Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και ο Λεωνίδας πήγε στην πόλη να αγοράσει δώρα. Πέρασε από πολλά μαγαζιά, αλλά δεν έβρισκε τα κατάλληλα. Ήθελε τα δώρα να έχουν καλή εμφάνιση και, το κυριότερο, να είναι χρήσιμα. Μην τα πετάξουν την άλλη μέρα στα σκουπίδια!
Ύστερα από πολλά τρεξίματα, βρήκε αυτά που ήθελε. Δεν ήταν ακριβά αλλά τι σημασία είχε;
– Δεν είναι τα δώρα που φτιάχνουν τον άνθρωπο, είπε μέσα του, αλλά ο άνθρωπος που κάνει τα δώρα. Η αγάπη για τον συνάνθρωπό σου.
Έκανε όλες τις προτεοιμασίες που απαιτεί μια τέτοια γιορτή όπως τα Χριστούγεννα. Στη γωνιά του δωματίου τοποθέτησε ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όσο πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων τόσο περισσότερο αυξάνονταν και οι ανησυχίες του. Περίμενε κάποιος να χτυπήσει την πόρτα του ή να ακουστεί κάποιο τηλεφώνημα.
Και να, ξημέρωσαν τα Χριστούγεννα και ούτε η πόρτα χτύπησε ούτε και το τηλέφωνο. Ένιωσε πικραμένος. Μοναχός και αποξενωμένος. Όχι γιατί δεν ήρθε κανένας να τον δει ή να τον καλέσει σπίτι του, αλλά γιατί κανένας δεν νοιάστηκε για έναν μοναχό και γέρο άνθρωπο. Ένιωθε τον εαυτό του άχρηστο. Χειρότερο και από παράσιτο.
– Καλύτερα να βάλω μια θηλιά στο λαιμό ή ακόμα να πηδήξω από εκείνη τη μεγάλη γέφυρα που βρίσκεται στον ποταμό Γιάρρα. Τι τη θέλω τέτοια ζωή;
Περιτριγυρισμένος από μαύρες σκέψεις, το κεφάλι του Λεωνίδα άρχισε να βουίζει και νόμισε πως ήταν γεμάτο από μυρμήγκια που ήρθαν να τον καταβροχθίσουν. Τίναξε το κεφάλι του δυο-τρεις φορές μα αυτά συνέχισαν να τρέχουν πάνω-κάτω.
Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Με μια μηχανική κίνηση, άρπαξε την τσάντα με τα δώρα και πετάχτηκε έξω στην αυλή. Ο ουρανός ήταν μολυβένιος. Τον χτύπησε κρύος αέρας και αισθάνθηκε πως ο ιδρώτας στην πλάτη του μετατράπηκε σε πάγο. Τον έπιασε ρίγος.
Πήρε το δρόμο χωρίς να ξέρει και ο ίδιος πού πήγαινε. Γύρω ήταν ερημιά. Με κατεβασμένο το κεφάλι, χωρίς να το καταλάβει έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Στάθηκε δίπλα στην πόρτα ατενίζοντας τα καθίσματα.
– Ποια η διαφορά πού θα πάω, σκέφτηκε. Όπου και να πάω, το ίδιο μου κάνει. Το τρένο όλο και κάπου θα με βγάλει.
Το βαγόνι ήταν σχεδόν άδειο. Δίπλα στο παράθυρο κάθονταν μια γυναίκα και ένας άντρας με ασιατικά χαρακτηριστικά. Τον κοίταξαν κάπως παράξενα και όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν με το βλέμμα του Λεωνίδα, ταράχτηκαν και κάτι είπαν αναμεταξύ τους.
Ένιωσε ότι κάτι τον βάραινε στο δεξί του χέρι. Είδε ότι κρατούσε την τσάντα με τα δώρα.
– Πώς βρέθηκαν αυτά εδώ; σκέφτηκε. Πρέπει να είμαι έξω φρενών αφού δεν ξέρω τι κάνω. Μέσα του γεννήθηκε η ιδέα να δώσει τα δώρα στο ζευγάρι που καθόταν δίπλα στο παράθυρο, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν θα τα έπαιρναν, μιας και αυτοί δεν γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, εκτός εάν είναι Χριστιανοί.
