. Πολλοί Έλληνες μεταναστεύουν στην άλλη άκρη της Γης κυνηγώντας την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής. Η υπόσχεση όμως συνοδεύτηκε από τη σκληρή πραγματικότητα και εμείς ως παιδιά τους το είδαμε με τα μάτια μας: ανύπαρκτα Αγγλικά, καμία υποστήριξη στα εργοστάσια που εργάζονταν, εκμετάλλευση, ρατσισμός, έλλειψη αποδοχής του πολυπολιτισμού και με δυσκολίες στην επικοινωνία με την πατρίδα αφού τα γράμματα έπαιρνε δύο μήνες για να φτάσουν.
Αυτή η γενιά μεταναστών ήταν υπόδειγμα ψυχικής ανθεκτικότητας, καθώς επέζησε πολέμους, διώξεις, πείνα… Κρατήθηκαν κοντά ο ένας στον άλλο, από την εκκλησία, τις παραδόσεις, τα έθιμα, τους χορούς τους, τη μαγειρική τους, τη μητρική τους γλώσσα, στα οποία προσκολλήθηκαν εφόρου ζωής.
Ήταν υπερήφανοι. Αυτές οι φωτογραφίες είναι ένδειξη υπερηφάνειας. Ακόμη και τα πρώτα δύσκολα χρόνια, ήθελαν να δείξουν ότι οι θυσίες τους δεν πήγαν χαμένες. Έτσι οι κοπέλες νοίκιαζαν αυτά τα… πριγκιπικά νυφικά, γι’ αυτό και βλέπουμε το ίδιο νυφικό σε διαφορετικές φωτογραφίες. Επίσης, βοηθούσε η μία την άλλη να ράψουν όμορφα φορέματα για τους γάμους στους οποίους ήταν καλεσμένες. Οι άντρες συχνά νοίκιαζαν ή δανείζονταν τα κοστούμια τους για το γάμο. Όλοι βοηθούσαν με το μαγείρεμα, φιλοξενούσαν τους καλεσμένους στα σπίτια όπου διαφορετικές οικογένειες νοίκιαζαν ένα δωμάτιο.
Διέκρινα μία ξεχωριστή φωτογραφία όπου μια νύφη βγαίνει από το σπίτι με το πανέμορφο νυφικό της και το πρόσωπό της να λάμπει, σε αντίθεση με το γκρίζο των εργοστασίων γύρω της. Αυτή η φωτογραφία ίσως δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα! Συνήθως επέλεγαν τις στημένες φωτογραφίες από τα φωτογραφικά στούντιο με τα γραφικά βουκολικά τοπία.
Υπάρχει και μία άλλη πτυχή βέβαια σε αυτές τις φωτογραφίες, η ιστορία όλων αυτών των κοριτσιών που λόγω έλλειψης προίκας δεν μπορούσαν να παντρευτούν στην Ελλάδα. Αυτές οι γενναίες κοπέλες άφησαν την πατρίδα τους και μετανάστευσαν στην άλλη άκρη της Γης για να παντρευτούν με προξενιό. Η μεγαλύτερη ευτυχία αυτών των γάμων ήταν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και τη ζωή που κατάφεραν να φτιάξουν παρά τις αντιξοότητες.
Ρώτησα κάποτε μία μακρινή συγγενή που παντρεύτηκε στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’60 γιατί φαίνεται τόσο θλιμμένη στη νυφική φωτογραφία αν και είχε έναν ευτυχισμένο γάμο με έναν σύζυγο που την αγαπούσε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Η στενοχώρια της πήγαζε από τη συνειδητοποίηση ότι η ημέρα του γάμου της δεν είχε καμία σχέση με το πώς την είχε ονειρευτεί: στην εκκλησία του χωριού της, με τους γονείς της, τους συγγενείς της και τους φίλους της. Εδώ βρέθηκε μόνη σε μια ξένη χώρα και την ώρα της φωτογράφισης της βγήκαν όλα αυτά τα συναισθήματα.
Στην ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία καταπιανόμαστε με τα θέματα αυτά δίνοντας φωνή και στις κόρες που ήρθαν να παντρευτούν στην Αυστραλία αλλά και στις μάννες που παντρεύουν τις κόρες τους στα ξένα.
Αυτές οι φωτογραφίες, λοιπόν, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που αποτύπωσαν αυτές τις πολύτιμες στιγμές, ακτινοβολούν συλλογικά ένα κεφάλαιο της ιστορίας μας, την ιστορία μιας κοινότητας που χάνεται σε γοργούς ρυθμούς στα ομιχλώδη τοπία των καιρών μας.
Να σημειωθεί ότι η Έκθεση “Greek Weddings under the Southern Cross”, έλαβε χώρα από τις 4 έως τις 12 Νοεμβρίου, στην Steps Gallery (που βρίσκεται στο 62 Lygon Street, στο Carlton”.
*Η Δρ. Κωνσταντίνα Ντούνη είναι ιστορικός πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Monash. Εστιάζει στην επίδραση των μεταναστευτικών ιστοριών στην αυστραλιανή λογοτεχνία, ιδιαίτερα στο συγγραφικό έργο Ελληνοαυστραλών γυναικών και εμπλουτίζει την έρευνα μέσα από τις μεταφράσεις της από τα Ελληνικά στα Αγγλικά.