Οι «Γιαγκίνηδες», δύο νεαροί μουσικοί από την Ελλάδα, που διατηρούν ζωντανή τη φλόγα του ρεμπέτικου – η οποία εξακολουθεί να καίει στις καρδιές των Ελλήνων της Ομογένειας – πραγματοποίησαν την πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση στην Αυστραλία με μία συναυλία στο Hellenic Club of Western Australia στο Περθ, το προηγούμενο Σάββατο στις 25 Νοεμβρίου.
«Προσπαθούμε να το χωνέψουμε…Μέσα σε ενάμιση χρόνο από εκεί που παίζαμε μουσική στο δρόμο στη Θεσσαλονίκη καταφέραμε και ήρθαμε μέχρι εδώ. Το γεγονός ότι θα παίξουμε κιόλας live, μας φαίνεται απίστευτο», δήλωσε ο Παναγιώτης Σικλαφίδης στον «Νέο Κόσμο».
ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΓΙΑΓΙΚΙΝΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ο Σπύρος Ζήσης και ο Παναγιώτης Σικλαφίδης, γνωστοί και ως «Γιαγκίνηδες», έχουν βάλει το δικό τους «φιτίλι» σε μία εποχή που το ρεμπέτικο (μαζί με το λαϊκό και το παραδοσιακό) τραγούδι βιώνουν μία αναγέννηση.
Η έμπνευση για το όνομα «Γιαγκίνηδες», προήλθε από τη λέξη «γιαγκίνι», η οποία έχει μικρασιατικές ρίζες και σημαίνει πυρκαγιά.
Οι ρεμπέτες χρησιμοποιούν αυτήν τη λέξη μεταφορικά για να περιγράψουν «την ερωτική κάψα» που ανάβει μέσα τους, και οι νεαροί φοιτητές, επαναφέρουν αυτήν την έννοια μέσα από το ρεμπέτικο του δρόμου.
«Υφαίνοντας» τη μουσική τους με ρεμπέτικα, ελαφρολαϊκά, αλλά και «παλιά καλά λαϊκά» στοιχεία, οι μουσικοί από την Ελλάδα αναγνωρίζουν το ενδιαφέρον, τη σημασία και τη διαχρονική αξία που «κρύβουν» τα συγκεκριμένα είδη μουσικής.
Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης τόσο «η μουσική» όσο και «ο στίχος», γράφτηκαν «από το λαό για το λαό», και όχι «για να εντυπωσιάσουν κάποιον ‘σπουδαίο’».
«Γράφτηκαν από ανθρώπους της καθημερινότητας για να ακουστούν από τον διπλανό του, και αυτό έχει μια αμεσότητα και μια απλότητα που εμάς, μας αρέσει πάρα πολύ», προσθέτει ο νεαρός μουσικός.
Ταυτόχρονα εκφράζει την πεποίθηση ότι «είναι ένα είδος το οποίο έχει πάρα πολλά να δώσει» και ότι «ο λόγος που δεν βρισκόταν, τόσο πολύ στην ‘επιφάνεια’, είναι ότι έχει παραγκωνιστεί» κατά κάποιο τρόπο.

Ωστόσο, έχοντας δημιουργήσει ένα «κύμα» πιστών ακολούθων στα social media και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οι «Γιαγκίνηδες» έχουν καταφέρει να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον της νέας γενιάς, η οποία όπως λένε «ξαναβλέπει» αυτά τα είδη μουσικής να προβάλλονται στα social media «με μία φρέσκια πνοή».
«Αυτά τα τραγούδια έχουν επιβιώσει 100 χρόνια για κάποιο λόγο. Επειδή είναι σπουδαία κομμάτια. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι με το που τα γνωρίσουν οι νέοι τους αρέσουν».
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ, ΟΙ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΣΚΟΣ
Η αγάπη τους για τη μουσική εκδηλώθηκε από μικρή ηλικία, με το μπουζούκι, να «αιχμαλωτίζει» το μουσικό ενδιαφέρον του Παναγιώτη και την κιθάρα να «συντροφεύει» μελωδικά τα δάχτυλα του Σπύρου.
Το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης το 2018, αποτέλεσε ορόσημο για τη δημιουργία του ντουέτου, καθώς εκείνη την περίοδο οι φοιτητές γνωρίστηκαν «μέσω μιας κοινής γνωστής», σηματοδοτώντας την αρχή του μουσικού τους ταξιδιού.
Αφού σχημάτισαν το «γκρουπάκι, πολύ χαλαρά στην αρχή», στη συνέχεια δοκίμασαν την τύχη τους παίζοντας μουσική σε μαγαζιά.
Ωστόσο, τελικά, τους «κέρδισε» ο δρόμος.

«Βγήκαμε στο δρόμο, δημιουργήσαμε τη σελίδα μας στα social media, και τον τελευταίο ενάμιση χρόνο πραγματοποιούμε συνέχεια συναυλίες και ζωντανές εμφανίσεις».
Ο πρώτος τους δίσκος που κυκλοφόρησε, με τίτλο «Άνθρωποι του δρόμου» αφορά τις ιστορίες επτά ανθρώπων που γνώρισαν παίζοντας μουσική στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
«Είναι άνθρωποι καθημερινοί οι οποίοι μπορεί να δούλευαν δίπλα από το σημείο που παίζαμε μουσική. ‘Ένας μανάβης της γειτονιάς, κάποιος έμπορος του δρόμου.. Όλοι αυτοί είχαν μία ιστορία να μας πούνε, καθώς τους γνωρίσαμε. Είναι κάτι διαφορετικό, που πιστεύω χρειαζόταν να ακουστεί».
ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΤΑ «ΠΑΛΙΑ»
Οι 23χρονοι μουσικοί δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις ζωντανές τους εμφανίσεις, με την ελπίδα ότι το μέλλον τους επιφυλάσσει περισσότερες συναυλίες στο εξωτερικό, με τη Μελβούρνη να συγκαταλέγεται επίσης στους πιθανούς μελλοντικούς προορισμούς.
Όσο για την εμφάνισή τους στο Περθ, οι «Γιαγκίνηδες» εγκαινίασαν τη συναυλία τους με μία διάθεση να ακούσουν «μουσικές αναλλοίωτες στο χρόνο», και το σκοπό να θυμηθεί ο κόσμος τα «παλιά» καλά γλέντια προ πανδημίας, χορεύοντας «μαζί σαν μια μεγάλη παρέα».