– Χρόνια πολλά και καλή σας μέρα, είπε, προσφέροντας τα δώρα. Εκείνοι όμως ξαφνιάστηκαν και αρνήθηκαν να τα πάρουν. Μάλιστα, έκαναν και μια μικρή κίνηση να σηκωθούν. Ντράπηκε. Ξάφνου είδε φόβο στα μάτια τους. Μην ξέροντας τι να πει και τι να κάνει, ξεφώνισε:
– Δεν είμαι τρομοκράτης. Ούτε βόμβα έχω μέσα στην τσάντα να σας ανατινάξω. Δώρα έχω, χριστουγεννιάτικα δώρα.
Και βγάζοντάς τα από την τσάντα τους τα έδειξε. Όταν εκείνοι είδαν τα δώρα να λάμπουν και να γυαλίζουν χάρηκαν και, κάνοντας τρεις υποκλίσεις, τα πήραν χωρίς να πουν τίποτα. Τους υποκλίθηκε και ο Λεωνίδας, και πήγε και κάθισε πίσω τους τρεις σχεδόν σειρές παραπέρα.
– Κινέζοι πρέπει να είναι. Γέμισε ο τόπος από αυτούς. Όπου και να πας θα τους βρεις. Ακόμα και στο χωριό μου έφτασαν. Στα παιδικά μου χρόνια, οι γύφτοι γύριζαν στα χωριά με τις αρκούδες. Τώρα αυτοί γυρίζουν με την πραμάτεια τους. Φαίνεται με πήραν για τρομοκράτη. Έτσι κι εγώ, σαν τους γύφτους του παλιού καιρού, γυρίζω στους δρόμους μοναχός, χωρίς να έχω κανέναν δίπλα μου. Αλλά και όταν έχω τι θα πούμε; Για τα αγγούρια και τις ντομάτες αν πρόκοψαν ή χάλασαν; Για τα μπουζούκια και τα τσιφτετέλια; Αγανακτείς και μια φωνή ξεπετάγεται από τα σπλάχνα σου:
Μπουζούκια, τσιφτετέλια
ανατολίτικες κλαψούρες,
πάψτε, σταματήστε.
Το ωραίο τραγούδι της Σαπφούς
θέλω ν΄ακούσω.
– Τι έπαθα σήμερα; Πτώση; Κρίση του πνεύματος; Ψυχική δόνηση; Φαίνεται είναι μαζώματα χρόνων, που όταν έρθει η ώρα τους ξεσπούν.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ο Λεωνίδας έφτασε στην πόλη. Πέρασε τη γέφυρα και τα πόδια του τον έφεραν στην όχθη του ποιταμού Γιάρρα. Σ’ αυτή την ερημιά, που δεν έβλεπες ψυχή, στεκόταν όρθιος ένας βιολιστής ντυμένος στα μαύρα, κάτω από μια μαύρη ομπρέλα, το χερούλι της οποίας στηριζόταν στη ζώνη του παντελονιού του και με μεγάλη επιδεξιότητα έπαιζε τον “Χειμώνα” από τις “Τέσσερις Εποχές” του Βιβάλντι.
Στον Λεωνίδα έκανε μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι αν και ήταν καλοκαίρι, αυτός διάλεξε τον “Χειμώνα” να παίξει.
Και ακόμα κάτι άλλο. Παρ΄ότι ήταν συννεφιά, ο μουσικός στεκόταν κάτω από μια μαύρη ομπρέλα.

Στάθηκε παραπέρα και άκουγε τι μελωδίες που η μια διαδεχόταν την άλλη. Μπετόβεν, Τσαϊκόφσκι, Μπραμς… και ένιωσε ότι κάτι τον ένωνε με αυτόν τον μουσικό. Η μοναξιά; Η αποξένωση; Ίσως περισσότερα που δεν μπορούσε τώρα να τα ξεδιαλύνει στο μυαλό του.
