“ΕΡΗΜΩΝΕΙ η ελληνική ύπαιθρος”…
ΔΕΝ ξέρω, πόσες φορές έχω δει τον πιο πάνω τίτλο, σε… επιστημονικές διατριβές, αναλύσεις στατιστικών δεδομένων, μελέτες, άρθρα ειδικών και ρεπορτάζ εφημερίδων.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ φορά, τον τον είδα πριν τρεις-τέσσερεις μέρες στον “Νέο Κόσμο” και, πριν τρεις εβδομάδες, τον είχα χρησιμοποιήσει και εγώ στα “Υστερόγραφα”, κάνοντας μάλιστα και μια σύγκριση της ερήμωσης των ορεινών χωριών της Ελλάδας, με την “ερήμωση” της παροικίας μας.
ΤΑ όσα δημοσίευσε ο “Ν. Κ.” προέρχονταν από ένα άρθρο με τίτλο “Δημογραφικές ανισότητες και Εθνικό σχέδιο δράσης”, που υπέγραφαν οι καθηγητές Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλης Παππάς, αναλύοντας τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, των δυο τελευταίων απογραφών 2011 και 2021.
ΟΠΟΙΟΣ ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί για το μεγάλο βουνίσιο μονοπάτι, χωρίς… επιστροφή, που έχει πάρει εδώ και πολλά χρόνια η πατρίδα, και έτυχε να μην διάβασε το άρθρο, μπορεί να το βρει και να το διαβάσει στην ιστοσελίδα της.
ΠΑΡΑ το γεγονός, ότι τα τελευταία 30 χρόνια, έχουν γραφεί δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- άρθρα, γύρω από τον δημογραφικό κατήφορο της Ελλάδας, η κατάσταση συνεχίζει να πηγαίνει, από το κακό στο πολύ χειρότερο…
ΘΑ έλεγα, μάλιστα, ότι ο μεγάλος κατήφορος, άρχισε πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια (ταυτόχρονα με τον παροικιακό μας κατήφορος) αλλά χρόνο με το χρόνο και εκεί και εδώ, ο δρόμος γίνεται όλο και πιο κατηφορικός…
ΓΙΑ τα πιο ορεινά χωριά, μάλιστα, που κατοικούνται κυρίως από υπέργειρους ανθρώπους, η ερήμωση μοιάζει σαν μια υπέρβαρη (από… χρόνια) νταλίκα, χωρίς φρένα, να προσπαθεί να φρενάρει στην κατηφόρα…
ΚΑΙ επειδή μπορεί να γίνονται “θαύματα”, αλλά οι νταλίκες χωρίς φρένα στις κατηφόρες δεν φρενάρουν. Ο νόμος της βαρύτητας, σύμφωνα με τον Νεύτωνα, είναι απαράβατος και από το Θεό…
ΣΤΗΝ κατηφόρα, μάλιστα, την νταλίκα δίχως φρένα την εγαταλείπουν για να γλιτώσουν και οι νταλικέρηδες, πηδώντας -αν τα καταφέρουν- και τις αφήνουν να παρκάρουν ανενόχλητες, με τις ρόδες να αγναντεύουν τον ουρανό, στο κοντινότερο ρέμα…
ΚΑΙ επειδή “μια ζωή που είναι να βγει ας βγει το γρηγορότερο” (για να μην ταλαιπωρηθεί σαν την νταλίκα), ας το πούμε έξω απ’ τα δόντια: η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη και ό,τι γίνεται τώρα μπήκε στο αυλάκι για να γίνει πριν 70 χρόνια.
ΚΑΙ, συγκεκριμένα, μετά την σκοτεινή και αιματοβαμένη δεκαετία του 1940, που ό,τι έμεινε όρθιο από τον πόλεμο, την κατοχική πείνα και ταλαιπωρία, το αποτελείωσε ο καταστροφικός και αδελφοκτόνος εμφύλιος.
ΑΜΕΣΩΣ μετά, το πιο ζωντανό και ενεργό κομμάτι, όλων σχεδόν των επαρχιών και νησιών της χώρας, πήρε τον δρόμο για την πρωτεύουσα και τις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.
ΑΛΛΑ και εκεί, οι θέσεις εργασίας ήταν λίγες και έλιωνες δυο ζευγάρια σόλες να βρεις ένα μεροκάματο που να φτάνει να γεμίζεις το στομάχι σου και να πληρώνεις μαζί με κανέναν συγχωριανό σου το ενοίκιο, “για μια καμαρούλα μια σταλιά 2×3″…
ΤΗΝ εποχή εκείνη οι περισσότεροι επαρχιώτες στις μεγάλες πόλεις και, κυρίως, στην Αθήνα, κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα, με τα καρβέλια το ψωμί και τους τενεκέδες λάδι, που τους έστελναν από τα χωριά τους οι δικοί τους.
