«Οι ιστορίες που έχω ακούσει και που πρόκειται ακόμη ν’ ακούσω, επαναλαμβάνουν το ίδιο ρεφρέν: Υπάρχει στη Γη κάποιο μέρος, όπου μπορώ να βρω ειρήνη και να ευημερήσω; Μόλις τεθεί το ερώτημα αρχίζει η αγωνία, το αιώνιο δίλημμα: να μείνω ή να φύγω; Να υποχωρήσουμε πίσω από οχυρά ή να ρίξουμε τη μοίρα μας στον άνεμο;» (Arnold Zable ‘Sea of Many Returns’ (Η θάλασσα των πολλών επιστροφών)
Ο καταξιωμένος Αυστραλός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, αφηγητής, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Arnold Zable, εξερευνά σε βάθος την εμπειρία της μετανάστευσης των Ελλήνων της Αυστραλίας, στο βιβλίο του «Sea of Many Returns», το οποίο ακολουθεί τέσσερις γενεές μιας οικογένειας από την Ιθάκη, προγονική πατρίδα της συζύγου του, Ντόρας Βαρβαρίγου.
Στο μυθιστόρημα αυτό αναδεικνεύει την παρόρμηση των Ιθακησίων -όπως του θρυλικού ταξιδευτή Οδυσσέα- να εξερευνήσουν άλλες θάλασσες και νέους ορίζοντες. Εμβαθύνει στη νοσταλγία που νιώθουν μακριά από την πατρίδα, αλλά και στον πόνο εκείνων που έμειναν πίσω, να περιμένουν νέα από τους ξενιτεμένους ανθρώπους τους.
Ο Zable, που τιμήθηκε πρόσφατα στην έκδοση-ορόσημο του περιοδικού «Αντίποδες» μαζί με άλλους φιλέλληνες της Αυστραλίας, είπε στον «Νέο Κόσμο» ότι η αγάπη του για την ελληνική κουλτούρα γεννήθηκε στα παιδικά του χρόνια, στη γειτονιά του Carlton, όπου μεγάλωσε την μεταπολεμική εποχή, μια γειτονιά μεταναστών στη Μελβούρνη, που κατοικείτο από ανθρώπους από αρκετά πολιτισμικά υπόβαθρα.

«Γνώρισα τη μουσική του Θεοδωράκη, άκουσα ρεμπέτικα τη δεκαετία του 1960, στην αυλή του σχολείου… Οικογένειες Ελλήνων με κάλεσαν στο σπίτι τους και σε κάποια από τα πάρτι τους, όπου αναγνώρισα το ίδιο πάθος για τη ζωή και μια παρόμοια νοσταλγία για τα μέρη που άφησαν πίσω τους. Είχα από την αρχή μια βαθιά αίσθηση οικειότητας [με τους Έλληνες] και αναγνώρισης».
Γεννημένος σε οικογένεια Εβραίων από την Πολωνία, ο Zable συνειδητοποίησε από νωρίς το τραύμα που εμπεριέχεται σε πολλά ιστορικά γεγονότα. Ο πατέρας του, ποιητής, και η μητέρα του, τραγουδίστρια εβραϊκών ασμάτων κατάγονταν από την πόλη Μπιαλιστόκ, στα ρωσοπολωνικά σύνορα, και είχαν βιώσει μια μεγάλη τραγωδία.
«Ως παιδί, μεγαλώνοντας στο Carlton, ζούσα σε δύο κόσμους. Στους δρόμους του Carlton, συναναστρεφόμασταν με παιδιά από την Ελλάδα, από τη Γιουγκοσλαβία, από την Ιταλία, παιδιά Αυστραλών της εργατικής τάξης. Ζούσαμε όλοι μαζί και γνωριζόμασταν μεταξύ μας.
Αλλά μόλις έμπαινα στο σπίτι μου ήταν ένας άλλος κόσμος, μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Τα εβραϊκά -η μητρική μου γλώσσα- είναι η γλώσσα των περιπλανώμενων. Και υπήρχαν φαντάσματα… Φωτογραφίες ανθρώπων… των παππούδων και των γιαγιάδων μου, ή από θείες, θείους μου και πολλά ξαδέρφια και συγγενείς. Κατάλαβα νωρίς ότι είχαν δολοφονηθεί όλοι στο ολοκαύτωμα. Μεγάλωσα επίσης με ανθρώπους που είχαν πάρει μέρος στις εξεγέρσεις στα γκέτο της Βαρσοβίας».