– Καλή σου μέρα καλέ μου άνθρωπε, καλή σου μέρα, και βγάζοντας λίγα κέρματα από την τσέπη του τα έριξε στη θήκη του βιολιού. Ο μουσικός σταμάτησε να παίζει και κοίταξε τον Λεωνίδα για πρώτη φορά. Τα μάτια του άρχισαν να θολώνουν και ένα δάκρυ έπεσε πάνω στα κέρματα.
Ο κεντρικός δρόμος της πόλης ήταν έρημος. Εδώ κι εκεί, σαν σκιές, κάποιοι τουρίστες, κουρασμένοι και νυσταγμένοι σαν αντέννες των πρωινών σαλιγκαριών έδειχναν με τα δάχτυλά τους διάφορες κατευθύνσεις. Μάλλον θα έψαχναν για κάπου να φάνε, αλλά όλα ήταν κλειστά. Και ο Λεωνίδας άκουσε την κοιλιά του να γουργουρίζει. Ήταν μεσημέρι. Πότε πέρασε κιόλας η ώρα; Είδε μια στενή τραπεζαρία. Την πλησίασε. Ήταν κινέζικη. Έφυγε, τα κινέζικα φαγητά τον πείραζαν. Είχαν πολύ λίπος.
Έστριψε σε ένα στενό και είδε την πόρτα ενός εστιατορίου να είναι ανοικτή. Μπήκε μέσα.
Η ατμόσφαιρα στο εστιατόριο ήταν γιορτινή, ολωσδιόλου διαφορετική από τους έρημους δρόμους της πόλης. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα από κόσμο που κουβέντιαζαν, έτρωγαν, χόρευαν, τσούγκριζαν τα ποτήρια και το εστιατόριο βούιζε από φωνές χαρούμενων ανθρώπων.
Πήγε και κάθισε. Έριξε μια ματιά γύρω του και είδε ευτυχισμένα πρόσωπα που ζούσαν σε έναν φανταστικό κόσμο, μακριά από έγνοιες και σκοτούρες. Λες και τα προβλήματα της ημέρας τα άφησαν έξω στο δρόμο, έκλεισαν την πόρτα του εστιατορίου για να μην μπορουν αυτά να εισχωρήσουν και το ‘ριξαν στο γλέντι.
Και πράγματι, ο Λεωνίδας είδε στον τοίχο μια επιγραφή με μεγάλα γράμματα που έγραφε: “ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΓΕΝΝΙΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ”.
Συνεπαρμένος από την φαντασμαγορική ατμόσφαιρα, ο Λεωνίδας, χωρίς να το αντιληφθεί, ένιωσε ότι άλλαξε η διάθεσή του. Έγινε ένα μ’ αυτό το πλήθος. Το πρόσωπό του από πέτρινο, μετατράπηκε σε ανθρώπινο. Τα μάτια του από σκοτεινά και θολά που ήταν, τώρα πήραν χρώματα ζωής και ένα αίσθημα χαράς και αισιοδοξίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Χυμοί ζωής έτρεξαν σε όλα τα μέλη του σώματός του και ήθελε να ζήσει, να δημιουργεί. Ναι, αξίζει να ‘χεις και να χαίρεσαι τις μικρές χαρές που σου προσφέρει η μέρα.
– Θέλετε να παραγγείλετε κάτι; τον ρώτησε μια σερβιτόρα, διακόπτοντας τη ροή των σκέψεών του.
– Φέρτε ό,τι καλύτερα φαγητά έχετε για έξι άτομα και δυο μπουκάλια κρασί και αυτό από τα καλύτερα.
– Με εμπιστεύεστε;
– Βέβαια, διαφορετικά εγώ θα έκανα την επιλογή.
