«Σιγά τα νέα», θα σκεφτούν πολλοί από τους συμπάροικους μας -ειδικά οι παλαιότεροι- διαβάζοντας τον παραπάνω τίτλο, ενθυμούμενοι ότι από τα δικά τους χρόνια στην Ελλάδα, -μεταπολεμικά και για δεκαετίες έπειτα- οι περισσότεροι εγκατέλειπαν τα χωριά τους αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στις μεγάλες πόλεις της χώρας, ή έπαιρναν τον δρόμο του ξενιτεμού.

Τα μαντάτα λοιπόν -και μάλιστα «μαύρα και άραχνα»- είναι πως η τάση αυτή της ερημοποίησης της ελληνικής υπαίθρου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, καταγράφεται ακόμη και σήμερα, μόνο που φαίνεται ότι πλέον η κατάσταση έχει φτάσει πια στο απροχώρητο:

Παράλληλα με τη μετανάστευση, εντός (αστικοποίηση κυρίως) και εκτός συνόρων, η γήρανση και η μείωση του πληθυσμού, αποτελούν μεγαλύτερη απειλή από ποτέ, ενώ καταγράφονται έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις και ανισότητες.

Οι σχετικοί χάρτες -που αναδημοσιεύονται με την ευγενική παραχώρηση από το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας από το ψηφιακό δελτίο «Δημογραφικά Νέα» (τεύχος 46, 2023) με θέμα «Δημογραφικές ανισότητες και Εθνικό Σχέδιο Δράσης»- δείχνουν μία αποκαρδιωτική εικόνα για την Ελλάδα.

Πηγή Χαρτών: Supplied/Δημογραφικά Νέα/ ΕΔΚΑ

Όσον αφορά στον αριθμό των κατοίκων, κατά τόπους την τελευταία δεκαετία (Χάρτης 1) εμφανώς επικρατεί το ροζ έως το βαθύ μωβ που σημαίνει μείωση.

Στο πράσινο είναι μόνο η ευρύτερη περιοχή της Αττικής, η Θεσσαλονίκη, ελάχιστες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, μέρος της Κρήτης και μερικά μόνο νησιά στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, και στο Ιόνιο.

Για τις γεννήσεις, η εικόνα είναι ακόμη πιο «κόκκινη», με τη γήρανση να αποτελεί μία ακόμη, πολύ μεγάλη, πρόκληση.

«Οδεύουμε … προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό ‘γήρανσης’ και ‘υπεργηρίας’ σε περισσοτέρους από 1 στους 4 Νομούς της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν το 2050) να έχουμε μια ομάδα Νομών όπου οι 65 ετών και άνω θα υπερβαίνουν το 1/3 του πληθυσμού τους, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 εξ αυτών θα είναι ‘υπέργηροι’», γράφουν οι καθηγητές Βύρων Κοτζαμάνης* και Βασίλης Παππάς**, συγγραφείς του άρθρου, «Δημογραφικές ανισότητες και Εθνικό Σχέδιο Δράσης» (οι οποίοι συνεργάζονται στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα»).

Οι ίδιοι τονίζουν ότι το «δημογραφικό» αναδεικνύεται ως ένα από τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα στην Ελλάδα, «στοχεύοντας στην προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές, στην ανακοπή των υφιστάμενων τάσεων και στην άμβλυνση των όποιων αρνητικών τους επιπτώσεων».

Αφού αναφέρονται «στην ευαισθητοποίηση των πολιτικών και στη λήψη -ή ακόμη σε εξαγγελίες/προτάσεις λήψης- μέτρων, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη κυβερνητική εξαγγελία για ένα ‘Εθνικό Σχέδιο Δράσης’», επισημαίνουν ότι το «Σχέδιο» αυτό δε θα πρέπει να λάβει υπόψη όμως μόνον το σύνολο των συνιστωσών του «δημογραφικού» αλλά, ταυτόχρονα, και τις σημαντικές υφιστάμενες χωρικές διαφοροποιήσεις.

«Ο δημόσιος διάλογος μέχρι σήμερα, επικεντρώνεται στις εξελίξεις σε εθνικό μόνον επίπεδο και καθόλου στις σημαντικές ενίοτε διαφοροποιήσεις γύρω από τους εθνικούς μέσους όρους σε χαμηλότερα επίπεδα», σημειώνουν.