Φωτογραφία: Arnold Zable/Supplied
«Έγινα ιδιαίτερα ευαίσθητος σε αυτές τις ιστορίες, τόσο από τον δικό μου πολιτισμό όσο και από άλλους».
Υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Zable αναφέρεται σε δύο ελληνικές λέξεις που βρίσκονται στον πυρήνα του έργου του.
«Ξενοφοβία, είναι ο φόβος του άλλου, του ξένου, αλλά από την άλλη έχουμε την φιλοξενία. Νομίζω ότι όλο μου το έργο έχει γραφτεί στο πνεύμα της φιλοξενίας, για το καλωσόρισμα του ξένου και για την αναζήτησή του. Γιατί ο ξένος είμαστε εσύ και εγώ. Με μια αλλαγή του ανέμου, εσύ και εγώ μπορούμε να γίνουμε οι ξένοι. Επομένως, τιμώντας τον ξένο, τιμούμε τον εαυτό μας».
Ακόμα και ο Όμηρος, προσθέτει, εξερευνά στην Οδύσσεια το πώς συμπεριφερόμαστε στους ξένους αλλά και πώς μας αντιμετωπίζουν όταν ταξιδεύουμε σε ξένα μέρη.
Πριν καν γνωρίσει την ομογενή σύζυγό του, Ντόρα Βαρβαρίγου, ο Zable είχε ήδη ταξιδέψει και εργαστεί στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά ήταν το 1973, την εποχή της Χούντας.

«Έζησα στην Αθήνα, στην Πλάκα, κοντά στην Ακρόπολη, αλλά δούλευα σε ένα ναυπηγείο στη Γλυφάδα. Ήταν την εποχή που η Χούντα ήταν ακόμα στην εξουσία και η τραγωδία του Πολυτεχνείου είχε συμβεί λίγο πριν φτάσω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν άνθρωπο με τον οποίο συνεργάστηκα, ο οποίος μου είπε: ‘Έχουμε στερέψει από δάκρυα…’».
Ο Zable επέστρεψε στην Ελλάδα με πλοίο, ένα χρόνο αργότερα, το 1974, όταν η Χούντα είχε πέσει. «Ήταν σαν να είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από την πόλη».
Όταν γνώρισε τη σύζυγό του το 1981, άρχισαν να ταξιδεύουν στην Ελλάδα και να περνούν αρκετούς μήνες στην Ιθάκη κάθε λίγα χρόνια, ειδικά όταν ήταν ακόμα μικρός ο γιος τους.
«Ήρθα επίσης πολύ κοντά με τον σύλλογο των Ιθακησίων εδώ στη Μελβούρνη. Και, φυσικά, η Ιθάκη είναι το νησί του Οδυσσέα, το νησί του μεγάλου ταξιδιώτη, το αρχέτυπο του ταξιδιώτη».
Το μυθιστόρημά του «Sea of Many Returns», βασίζεται σε αυτές τις παρατεταμένες παραμονές στο νησί.

«Ένα από τα σημαντικά ταξίδια που έκανα ήταν το 1997, όταν πέρασα τρεις ή τέσσερις μήνες εκεί με τη σύζυγό μου και τον γιο μας, τον Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν τότε πολύ μικρός».
Ήταν την εποχή της συγκομιδής της ελιάς, και ο Zable ανέβαινε στα βουνά μαζί με τους χωριανούς, και δούλευε 6-7 ημέρες την εβδομάδα, στους ελαιώνες.
«Η Ντόρα και ο Αλέξανδρος κατέφθαναν το μεσημέρι, με φρέσκο ψωμί, λίγο τυρί, ντομάτα, ελιές… η τροφή των θεών. Και μετά ο Αλέξανδρος πήγαινε και έπαιζε στις στάνες. Ήταν υπέροχο να το ζήσω αυτό με την οικογένειά μου.
«Και γνώρισα τον τόπο. Γνώρισα αυτό το παράδοξο της Ιθάκης και υποψιάζομαι πολλών νησιών, ότι ενώ οι άνθρωποι έλκονται από την ομορφιά τους, το τοπίο τους είναι επίσης πολύ σκληρό. Γνώρισα την Ιθάκη στο σώμα μου. Κάποια στιγμή, στο τέλος της συγκομιδής, ανέβαινα μόνος μου για να μαζέψω τα κλαδέματα της συγκομιδής, και να ανάψω φωτιές για να τα κάψω. Αισθανόμουν σαν τον βοσκό του ανέμου».
«Ήταν πραγματική απόλαυση η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος «Sea of Many Returns». Όλο το έργο μου, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το να είμαι παρών, προέρχεται από τα βιώματά μου και το περιβάλλον, από τα ταξίδια του και από την επαφή με τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους», τόνισε ο Zable.
Εντέλει, καταλήγει, όλοι έχουμε μια ιστορία να πούμε.