Πολύ σύντομα το τραπέζι γέμισε από πλούσια φαγητά και ποτά, όπως ακριβώς ταιριάζει σε ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Και ξάφνου, όπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια, είδε στον διάδρομο τον παππού του να έρχεται συνοδευόμενος από την γιαγιά του, τον πατέρα του με τη μάνα του και την αδελφή του. Δεν θα μπορούσε να περιγράψει το τι αισθάνθηκε ο Λεωνίδας αυτή τη στιγμή. Μόνο ο Όμηρος θα ήταν ικανός για κάτι τέτοιες δουλειές. Περιττό να σημειωθεί ότι βρισκόταν στον έβδομο ουρανό.
– Καλώς ήρθατε. Καθίστε…, παππού, γιαγιά. Από εδώ πατέρα, μητέρα… καλή μου αδελφή, κάθισε δίπλα μου.
Κάθισαν και άρχισαν να κοιτούν ο ένας τον άλλον κάπως παράξενα, σαν να μην ειχαν ιδωθεί ποτέ ή σαν να είχαν ξεχάσει ο ένας τον άλλον. Δημιουργήθηκε κάποια ταραχή, μια αμηχανία, και ο Λεωνίδας για να τη σπάσει, παίρνοντας το ποτήρι με το κρασί πρόφερε:
– Χρόνια πολλά.
– Καλά Χρισρτουγεννα…
Και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια, ήπιαν το κρασί και άρχισαν να τρώνε.
Για μια στιγμή ο Λεωνίδας σταμάτησε να τρώει και κοίταξε τη μάνα του σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Είχε μελαχροινό πρόσωπο, καστανά μάτια, μαύρα μαλλιά και ήταν αδύνατη.
Αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ότι η μάνα του ήταν πιο νέα απ’ αυτόν. Αυτός ήταν γερασμένος και είχε άσπρα μαλλιά στο κεφάλι.
Αυτή ένιωσε πάνω της το βλέμμα του και σταμάτησε να τρώει. Τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν και τα σκούπισε με το χέρι της. Ύστερα, έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι του και το ‘σφιξε απαλά, όπως τότε, όταν αυτός ήταν μωρό. Το σώμα της πλημμύρισε από αισθήματα μητρότητας και αγάπης για το παιδί της που έμεινε ορφανό και δεν μπόρεσε να το χαρεί, να το μεγαλώσει και να το αντρώσει. Ήθελε να τον κρατήσει στην αγκαλιά της και, όπως πρώτα, να τον νανουρίσει, να τον ησυχάσει και να τον δώσει στην αγκαλιά του ύπνου.
Με σιγανή και απαλή φωνή, γύρισε και τον ρώτησε:
– Γιε μου, με θυμάσαι καθόλου;
– Όχι, δε σε θυμάμαι.
– Ούτε σαν όνειρο;
– Ούτε σαν όνειρο.
– Όταν πέθανα εσύ ήσουν δέκα μηνών.
– Δεν ήταν εννιά; ρώτησε ο παππούς.
– Όχι, όχι … Δέκα ήταν.
– Καλά λέει η νύφη μας. Εγώ τον είχα σπαργανωμένο στην κούνια. Ήταν άρρωστη η νύφη μας και της είχε κοπεί το γάλα της, κι αυτός όλο έκλαιγε, είπε η γιαγά.
– Αλήθεια μητέρα, ήθελα να σε ρωτήσω. Από τι πέθανες;
– Παιδί μου, μήπως ξέρω κι εγώ από τι πέθανα; Δεν ένιωθα καλά. Πότε με έπιανε κρύο και πότε ζέστη και ο γιατρός που με κοίταξε δεν είπε τίποτα. Κάτι κινίνα μου έδωσε κι αυτό ήταν όλο.
– Τις δυο-τρεις βδομάδες πριν πεθάνει όλο ζαρωμένη ήταν. Να φάει δεν ήθελε. Καθόταν στο στρώμα και δεν μιλούσε. Όταν ξυπνήσαμε ένα πρωί τη βρήκαμε πεθαμένη. Ο πατέρας σου δεν ήταν σπίτι, έλειπε, είπε η γιαγιά.