Οι καθηγητές παρουσιάζουν 4 παραδείγματα σχετικά: την εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στο χώρο, την έντονα διαφοροποιημένη ανάμεσα στις δυο τελευταίες απογραφές μεταβολή του, τα εξαιρετικά διαφοροποιημένα χωρικά φυσικά ισοζυγία (λόγος γεννήσεων προς θανάτους) στην προ της επιδημίας περίοδο, και, τέλος, τις σημαντικές αποκλίσεις από τον εθνικό μέσο όρο της δημογραφικής γήρανσης.

Η δημογραφική εικόνα της χώρας, προσθέτουν, διαφέρει σήμερα σημαντικά από αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και πολιτικά κόμματα, κοινωνικοί, επαγγελματικοί και επιστημονικοί φορείς, καθώς και κοινή γνώμη δείχνουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον, τόσο για τις τρέχουσες εξελίξεις όσο και για τη μελλοντική δημογραφική πορεία.

ΧΩΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Όσον αφορά στην εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στην Ελλάδα, οι κ.κ. Κοτζαμάνης και Παππάς, γράφουν ότι:

Με βάση τα στοιχεία της πρόσφατης απογραφής (2021) το 50% του πληθυσμού της χώρας είναι συγκεντρωμένο στο 4,3% της Επικράτειας και το 80% στο 25,2% (τo 1951 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 13,4% και 55,5%).

Στο επίπεδο των Δημοτικών Ενοτήτων το 2021, 277 από τις 6138 (δηλ. το 4,5% του συνόλου τους ) συγκεντρώνουν > 80% του πληθυσμού, ενώ 23 από αυτές παρουσιάζουν πυκνότητες άνω των 10.000 ατόμων/τ.χλμ. και 4 πυκνότητες που υπερβαίνουν τις 20.000 άτομα/τ.χ. (το 1951, στο αντίστοιχο χωρικό επίπεδο των ΟΤΑ, 2179 από τους 5795 -το 37% του συνόλου συγκέντρωναν το 80% του πληθυσμού και μόλις 8 έχουν πυκνότητα άνω των 10.000 ατόμων/τ.χλμ).

Για τη μεταβολή του πληθυσμού ανάμεσα στο 2011 και το 2021 βάσει των απογραφών (Χάρτης 1), γράφουν:

Ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας με βάση τα στοιχεία αυτά μειώθηκε κατά 3,1%. Αν εξετάσουμε τη μεταβολή αυτή στις 1.035 Δημοτικές Ενότητες (Δ.Ε), θα διαπιστώσουμε ότι:

ι) το εύρος των μεταβολών είναι από -33% έως +19%, και,

ιι) στο 62,5% των Δ.Ε η μείωση σε μια δεκαετία του πληθυσμού ήταν μεγαλύτερη του 5%, στο μισό εξ αυτών (493/1034) μεγαλύτερη του 10% και στο ένα πέμπτο (1/5) μεγαλύτερη ακόμη και του 20%!!

Για τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) προ της πανδημίας COVID-19 (Χάρτης 2), σημειώνουν:

Σε εθνικό επίπεδο, την περίοδο 2014-2019 αντιστοιχούσαν 1,3 θάνατοι ανά μια γέννηση. Σε επίπεδο Δ.Ε., την ίδια περίοδο, είχαμε από 0,5 θανάτους έως και περισσότερους από 16 θανάτους ανά μία γέννηση. Στο 11% των Δ.Ε είχαμε έναν θάνατο ανά μία γέννηση και στο 7% αρκετά λιγότερους θανάτους ανά γέννηση (λιγότερους από 85 θανάτους ανά 100 γεννήσεις).

Στον αντίποδα στο 38% των Δ.Ε καταγράφηκαν περισσότεροι από 3 θάνατοι/γέννηση, στο ένα τέταρτο (¼) περισσότεροι από 4 και στο 18% περισσότεροι από 5!!!