«Ο Καρλ Γιουνγκ είπε κάποτε ότι όλοι έχουμε μια ιστορία να πούμε και η άρνηση αυτής της ιστορίας μπορεί να μας οδηγήσει στην απελπισία.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αισθάνονται ότι, για διάφορους λόγους, δεν έχουν τον χώρο ή την ευκαιρία να πουν την ιστορία τους. Και έχω έντονη επίγνωση αυτού, της ανάγκης δηλαδή, να ακούσουμε τους ανθρώπους του δρόμου, του χωριού, και να δώσουμε χώρο σε εκείνους των οποίων οι φωνές μπορεί να μην ακούγονται τόσο εύκολα. Και να τιμήσουμε τις ιστορίες τους, όπως των προσφύγων που έρχονται στην Αυστραλία τα τελευταία χρόνια, και έχουν καταλήξει σε κέντρα κράτησης, όπως στο νησί Manus, κλεισμένοι μέσα και αποσιωπημένοι. Αυτές είναι οι ιστορίες που ενδιαφέρομαι να εξερευνήσω».
Υπάρχει επίσης μια αναγέννηση του πολιτισμού των Αβοριγίνων εδώ στην Αυστραλία, προσθέτει ο Zable, εξηγώντας ότι ο λαός των Πρώτων Εθνών, τώρα έχει ξεκινήσει να γράφει τις ιστορίες του. «Είναι σπουδαίοι αφηγητές, μουσικοί και ποιητές που λένε τώρα την ιστορία τους και, είναι δική μας ευθύνη να την προωθήσουμε και να ανοίξουμε τον χώρο ώστε αυτές οι ιστορίες να ειπωθούν».

Λαμβάνοντας το Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του από το Συμβούλιο της Αυστραλίας το 2021, ο πολυταξιδεμένος Arnold Zable, έχει κατανοήσει την οικουμενικότητα κάθε ιστορίας, και γράφει: «Θυμάμαι μερικούς από τους πολλούς ανθρώπους που συνάντησα στα ταξίδια μου – τα παιδιά στους δρόμους του εμπόλεμου Βιετνάμ, αλλά και της Νέας Υόρκης, τους οικοδεσπότες μου στην αγροτική Κίνα και την Καμπότζη, την Ινδία και την Παπούα Νέα Γουινέα, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή – και σε άλλα μέρη… άνθρωποι απλοί που μου θυμίζουν πάντα ότι το να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη και ένα μέσο σύνδεσης, αυτογνωσίας και ανακάλυψης του τι είναι αυτό που μας ενώνει, καθώς και των διαφορών που μας εμπλουτίζουν. Χρειαζόμαστε αυτή την κατανόηση περισσότερο από ποτέ».
Ιστορίες από την Ελλάδα περιλαμβάνονται επίσης στη συλλογή διηγημάτων του, «The Fig Tree» (Η συκιά), και το βραβευμένο CD με το ίδιο όνομα, που περιλαμβάνει ερμηνείες από αγαπημένους ντόπιους Έλληνες μουσικούς, όπως τους Anthea Sidiropoulos, Jacob Papadopoulos, και τον αείμνηστο Costas Tsicaderis, καθώς και μια guest εμφάνιση της Μαρίας Φαραντούρη, η οποία ερμηνεύει τη διάσημη μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, από τον Θεοδωράκη.
Το έργο του Arnold Zable περιλαμβάνει πολυάριθμα δοκίμια, ιστορίες, άρθρα, στήλες και είναι ένας από τους συγγραφείς του Kan Yama Kan, ένα θεατρικό έργο στο οποίο οι πρόσφυγες αφηγούνται τις ιστορίες τους. Άλλα βιβλία του είναι: Jewels and Ashes, Café Scheherazade, Scraps of Heaven, Violin Lessons, The Fighter και πιο πρόσφατα το The Watermill.