Η γιαγιά ξέσπασε σε λυγμούς και σκούπισε τα δάκρυά της με τη μαύρη μαντήλα της.
Ο πατέρας του έβαλε το χέρι του στον ώμο της και συμπλήρωσε:
– Εκείνο τον καιρό εμείς θερίζαμε. Θεριστάδες ήμασταν. Τα καλοκαίρια αφού θερίζαμε τα δικά μας χωράφια, γυρίζαμε στα χωριά και θερίζαμε τα χωράφια εκείνων που μας καλούσαν. Μέχρι και στην Κρήτη φτάσαμε. Όταν πέθανε η μάνα σου, εμείς θερίζαμε στη Θεσσαλία. Μέχρι να το μάθω, πέρσαν πολλές μέρες. Όταν επέστρεψα στο χωριό την μάνα σου την είχαν θάψει κιόλας.
– Αχ, παιδί μου, πέθανα πολύ νέα. Εικοσιπέντε χρονών και δεν πρόφτασα να σε χαρώ.
Η μάνα του Λεωνίδα χάιδεψε τα χέρια του και σκούπισε τα δάκρυά της. Ο πατέρας του την αγκάλιασε λέγοντας:
– Ησύχασε, γυναίκα, ησύχασε. Δε είναι καιρός για κλάματα. Γιορτή έχουμε σήμερα.
– Εγγονέ μου, έκλαψα πολύ όταν πέθανε η μάνα σου. Η νύφη μας ήταν ήσυχη, ταπεινή, και έκανε όλες τις δουλειές. Την αγαπούσα πολύ γιατί όταν την παντρέψαμε με τον πατέρα σου ήταν ορφανή από μάνα.
– Ευχαριστώ πεθερέ, για τα καλά σου λόγια και ήθελα να σε ρωτήσω. Εσύ ζεις ακόμα ή πέθανες;
– Πέθανα, πέθανα… Εγώ νύφη, αν θυμάμαι καλά, πέθανα τρία χρόνια μετά το θάνατό σου. Τόσα δεν ήταν γυναίκα;
– Τόσα ήταν. Τρία χρόνια και τρεις μήνες.
– Από τι πέθανες πεθερέ;
– Από γάγγραινα. Μου έκοψαν το πόδι, αλλα ήταν αργά. Το σώμα μου είχε δηλητηριαστεί.
– Πέθανε από ένα σκουριασμένο καρφί … το πάτησε. Δεν του δώσαμε σημασία και πέθανε. Πού ξέραμε εκείνα τα χρόνια ότι ο άνθρωπος μπορούσε να πεθάνει από ένα καρφί. Τον έκλαψα πολύ τον πεθερό σου κι ας με παίδευε. Εννιά παιδιά του γέννησα. Ήθελε κι άλλα, όμως το σταμάτησα. Άμα ζεις στη φτώχεια, παιδιά κάνεις. Κάνεις και τίποτε άλλο;
– Γυναίκα ξέχασα να σε ρωτήσω, Εσύ ζεις ή πέθανες;
– Πέθανα, αλλά τι τράβηξα μέχρι να πεθάνω, ούτε ο Θεός το ξέρει. Όταν πέθανε η νύφη μας, μας άφησε δύο ορφανά. Θα θυμάσαι. Μετά πεθαίνεις εσύ και σε λίγο αρχίζει ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Επιστρατεύουν το γιο μας και μένω με τα ορφανά. Με τι να τα ταΐσω; Ποιος να κάνει τις δουλειές; Μετά αρχίζει και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
– Είχατε και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Εγώ θυμάμαι τους Βαλκανικούς και τον Μεγάλο Πόλεμο των Εθνών αμέσως μετά. Δεν ήξερα ότι υπήρξε και δεύτερος.
