Ο Γιώργος Κυριακού, μετά από μια πολυετή κι επιτυχημένη καριέρα στον τομέα πώλησης παπουτσιών, στράφηκε στη συγγραφή μέσα από μια σειρά τυχαίων(;) γεγονότων. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο του με τον τίτλο «Αν ταιριάζει το παπούτσι» (If The Shoe Fits) στο οποίο αποτυπώνει με συγκινητικό τρόπο τα απομνημονεύματά του.
Σε μια κουβέντα από καρδιάς, ο Γιώργος Κυριακού εξηγεί πώς ξεκίνησαν όλα. Ο τίτλος του βιβλίου, τόσο μοναδικός όσο και η ιστορία που περικλείει, ήταν έμπνευση ενός πρώτου εξαδέλφου του Γιώργου, ο οποίος ζει στην Αγγλία.

«Δεν ήθελα έναν πολύ προφανή τίτλο. Έτσι, το “If the shoe fits” που εμπνεύστηκε ένας πρώτος εξάδελφός μου, ο οποίος ζει στο Ντέβον της Αγγλίας, σκέφτηκα ότι ήταν ένας καλός τίτλος. Όταν του είπα τι έκανα και τι ήθελα, σχεδίασε (το βιβλίο) για μένα. Είναι ένας πολύ ικανός και πολύ ταλαντούχος νεαρός διαφημιστής. Ο τίτλος ήταν μια μελετημένη επιλογή, καθώς περικλείει την ουσία της αφήγησης χωρίς να προδίδει πολλά», δήλωσε ο Γιώργος στον «Νέο Κόσμο».
ΜΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΕΣ
Η συνέντευξη αποκαλύπτει ότι η επιθυμία του Γιώργου να μοιραστεί το ταξίδι της οικογένειάς του, τόσο με τους άμεσους συγγενείς του όσο και με τους φίλους του, έγινε η κινητήριος δύναμη πίσω από τη συγγραφή του βιβλίου.
«Στα 79 μου χρόνια, βρίσκομαι στην κατηφορική πλευρά του βουνού της ζωής», λέει ο Γιώργος.
«Η έμπνευση να γράψω την ιστορία της οικογένειάς μου προήλθε από την επιθυμία να δημιουργήσω μια κληρονομιά, ειδικά για την αγαπημένη μου κόρη, Μαρίνα και τα τρία εγγόνια μου».
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ
Ο Γιώργος μοιράζεται μαζί μας μια καθοριστική στιγμή, όταν, μετά τον θάνατο της συζύγου του, Neryl, επέστρεψε στη γενέτειρά του στην Ελλάδα. Το συγκινησιακά φορτισμένο ταξίδι του στο Εθνικό Φλώρινας με στόχο τον εντοπισμό του τάφου της αδελφής του, τον μεταμόρφωσε ολοκληρωτικά, όπως λέει ο ίδιος.
«Το να βρω τον τάφο της αδελφής μου ήταν ίσως το πιο εμπνευσμένο και συναισθηματικό πράγμα», λέει στον «Νέο Κόσμο» και εξηγεί πώς αυτή η αποκάλυψη πυροδότησε μια αίσθηση καθήκοντος, μια οικογενειακή υποχρέωση να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος και να κλείσει ένας κύκλος.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ
Μέσα από την κουβέντα με τον συγγραφέα, ξετυλίγεται ένα οικογενειακό μυστικό, θαμμένο στη σιωπή γύρω από το θάνατο της αδελφής του Γιώργου. Ο ίδιος παραδέχεται πως αισθάνεται τύψεις που δεν έκανε τις σωστές ερωτήσεις όταν οι γονείς του ήταν ζωντανοί. Οι κοινωνικές νόρμες κι αντιλήψεις της εποχής επέβαλαν τη σιωπή γύρω από αυτό το οδυνηρό κεφάλαιο.
«Μία από τις τύψεις που έχω και υποθέτω ότι πολλοί άνθρωποι έχουν είναι ότι δεν κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις όταν είμαστε σε θέση να το κάνουμε. Οι γονείς μου έχουν «φύγει» και οι δύο και το μόνο που ξέρω είναι ότι όταν ήμουν μικρό παιδί μιλούσαν πολύ σπάνια για εκείνη.
Η μητέρα μου έπαθε νευρικό κλονισμό μετά το θάνατο της αδερφής μου, γιατί το να χάνεις κάποιον σε ηλικία 10 ετών ήταν πολύ ασυνήθιστο. Πολλοί άνθρωποι σε εκείνο το μέρος του κόσμου έχασαν βρέφη 12 μηνών, δύο ή τριών χρονών. Αρρώσταιναν, δεν υπήρχε ιατρική βοήθεια και πέθαιναν. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε (η μητέρα μου) να αντιμετωπίσει την ανάμνηση του θανάτου της κόρης της, της αδελφής μου, ήταν να μη μιλάει γι’ αυτήν, ξέρετε, να την βάζει στο παρασκήνιο και απλώς να μη μιλάει γι’ αυτήν. Και στη συνέχεια, όταν, όπως λέω στο βιβλίο, ήμουν 10 ετών, έπαθα ρευματικό πυρετό και ανησυχούσαν πάρα πολύ ότι μπορεί να ακολουθούσα τον ίδιο δρόμο», λέει ο Γιώργος.