Και για τη γήρανση του πληθυσμού, διευκρινίζουν ότι:

Με βάση τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ (2020), σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό των 65 ετών και άνω ανέρχεται 22,5% και αυτό των 85 ετών και άνω στο 3,6 %.

Κάτω όμως από τους εθνικούς αυτούς μέσους όρους υποκρύπτονται σημαντικές διαφοροποιήσεις (Χάρτης 3) καθώς 10 Νομοί «προπορεύονται» έχοντας το 28%, ενώ σε δύο από αυτούς η αναλογία υπερβαίνει ακόμη και το 30% (το ποσοστό δηλ. των 65 και άνω σε αυτούς είναι το 2020 υψηλότερο και από το αναμενόμενο σε εθνικό επίπεδο το 2050 (30-31%)!).

Η εξέταση του ειδικού βάρους των 85 ετών και άνω στους 65 ετών και άνω (αναλογών αριθμός ατόμων 85+ σε 100 άτομα 65+) αναδεικνύει και μια άλλη διάσταση, αυτήν της «γήρανσης μέσα στη γήρανση» (Χάρτης 4).

Έτσι, αν το 2020, σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν λίγο λιγότερα από 16 άτομα ηλικίας 85+ σε 100 άτομα ηλικίας 65+, σε 15 Νομούς με συνολικό πληθυσμό που αγγίζει το ένα εκατομμύριο το 2020 (το 9% του συνολικού πληθυσμού στο 25,5% της Επικράτειας) αντιστοιχούν περισσότερα από 18 άτομα 85 και άνω σε 100 άτομα 65 και άνω, σε τέσσερεις δε από αυτούς (Λακωνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ευρυτανία) περισσότερα από 20.

Οι τέσσερεις αυτοί Νομοί έχουν επομένως ήδη υπερβεί το 2020 την αναλογία που αναμένουμε να έχουμε σε εθνικό επίπεδο μετά από 30 χρόνια (το 20500 ενώ οι υπόλοιποι 11 αναμένεται να την ξεπεράσουν στις αρχές της επομένης δεκαετίας.

Οδεύουμε, επομένως, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 στους 4 Νομούς της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν το 2050) να έχουμε μια ομάδα Νομών όπου οι 65 ετών και άνω θα υπερβαίνουν το 1/3 του πληθυσμού τους, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 εξ αυτών θα είναι «υπέργηροι».

Οι καθηγητές Β. Κοτζαμάνης και Β. Παππάς, προειδοποιούν ότι εάν ο πληθυσμός της Ελλάδας μειωθεί από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες έως περισσότερο από 1,5 εκατομ. έως το 2050 (από 5 % έως 10%, αναλόγως κυρίως του μεταναστευτικού ισοζυγίου) με το 1/3 να είναι 65 ετών και άνω, τα ποσοστά μείωσης θα είναι πολύ υψηλότερα σε ένα μεγάλο τμήμα του υπαίθρου χώρου της ηπειρωτικής Ελλάδας από αυτά των μητροπολιτικών περιοχών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων (και, προφανώς, και από αυτά του βορείου τμήματος της Κρήτης και των νησιών του Νοτίου Αιγαίου).

«Αυτό θα οδηγήσει, αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα, στην περαιτέρω πληθυσμιακή συρρίκνωση ενός μεγάλου τμήματος της Επικράτειας και στην επιτάχυνση της γήρανσής του (σε ποσοστά δηλαδή ηλικιωμένων πολύ υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου)».

«Η οποιαδήποτε δε ανόρθωση της γονιμότητας (η αύξηση δηλαδή του μέσου αριθμού παιδιών στις νεότερες γενεές), ακόμη και αν επιτευχθεί, δε θα αποτρέψει την ταχύτατη μείωση του πληθυσμού πληθώρας δήμων, καθώς η απουσία νέων δε θα επιτρέψει να ανακοπεί η μείωση των γεννήσεων και η αυξανόμενη γήρανση την αύξηση των θανάτων. Θα έχουμε έτσι όλο και περισσότερους θανάτους ανά γέννηση, και κανένα μεταναστευτικό ισοζύγιο, όσο θετικό και αν είναι, δεν πρόκειται να ανακόψει τη φθίνουσα πορεία τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ενότητες αυτές (και όχι μόνον)».