– Πώς να το ξέρεις αφού ήσουν πεθαμένος; Άμα πιεις ακόμα λίγο κρασί ούτε θα θυμάσαι ότι με είχες γυναίκα σου. Το σπίτι μας το θυμάσαι;
– Εκείνο το πέτρινο, το ωραίο;
– Ναι, εκείνο. Οι Γερμανοί το έκαναν στάχτη, γιατί ο γιος σου πήγε να τους πολεμήσει. Μετά άρχισε κι ο Εμφύλιος… Άστα, καλύτερα να μην τα θυμόμαστε γιατί είναι πληγές που δεν γιατρεύονται. Εγώ, άντρα, δούλευα στον μπαξέ. Ιδρωμένη και κουρασμένη όπως ήμουν, ξάπλωσα χάμω να ξεκουραστώ. Με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα με έπιασε ένα ρίγος που τα δόντια μου παραλίγο να σπάσουν από τη τρεμούλα. Το ένα δεν στεκόταν πάνω στο άλλο. Ύστερα από τρεις βδομάδες με έθαψαν δίπλα σε σένα.
– Αλλά αυτό που με εντυπωσιάζει είναι οι αλλαγές που έγιναν μετά τον θανατό μου.
– Πατέρα, ο άνθρωπος στο φεγγάρι έφτασε. Το ξέρεις αυτό;
– Εκεί που είμαι δεν έρχονται νέα. Τα μόνα νέα που έχω εκεί είναι να βλέπω τα ραδίκια ανάποδα. Αλλά πόσο άτυχος ήταν ο Ίκαρος! Εκεί έπρεπε να πάει και όχι στον ήλιο, να λιώσει άδικα! Γιε μου, όταν εγώ πέθανα εσύ ήσουν νέος. Τώρα με τι ασχολείσαι;
– Με ό,τι ασχολείσαι κι εσύ.
– Κι εσύ πεθαμένος είσαι;
– Αυτή είναι η τύχη του ανθρώπου. Γεννιέται, αφήνει παιδιά και πεθαίνει, όπως έλεγε και ο θείος Φρίξος.
– Αυτά έλεγε; Τίποτα άλλο δεν κάνει ο άνθρωπος; Μόνο παιδιά; “Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με το ψωμί”, είπε ο Κύριος, αλλά λίγοι το θυμούνται αυτό.
– Εγώ πατέρα, για να απαντήσω στο ερώτημά σου, σχεδόν δέκα χρόνια πολέμησα στα βουνά. Στην αρχή με τους Ιταλούς, ύστερα με τους Γερμανούς και αργότερα στον Εμφύλιο που σκοτωνόμασταν μεταξύ μας. Αυτό πρέπει να είναι κληρονομικό. Το έχουμε πάρει από τους αρχαίους μας. Παρ’ όλες τι στερήσεις, έζησα περισσότερα χρόνια από σένα και είμαι θαμμένος δίπλα σου. Λίγα μέτρα μας χωρίζουν.
– Κι εσύ καλή μου εγγονή, που κάθεσαι εδώ ήσυχα-ήσυχα, που δεν μιλάς και μόνο ακούς, πες μας κάτι χαρούμενο να γελάσουμε λίγο. Εγώ όταν σας άφησα ήσουν δεν ήσουν εφτά χρονών.
– Χρυσέ παππού, πολύ θα ήθελα να εκπληρώσω την επιθυμία σου, αλλά το νήμα τη ζωής μου κόπηκε στα δεκαοκτώ μου χρόνια.
– Ω, τι είναι αυτά που ακούω, κακή μου ώρα!
– Από αμέλεια των γιατρών. Αφού με εγχείρησαν και με έραψαν, άφησαν ένα ψαλίδι και με τις κινήσεις που έκανα μου τρύπησε τα έντερα. Αυτό που με πικραίνει περισσότερο είναι ότι πέθανα πάνω στον ανθό μου, χωρίς να χαρώ τη ζωή. Όταν ήμουν μικρή, άκουγα τη γιαγιά να παραπονιέται ότι η ζωή της ήταν δύσκολη, ιδιαίτερα όταν πέθανε η μαμά μου κι εσύ, αλλά θα ήθελα να είχα ζήσει περισσόετερα χρόνια, όσο δύσκολα κι αν ήταν αυτά, να αγαπήσω, να αγαπηθώ, να πω αρμονικά με τη φύση και πεθάνω ευτυχισμένη στα γηρατειά. Δυστυχώς, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Πέθανα νέα, πολύ νέα.