ΟΥΡΕΣ έπιαναν στα ΚΤΕΛ για να παραλάβουν τα δέματα που τους έστελναν από τα χωριά τους. Τα χωριά -ναι, τα ίδια χωριά, που πνέουν τα λοίσθια τώρα και σε μια δεκαετία δεν θα υπάρχουν- ολλά από αυτά, ήταν αυτά που βοήθησαν δεκάδες χιλιάδες Αθηναίων να επιζήσουν την κατοχή.

ΤΑ ίδια χωριά, πρωταγωνίστησαν το 1821, έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και ’13, απελευθέρωσαν τη Θεσσαλονίκη, πολέμησαν 10 χρόνια αργότερα στο Σαγκάριο και πάλι το 1940 στην χιονισμένη Αλβανία.
ΓΙΑ μένα, στα περήφανα ορεινά και περιφρονημένα σήμερα χωριά, χτυπούσε πάντα πιο δυνατά η καρδιά της Ελλάδας, από την εποχή του Κολοκοτρώνη, του Ανδρούτσου και του Καραϊσκάκη.
ΑΝ και προσπαθώ να το ελέγξω, χωρίς να το καταλάβω, παρέκαμψα και πάλι το δημογραφικό σενάριο της σημερινής στήλης. Έτσι όμως συμβαίνει όταν το μυαλό παίρνει τα… βουνά. Επανέρχομαι…
ΟΣΟΙ, λοιπόν, δεν χώρεσαν τότε (μετα το 1950) στον ελληνικό χώρο και μαγεύτηκαν από τους δακρύβρεχτους ύμνους της ξενιτιάς, που αφιέρωνε ο Στελάρας (Καζαντζίδης) στη μανούλα του και σε όλες τις πικραμένες μανούλες, εκ μέρους των παιδιών τους…
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ τα τραγούδια αυτά (και όχι μόνο), σαν βάλσαμο για να μαλακώσουν την βαθιά και αγιάτρευτη πίκρα του ξεριζωμού από τα χωριά τους. Από το ίδιο τους το είναι, δηλαδή…
ΕΤΣΙ, έσφιξαν την καρδιά τους, έκαναν κομπόδεμα τις αναμνήσεις τους, έβαλαν σε μια φτηνή βαλίτσα ό,τι είχε απομείνει από τις μακρόχρονες στερήσεις τους…
ΧΑΙΡΕΤΗΣΑΝ (δήθεν) χαρούμενοι γονιούς, αδέλφια, ξαδέρφια, συγγενείς και φίλους, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν (τότε), πως δεν θα γύριζαν ποτέ και σε ξένους τόπους θα άφηναν την τελευταία τους πνοή…
ΕΤΣΙ, λοιπόν και με κίνητρο μια νέα αρχή, σε άλλη πατρίδα, άλλοι κατέληξαν σε εργοστάσια και εστιατόρια της Αμερικής, άλλοι στον παγωμένο Καναδά, άλλοι στις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές και οι πιο άτυχοι απ’ όλους στην μακρινή Αυστραλία…
ΣΤΟΝ… κώλο της Γης, που έλεγε και ο Πολ Κίτινγκ, ένας από τους πιο ευφυείς πρωθυπουργούς της Αυστραλίας, πριν 30 χρόνια. Και εδώ βρισκόμαστε ακόμα, όσοι από εμάς έχουμε απομείνει, περιμένοντας τη σειρά τους…
ΤΟ ίδιο ταξίδι, έκανα και εγώ, με ένα σταθμό 11 ετών στον Πειραιά και την Αθήνα. Ήμουν 12 χρόνων, όταν έφυγα από το χωριό μου για το Ζάννειο Ορφανοτροφείο, το 1959 και 23 ετών, όταν έφτασα μια γκρίζα και χειμωνιάτικη άνοιξη του 1970 στη Μελβούρνη.
ΟΠΩΣ έχω ξαναγράψει, με τα τραγούδια του Στελάρα που άκουγα (από ένα ταβερνάκι έξω από το ορφανοτροφείο στην οδό Φίλωνος), για το φευγιό στη ξενιτιά μεγάλωσα, σαν εσωτερικός μετανάστης, χωρίς να φανταστώ, ότι μια νέα μετανάστευση με περίμενε στη γωνία…
ΕΜΕΝΑ, περισσότερο μου στοίχισε η πρώτη παιδική μετανάστευση, τότε αισθάνθηκα τον ξεριζωμό. Τη δεύτερη ούτε που την κατάλαβα, αφού πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω, ότι εδώ είμαι προσωρινά.
ΑΣ ξαναπιάσουμε όμως το αρχικό σενάριο από εκεί που το αφήσαμε. Η ερήμωση και εγκατάλειψη των περισσότερων χωριών, άρχισε πολύ πριν το καλοκαίρι του 1959 που έφυγα εγώ από το χωριό μου.