Η αποκάλυψη αυτή ρίχνει φως στις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν οι οικογένειες που γνώριζαν το πένθος κυρίως στην ελληνική επαρχία μιας άλλης εποχής.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Ο αντίκτυπος του θανάτου της αδελφής του Γιώργου, ήταν τόσο μεγάλος που τελικά οδήγησε την οικογένεια να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. «Ο παππούς μου είχε έρθει εδώ το 1926, αρχικά για να εργαστεί στο Κουίνσλαντ, αλλά στη συνέχεια συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε μέλλον για μια νέα οικογένεια σε εκείνο το μέρος του κόσμου. Δεν υπήρχαν υποδομές εκεί. Έτσι, μας έφερε όλους έναν-έναν για να ζήσουμε στη Μελβούρνη», λέει ο Γιώργος.
Αναφερόμενος στους γονείς του και κάνοντας παραλληλισμούς με τη δική του ζωή, ο συγγραφέας αναλογίζεται το πείσμα και την αποφασιστικότητα που επέδειξε ο πατέρας του, ο οποίος πηγαίνοντας κόντρα στα κοινωνικά πρότυπα και τις προσδοκίες της εποχής, παντρεύτηκε τη μητέρα του, που κατά τις αντιλήψεις της οικογένειας δεν ήταν της «τάξης του». Κάποια χρόνια αργότερα, το ίδιο θα έκανε και ο Γιώργος.
«Τόσο ο πατέρας μου, όσο και εγώ, γνωρίσαμε τον έρωτα της ζωής μας σε δύσκολες συνθήκες. Αυτό που κάναμε, υποθέτω, φαινόταν επαναστατικό. Ξέρετε από την οικογένεια, δεν καταλάβαιναν. Και όταν γνώρισα τη γυναίκα μου, όπως λέω και στο βιβλίο, ήμουν μόνο ένα νεαρό αγόρι και γνώρισα μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας που ήταν παντρεμένη πριν και με ένα παιδί. Ω, μας προκάλεσαν πολλές στενοχώριες, αλλά τα καταφέραμε. Ναι, το ξεπεράσαμε», λέει ο Γιώργος.
ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗ
Η κουβέντα περιστρέφεται για λίγο γύρω από τις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, ιδίως με τον ισχυρογνώμονα αδελφό του Γιώργου. Ο συγγραφέας είναι πολύ ανοιχτός και ειλικρινής σχετικά με αυτό το ευαίσθητο θέμα. Συζητά με άνεση για τη δυναμική των οικογενειακών σχέσεων, το χάσμα των γενεών και τη σύγκρουση των παραδοσιακών αξιών με τις σύγχρονες αντιλήψεις, εκπέμποντας το δυναμισμό και την αποφασιστικότητά του καθ’ όλη τη διάρκεια της προσωπικής του πορείας προς την υπέρβαση των οικογενειακών συγκρούσεων.
«Ήταν μάλλον μια διαφορετική εποχή. Οι άνθρωποι χειρίζονταν τα πράγματα διαφορετικά. Και ο αδελφός μου με τη θέση που κατείχε στην οικογένεια ως πρωτότοκος και μεγαλύτερος, θεώρησε ότι μπορούσε να κυριαρχήσει στη συζήτηση και ουσιαστικά με πέταξε έξω από το σπίτι και όπως γράφω στο βιβλίο δεν ήταν μια πολύ ευχάριστη εμπειρία για ένα αγόρι 18 ή 19 ετών, αλλά έτσι έγινε».
Ο Γιώργος, συγκινείται καθώς θυμάται τις τελευταίες ώρες της μητέρας του στη Γη και τη συμφιλίωσή της με τη νύφη της, τη σύζυγο του, Neryl. «Η μητέρα μου, στο νεκροκρέβατό της – είχε λέμφωμα- κάλεσε τη γυναίκα μου και την παρακάλεσε για συγχώρεση γιατί, όπως παραδέχτηκε, έκανε λάθος. ”Ήμουν φοβισμένη. Έκανα λάθος. Δεν καταλάβαινα τις συνέπειες. Αλλά να ξέρεις, ήσουν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν ο γιος μου. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με’, είπε πριν πεθάνει, κάτι που ήταν ωραίο».

ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ
Ο Γιώργος μιλάει για το ταξίδι του στον κόσμο της συγγραφής, εξηγώντας πώς η γνωστή Αυστραλή συγγραφέας και φίλη του, Hazel Edwards, τον ενθάρρυνε να γράψει, δημιουργώντας αρχικά κάποιες παιδικές ιστορίες, προτού αποτολμήσει την καταγραφή της ιστορίας της οικογένειάς του. Η ικανότητά του να αφηγείται ιστορίες, δεδομένου του υπόβαθρού του ως διευθυντή μάρκετινγκ στην βιομηχανία των υποδημάτων, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει με συναρπαστικό τρόπο ένα οικογενειακό έπος.
«Η Hazel ήρθε στο σπίτι μου, εδώ στο Port Melbourne και είδε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που είχα με τους γονείς μου και άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις και μου είπε ‘κοίτα, πρέπει να γράψεις γι’ αυτό. Θα σε βοηθήσω, Τζορτζ’. Έτσι, έγραψα μερικές παιδικές ιστορίες, οι οποίες έτυχαν πολύ καλής υποδοχής και έλαβα και ένα βραβείο από τον Δήμο Port Phillip. Στην πραγματικότητα δέχτηκαν και τύπωσαν μια από τις ιστορίες μου στο περιοδικό τους, πράγμα που ήταν πραγματικά συναρπαστικό για μένα».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΣΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ…
Επιχειρώντας μια ενδοσκόπηση, ο Γιώργος μεταφέρει στην συζήτηση τη σοφία που απέκτησε από μια «καλή» ζωή. Τονίζει τη σημασία του σεβασμού, της φροντίδας και της συμπόνιας στη σημερινή κοινωνία.
Ο Γιώργος μοιράζεται συγκινητικές ιστορίες σχετικά με το δέσιμό του με τα εγγόνια του τα οποία υπεραγαπά και την βαθιά του επιθυμία να τους μεταδώσει το απαύγασμα των προσωπικών του εμπειριών.
«Νομίζω ότι αυτό που θα ήταν το πιο σημαντικό για μένα, είναι να πω στα εγγόνια μου: ‘Κοίτα, δεν με νοιάζει τι θα κάνεις, τι δρόμο θα ακολουθήσεις, αλλά θέλω να γίνεις καλός άνθρωπος, που θα σέβεται και θα νοιάζεται για τους άλλους ανθρώπους».’
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ
Η κουβέντα φορτίζεται συναισθηματικά καθώς ο Γιώργος αφηγείται τις προκλήσεις αλλά και τις χαρές της φροντίδας της συζύγου του, Neryl, κατά τη διάρκεια της πολυετούς ασθένειάς της. Η αφοσίωσή του στην φροντίδα της και η διαρκής αγάπη τους, συγκλονίζει.
«Θα έλεγα ότι το να φροντίζω τη γυναίκα μου, επί 14 χρόνια, όταν η αρχική της διάγνωση μιλούσε για τρία με πέντε χρόνια, ήταν, ξέρετε, ένα μεγάλο επίτευγμα. Και ήταν τιμή μου να κάνω αυτό που έκανα […] Έλεγα ‘όσο έχω έστω και μια ανάσα στο σώμα μου θα κάνω το σωστό και έντιμο πράγμα για αυτό το άτομο γιατί είναι η ζωή μου. Δεν μπορείς να την πετάξεις σε ένα σωρό και να συνεχίσεις τη ζωή σου έτσι απλά».
Η αναγνώριση της ίδιας της Neryl μια εβδομάδα πριν «φύγει» από τη ζωή, είναι η μεγαλύτερη δικαίωση για τον ίδιο.
«Μου είπε μια μέρα ότι ήμουν καλός σύζυγος, το οποίο ήταν πολύ όμορφο να το ακούσω , γιατί έτσι κατάλαβα ότι έκανα κάτι γι’ αυτήν, ότι της πρόσφερα αυτό που της άξιζε», λέει συγκινημένος ο συγγραφέας.
Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ολοκληρώνοντας, ο Γιώργος μοιράζεται την άποψή του για τις προτεραιότητες της ζωής. Τονίζει τη σημασία του χρόνου, των γνήσιων σχέσεων και του να αφήσει πίσω του μια κληρονομιά ως «καλός άνθρωπος», αντί να μετρά την επιτυχία αποκλειστικά με υλικούς όρους.
«Θέλω να είμαι ένας άνθρωπος, που θα τον θυμούνται, ως ευγενικό και διακριτικό και σκεπτόμενο τους άλλους ανθρώπους και που φρόντιζε για την οικογένειά του», λέει.
Τελικά, το «Αν ταιριάζει το παπούτσι» (If the Shoe Fits) δεν είναι απλά ένας τίτλος, αλλά μια μαρτυρία για το αξιοσημείωτο ταξίδι ενός ανθρώπου που βάδισε στη ζωή με αποφασιστικότητα, συμπόνια και διαρκή δέσμευση στην οικογένεια και την υστεροφημία.
Η ιστορία του Γιώργου Κυριακού είναι μια πρόκληση για τους αναγνώστες ώστε να προβληματιστούν για το δικό τους ταξίδι μέσα στη ζωή.