– Τι κατάρα ήταν αυτή που μας βρήκε , τι κατάρα! Εσύ, εγγονέ, μήπως κι εσύ είσαι πεθαμένος και δεν το ξέρω;
– Όχι παππού, ζωντανός είμαι, αλλά τα γεράματα είναι βαριά, όπως λένε. Δε σηκώνονται. Ώρες-ώρες θαρρώ ότι όταν ο άνθρωπος γεράσει, είναι ανήμπορος και δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε στην κοινωνία, μια βελόνα του χρειάζεται.
– Αυτό μην το λες. Στα γηροκομεία κι οι μισοπεθαμένοι χρειάζονται. Πώς θα ζήσουν οι ζωτανοί, γιατροί, νοσοκόμοι, διευθυντές, δικηγόροι, λογιστές. Έτσι ελαττώνεται και η ανεργία.
– Συμφωνώ, αλλά ζωή είναι αυτή; Σήμερα τα παιδιά δεν κοιτάνε τους γονείς τους. Στο γηροκομείο, λένε, είναι καλύτερα. Όταν μια φορά πήγα να επισκεφθώ έναν γνωστό μου, πριν μπούμε μέσα, του λέει η γυναίκα του: “Αν σε ρωτήσει πού βρίσκεται, μην του πεις ότι είναι στο γηροκομείο, γιατί θέλει να φύγει. Πες του ότι βρίσκεται προσωρινά στο νοσοκομείο”! Πάλι καλά που δεν με ρώτησε. Θα είχα τύψεις σε όλη μου τη ζωή. Αλλά μου είπε: “Άμα γεράσεις, είναι κλάψτα Χαράλαμπε…” Δεν βαριέσαι, έτσι ήταν πάντα η ζωή. Κατά τα άλλα, παίρνουμε μια ψωροσύνταξη και προσπαθούμε να βολευτούμε όσο μπορούμε καλύτερα. Πάντως εσείς παππού, δεν έχετε τέτοια προβλήματα.
– Έχουμε κι εμείς τις καλές μας και τις κακές μας μέρες, αλλά γενικά είμαστε μια χαρά. Δεν πάει να βρέχει, δεν πάει να χιονίζει. Ακόμα και πέτρες να ρίχνει καρφί δεν μας καίγεται. Όσα έρθουν κι όσα πάνε.
– Λένε πως όσο γερνάει ο άνθρωπος γίνεται πιο συναισθηματικός και ευαίσθητος.
– Είναι αλήθεια, εγγονέ μου.
– Ακόμα λένε ότι ο άνθρωπος είναι φορτωμένος με αναμνήσεις, ζει μ’ αυτές και ότι είναι δύσκολο να τις ξεφορτωθεί.
– Κι αυτό πρέπει να είναι αλήθεια.
Άιντε, ας πιούμε στην υγειά σου και να μας θυμάσαι πιο συχνά, όχι μόνο τα Χριστούγεννα.
Αφού ήπιαν το κρασί, οι πεθαμένοι έστρεψαν τα βλεμματά τους προς τον Λεωνίδα και ένιωσαν βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη γι΄αυτόν, γιατί από τότε που πέθαναν πρώτη φορά γιόρτασαν τα Χριστούγεννα μαζί σαν οικογένεια. Ύστερα χάθηκαν σαν να μην ήταν εκεί ποτέ.
Ο Λεωνίδας κοίταξε στο κενό κάπως αόριστα και ύστερα γέλασε.
Η σερβιτόρα τον πλησίασε γελώντας.
– Φεύγετε;
– Ναι, φεύγω. Καλή σας μέρα.
– Οι δικοί σας δεν θα έρθουν;
– Ήρθαν. Φάγαμε ήπιαμε, γιορτάσαμε μαζί τα Χριστούγεννα και έφυγαν.