ΜΙΚΡΟΣ ακόμα, θυμάμαι ορισμένα σπίτια κλειστά, λόγω του ότι οι ιδιοκτήτες τους, μετανάστευαν οικογενειακά στην Αμερική και τον Καναδά, κυρίως, ενώ για την Αυστραλία, έφευγαν μόνοι τους νέοι άνθρωποι.
ΤΟΤΕ, το χωριό μου (που απέχει 9 χιλιόμετρα από την Τρίπολη), είχε καμιά εξακοσαριά κατοίκους και 70 μαθητές στο δημοτικό σχολείο. Σήμερα, έχει 120 κατοίκους, το σχολείο έκλεισε πριν 30 χρόνια και οι λίγοι νέοι που ζουν εκεί ακόμα, στέλνουν τα παιδιά σε κάποιο σχολείο της Τρίπολης.
ΤΟ ίδιο συμβαίνει στα περισσότερα ορεινά χωριά, που κατοικούνται πια αποκλειστικά από ηλικιωμένους ανθρώπους. Οι εξηντάρηδες που έχουν απομείνει θεωρούνται… νέοι!
ΜΑΖΙ με τα σχολεία, τα περισσότερα χωριά έμειναν και δίχως ιερείς, ενώ από κοντά έκλειναν και τα αστυνομικά τμήματα, που βρίσκονταν σε πολλά κεφαλοχώρια.
ΜΕΧΡΙ και τα παραδοσιακά καφενεία, που δεν έλειπαν ποτέ από κανένα χωριό, δεν υπάρχουν πια. Τα Αγιωργιτίκα (το χωριό μου), που τις δεκαετίες του ’50 και ’60 είχε 7 καφενεία δεν έχει κανένα, ενώ κάτι λίγα έχουν απομείνει στην Τρίπολη.

ΜΕ δυό κουβέντες, από τη στιγμή που από τα χωριά, εξέλειψε ο κεντρικός πυρήνας της ύπαρξης τους, που συνέδεε τον μικρό κοινωνικό ιστό, δηλαδή: ο ιερέας, ο δάσκαλος, ο αστυνομικός και το καφενείο…
ΚΑΙ, κυρίως, από τότε που άρχισαν να τα εγκαταλείπουν οι νέοι και να μην γεννιούνται παιδιά, τα χρόνια τους ήταν μετρημένα.
ΘΥΜΑΜΑΙ την ανείπωτη χαρά της θείας μου της Ρεβέκκας, που ζήσαμε μαζί στο χωριό, τους τρεις τελευταίους χειμώνες της ζωής της, όταν άκουγε από το διπλανό σπίτι, που νοίκιασε ένα νεαρό ζευγάρι Αλβανών, το κλάματα ενός μωρού και έβλεπε τις αμυγδαλιές να ανθίζουν…
ΤΑ πέντε τελευταία χρόνια, που έζησα στην πατρίδα, μοιράζοντας τον χρόνο μου, σε δυο ορεινά χωριά, είδα σε slow motion την αργή κατάρρευση πολλών εγκαταλειμένων σπιτιών από εσωτερικους και εξωτερικούς μετανάστες σαν έμας.
ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΑ να τα βλέπω να καταρρέουν όρθια, να πέφτουν δηλαδή, πρώτα οι σκεπές και μετά σιγά-σιγά, να
πέφτουν… αντιστεκόμενοι, όσα περισσότερα χρόνια μπορούν και οι τοίχοι, ένας-ένας…
ΣΚΕΦΤΟΜΕΝΟΣ παράλληλα, πόσες χαρές, καβγάδες, γιορτές, λύπες, γάμους, κηδείες, έρωτες και αποχωρισμούς, είχαν ζήσει όσοι κατά καιρούς τα κατοίκησαν, βούρκωναν αναίτια (;) τα μάτια μου.
ΟΛΑ αυτά τα ανθρώπινα, που συνοδεύουν την ερήμωση και εγκατάλειψη των χωριών, δεν καταγράφονται από τις απογραφές και τις στατιστικές αναλύσεις των δημογραφικών δεδομένων.
ΤΑ δεδομένα και αριθμοί, όπως βέβαια και η τεχνητή νοημοσύνη, είναι μεν χρήσιμα επιστημονικά εργαλεία, αλλά δεν λένε όλη την αλήθεια, την οποία μπορείς να κατανοήσεις μόνο αν την δεις (και την αισθανθείς) με τα ίδια σου με τα μάτια και την βοήθεια της φυσικής συναισθηματικής νοημοσύνης.
ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι την ερήμωση και εγκατάλειψη, εκτός από τους εναπομείνοντες ζώντες και τα “θλιμμένα” σπίτια που καταρρέουν, την αισθάνονται και τα αφρόντιστα (από ανθρώπινο χέρι) βουνά και τα δάση που αυτοπυρπολούνται…
ΓΙΑ όλα αυτά όμως και γιατί: “είναι ευκολότερο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού”, θα μιλήσουμε την επόμενη βδομάδα, αν δεν προκύψει κάτι απρόβλεπτο και μας ξεστρατίσει πάλι…
Μπ. Στ.