ΕΧΩ έναν φίλο που αρνείται να εγγραφεί σε οποιαδήποτε συνδρομητική πλατφόρμα και κάθεται και βλέπει ταινίες και σειρές «σπασμένες» από τα διάφορα πειρατικά σάιτ που υπάρχουν στο ίντερνετ. Αυτά που τη μια μέρα τα πιάνουν, τα κλείνουν, κυνηγάνε αυτούς που τα έχουν, δεν τους βρίσκουν ποτέ και το σάιτ εξαφανίζεται ένα πρωί για να εμφανιστεί το ίδιο απόγευμα με άλλο όνομα. Ο φίλος μου τις μισές ταινίες τις βλέπει σε τόσο κακή ποιότητα που αμφιβάλλω αν καταλαβαίνει τι βλέπει, αλλά δεν τον νοιάζει, «τα βλέπω όλα», μου λέει, εννοώντας ότι υπάρχουν πράγματι 300 πλατφόρμες πλέον και ποια απ’ όλες να πρωτοπληρώσεις;
Η γράφουσα είναι ακριβώς στον αντίποδα. Σας έλεγα ότι αρνούμαι πεισματικά να πάρω επιδόματα, ειδικότερα αυτά τα οριζόντια, την τροφή του κυβερνητικού λαϊκισμού. Αντιστοίχως, αρνούμαι να μην πληρώνω για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που χρησιμοποιώ, εάν κρίνω ότι το αντίτιμο είναι λελογισμένο. Στην τελική ανάλυση και το νταραβέρι με το κράτος το ίδιο είναι: Πληρώνεις φόρους και παίρνεις αυτό που οφείλει να σου προσφέρει. Έτσι δεν πάει; Ή τουλάχιστον έτσι δεν θα έπρεπε να πηγαίνει; «Μα, εγώ το θέλω τσάμπα». Ναι, ε; Τέλος πάντων, στο θέμα μας.
Το Facebook ζήτησε προ ολίγων ημερών από τους συνδρομητές του να επιλέξουν εάν θέλουν να πληρώνουν 12 ευρώ και κάτι ψιλά τον μήνα και να μη βλέπουν διαφημίσεις, ή να μείνουν ως έχουν και να βλέπουν. Ακολούθησε ψιλοπανικός. Όλοι φοβούνται να μην αναγκαστούν να πληρώνουν προκειμένου να συμμετέχουν σε κάτι που ως τώρα ήταν δωρεάν. Και όλοι, ταυτόχρονα, διαμαρτύρονται που βλέπουν πάρα πολλές διαφημίσεις. Κανείς δεν αναρωτιέται πώς υποτίθεται ότι πρέπει να συντηρηθεί το Facebook εάν δεν τους δείχνει διαφημίσεις. Ή, αν δεν παίρνει συνδρομή, για να μην τους δείχνει διαφημίσεις. Θέλουν ένα μέσον δωρεάν που να μην τους δείχνει και διαφημίσεις. Ένα διαδικτυακό BBC, ας πούμε. Έναν κόσμο γεμάτο BBC, άλλο που το BBC το πληρώνει το βρετανικό κράτος από τους φόρους των Βρετανών φορολογούμενων.
Συγγνώμη, αλλά καπιταλισμό δεν θέλατε; Τίποτε στον καπιταλισμό δεν είναι δωρεάν. Και βασικά, ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Επίσης, πολλοί σαν τον φίλο μου δεν αναρωτιούνται πώς θα συνεχίσει να κάνει παραγωγές το Netflix, για παράδειγμα, και μάλιστα πανάκριβες, εάν οι ίδιοι δεν πληρώνουν συνδρομή. Πώς θα πληρώσει τον Σκορτσέζε να κάνει τέσσερις ώρες ταινία, έξω οι τίτλοι; Τι είναι το Netflix, φιλανθρωπικό ίδρυμα; Όχι, δεν είναι. Όπως ακριβώς δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα και τα ΜΜΕ. Στην Ελλάδα τα θέλουμε απολύτως δωρεάν, απολύτως ανεξάρτητα και απολύτως αποκομμένα από κάθε εξάρτηση. Αλήθεια; Και πώς θα γίνει αυτό; Από πού θα βγάλουν λεφτάκια να πληρώσουν όλους εμάς και όλες τις πηγές που χρησιμοποιούν και γενικώς όλα τα έξοδά τους; Θα τα κόψουν από τον τοίχο; Ο μέσος Έλληνας, όμως, αν του πεις να πληρώσει συνδρομή, θα σε βρίσει: Σιγά μην πληρώνω κιόλας για να διαβάζω παραπληροφόρηση… Ενώ η αλήθεια είναι ότι διαβάζεις παραπληροφόρηση ακριβώς επειδή δεν πληρώνεις.
Για αυτό και ο μέσος Έλληνας έχει πολύ μονόπλευρη ενημέρωση: Πού το διάβασες; Στον «Guardian»· το μοναδικό δωρεάν διεθνές Μέσον. Ή το είδα στο YouTube, δωρεάν κι αυτό. Στο YouTube, στο μεταξύ, γίνεται της παραπληροφόρησης το κάγκελο. Αλλά δεν πειράζει, είναι δωρεάν. Α, ναι, και στο Twitter, Χ πλέον. Κι αν του πεις ότι ο Ίλον Μασκ το κρατάει ζωντανό το Χ ακριβώς επειδή επιτρέπει σε κάθε πικραμένο να πηγαίνει εκεί και να γράφει αδιανόητες τρέλες και ψέματα, θα ξυπνήσει μέσα του ο συνωμοσιολόγος: Οι άλλοι μάς κρύβουν την αλήθεια. Σου κρύβουν οι «New York Times» την αλήθεια (επειδή έχουν συνδρομή) και σ’ τη λέει ο Μασκ… Ή ο Τραμπ. Εντάξει. Χαμένοι στη μετάφραση Η αλήθεια είναι ότι γενικώς στην Ελλάδα μπερδεύουμε τα πράγματα. Μπερδεύουμε, για παράδειγμα, το ποιον πρέπει να πληρώσουμε και το ποιον δεν πρέπει. Μπερδεύουμε τι πρέπει να περιμένουμε από ποιον και πώς. Είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε για πράγματα που θα έπρεπε να είναι δωρεάν και απαιτούμε να είναι δωρεάν τα πράγματα για τα οποία πρέπει να πληρώσουμε. Δεν φταίμε. Είναι ο τρόπος που μάθαμε να κάνουμε τα πράγματα.
Αντί να θέλουμε ένα κράτος που μας δίνει όσα δικαιούμαστε και μετά να δούμε τι θα κάνουμε με τα λεφτά μας, πληρώνουμε για να πάμε στους γιατρούς, ας πούμε -αν δεν θέλουμε να περιμένουμε έξι μήνες για μια εξέταση-, και μετά θέλουμε να είναι δωρεάν οι υπηρεσίες των ιδιωτικών εταιρειών. Πόσο ανάποδο είναι αυτό; Όχι και τόσο. Μάθαμε να μισούμε τον καπιταλισμό, ενώ από την άλλη τον υπηρετούμε πειθήνια. Να τον πολεμάμε εκεί που δεν πρέπει και να τον δεχόμαστε εκεί που δεν πρέπει. Δεν είναι το μόνο στραβό που κάνουμε. Αλλά είναι από τα θεμελιώδη. Και, ξαναλέω, δεν φταίμε εμείς.
*Πηγή: Εφημερίδα POLITICAL.