Η σερβιτόρα έστρεψε το βλέμμα της στο τραπέζι και είδε ότι τα φαγητά και το κρασί των πεθαμένων ήταν άθικτα. Μόνο το πιάτο και το ποτήρι με το κρασί του Λεωνίδα ήταν άδεια.
Είχε νυχτώσει όταν βγήκε από το εστιατόιο και μόνο μερικά αμυδρά φώτα του δρόμου σκότωναν το σκοτάδι εδώ κι εκεί.
Έκανε μια ώρα δρόμο μέσα από τα ερημωμένα σοκάκια φέρνοντας το κουρασμένο και ταλαιπωρημένο σώμα του έως εδώ και, για να ξεκουραστεί, στηρίχτηκε στα κάγκελα της γέφυρας που έδενε τις δύο όχθες του ποταμού.
Ο χτύπος της καρδιάς του, αντί να πέσει, όλο και δυνάμωνε. Όλο του το είναι ήταν πλημμυρισμένο απο αντιφατικά αισθήματα και σκέψη.
– Ποιος αέρας με έφερε εδώ;
Τον χτύπησε το φως ενός περαστικού αυτοκινήτου και έστρεψε το κεφάλι του προς το νερό. Κάτω στο βάθος είδε μια ακαθόριστη μαύρη μάζα που δεν έμοιαζε με νερό αλλά με νυχτερίδα μεγάλων διαστάσεων. Όλα γύρω του ήταν κατάμαυρα. Σιγά-σιγά, σαν τον κλέφτη, μέσα από τα σύννεφα βγήκε το φεγγάρι σαν ένας δυνατός ήλιος και φώτισε το ποτάμι. Η αντανάκλαση του φεγγαριού ήταν τόσο δυνατή που για μια στιγμή θάμπωσαν τα μάτια του Λεωνίδα.
Σηκώθηκε αεράκι και η αντανάκλαση του φεγγαριού άρχισε να τρεμοσβήνει. Πότε χανόταν στα βαθιά νερά του ποταμού και πότε ξανάβγαινε. Η κίνηση του νερού έδινε την εντύπωση ότι η τρεμάμενη αντανάκλαση του φεγγαριού ταξιδεύει και η όλη εικόνα έμοιαζε με παιχνίδι. Όταν τα νερά ηρέμησαν ο δίσκος της αντανάκλασης ήταν τόσο καθαρός και τόσο λαμπρός που έμοιαζε με ένα τεράστιο κίτρινο φλουρί και ο Λεωνίδας διέκρινε σε αυτό ένα χαμογελαστό πρόσωπο.
– Είναι η μάνα μου με απλωμένα τα χέρια και με περιμένει, είπε λαχταρώντας και, φοβισμένος μη χάσει τη μάνα του. Ανέβηκε πάνω στα κάγκελα και φώναξε δυνατά. Μάνααα…
Ύστερα, σιγά-σιγά, χαμογελαστά άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια του νερού η γιαγιά του, ο παππούς του, ο πατέρας του και η αδελφή του.
– Είναι παιχνίδι του νερού ή της φαντασίας; Όχι, δεν είναι φαντασία. Είναι τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Η οικογένειά μου…
Η αντανάκλαση του φεγγαριού στο νερό ήταν τόσο δυνατή και τα πρόσωπα της οικογενείας του τόσο έντονα, που ο Λεωνίδας, χωρίς να το αντιληφθεί, ξεκόπηκε από τα κάγκελα της γέφυρας, όπως ξεκόβεται το φύλλο από το δέντρο και, περιστρεφόμενος για λίγο στο κενό, έπεσε στο νερό. Παρ΄ ότι το πέσιμό του ήταν δυνατό, για άγνωστους λόγους νερό δεν σηκώθηκε. Ύστερα το φεγγάρι έσβησε και όλα χάθηκαν.
Κι ήρθαν οι κρύες οι μέρες
Κι ήρθαν οι βροχές οι τρανές
Και γέμισε το κορμί του αγάπες
Και πλημμύρισε η σιωπή με φωνές.