ΜΙΑ από τις πολλές (και πιο βαθιά ριζωμένες) αγάπες μου, στο 76χρονο διάβα της ζωής μου μέχρι τώρα, είναι τα ατελείωτα και αμέτρητα βουνά της πατρίδας μας, που από μικρός αγνάντευα με τις ώρες τα βράδια τον έναστρο ουρανό.
ΙΣΩΣ, να είναι και ένας από τους τελευταίους φάρους της μνήμης μου, που θα σβήσει πριν αναχωρήσω κι εγώ (όπως όλοι μας) μας, για τον αμνήμνονα Ωκεανό της ανυπαρξίας…
ΑΠΕΝΑΝΤΙ από το μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού, που πρωτοείδα τον ήλιο και άρχισα να συνειδητοποιήσω την ύπαρξή μου, αρχίζουν οι μικρές βουνοκορφές που προλογίζουν την παρουσία του επιβλητικού Πάρνωνα.
ΣΤΟ βουνό αυτό, σκοτώθηκε το 1948, κατά τη διάρκεια του αδελφοκτόνου Εμφυλίου ο πατέρας μου, ο οποίος δεν πρόλαβε να με δει και εγώ να τον γνωρίσω, αφού κάτι μηνών ήμουν όταν σκοτώθηκε και, μάλιστα, στην φυλακή του φρουρίου της πασίγνωστης Ακροναυπλίας, μαζί με την μάνα μου και την γιαγιά μου.
Η γεωγραφία του μπαλκονιού και των βουνών που το περικυκλώνουν έχει ως εξής: ο Πάρνωνας βρίσκεται νότια του μπαλκονιού, το Μαίναλο δυτικά, βόρεια δεσπόζει το Αρτεμίσιο και ανατολικά το Παρθένι, που είναι και το μικρότερο.

ΜΕ άλλα λόγια, από τη στιγμή που άνοιγα τα μάτια μου και μέσα στη φυλακή της Ακροναυπλίας και πριν καν δω τον ήλιο, βουνά και, μάλιστα, μεγάλα, έβλεπα απέναντί μου.
ΚΑΙ αν αληθεύουν, έστω και λίγα από αυτά που λένε οι… ειδικοί, πως τάχα τα παιδικά χρόνια, η οικογένεα και από κοντά το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, διαμορφώνουν το χαρακτήρα σου, τότε…
ΑΠ’ όπου και να το πιάσεις το δικό μου το “κουβάρι”, δεν ξετυλίγεται εύκολα. Και αν, κοντά στα παιδικά μου χρόνια -τα μισά εκ των οποίων τα πέρασα και χωρίς μάνα- προσθέσεις την ορφανοτροφειακή εφηβεία και τους 30 μήνες στο εθνικό… αναμορφωτήριο του χουντικού στρατού, τότε…
ΤΟ “κουβάρι” περιπλέκεται περισσότερο και από τον λαβύρινθο που σχεδίασε ο Δαίδαλος, για λογαριασμό του μυθικού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και δεν λύνεται ούτε με την βοήθεια της Αριάδνης και του Σίγκμουντ Φρόιντ αντάμα…
ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, ένα βουκολικό οδοιπορικό σχεδίαζα αρχικά να γράψω, με γιδοπρόβατα, τσοπάνηδες, στρούγκες και μαντριά να ασχοληθώ, και όχι να κάνω δημόσια ψυχανάλυση στον εαυτό μου; Αλλά…

ΕΛΑ μου, όμως, που όλα όσα επέλεξα να χολιάσω συνδέονται μεταξύ τους με “εμμονές και τα κολλήματά μου” (που θάλεγε και ο Χατζημανώλης) και ακολουθούν δαιδαλώδεις υπόγειες διαδρομές που διασταυρώνονται.
“ΚΟΛΛΗΜΑΤΑ”, που αν δεν τα είχα, δεν θα ήμουν αυτός που είμαι και δεν θα επισκεπτόμουν τα δεκάδες βουνά και ορεινά χωριά που επισκέφθηκα, τα πέντε τελευταία χρόνια που έμεινα στην Ελλάδα. Τώρα θα μου πείτε ότι η “τρέλα” δεν πάει μόνο στα βουνά, πάει και στους “κολλημένους”…
ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ, βέβαια, το πιο πάνω κοκτέιλ – αν πετύχει… Τώρα, αν θα πετύχει ή όχι, θα το κρίνετε εσείς, όχι μόνο από το σημερινό κομμάτι, αλλά και από όσα σχεδιάζω να γράψω και θα ακολουθήσουν.
ΚΑΙ επειδή πιστεύω, ότι οι περισσότεροι αναγνώστες μου κατάγονται από ορεινά χωριά και έχουν κτηνοτροφικές και γεωργικές αναμνήσεις, θα προσπαθώ από καιρό σε καιρό να σας τις φρεσκάρω, γιατί “δεν ξεχνιούνται μόνο τα μάτια που δεν βλέπονται” και φωτογραφίες που δεν θωρούνται. Αλλά και…
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ που δεν μνημονεύονται, τραγούδια που δεν ακούγονται, δρόμοι και μονοπάτια που δεν περπατιούνται και χωριά που εγκαταλείφθηκαν και από τον τελευταίο τοίχο σπιτιού, που μάταια περίμενε μια φροντίδα, ή έναν γνώριμο επισκέπτη, πριν επιστρέψει και αυτός στην μητέρα φύση και γίνει ένα με το χώμα.
ΚΑΙ αυτό το κάνω, για να θυμίζω σε όσους ακόμα ενδιαφέρονται τι έχει απομείνει πίσω στον τόπο των ριζών μας, γιατί όπως έλεγε και η Γαλλίδα φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ: “Η ύπαρξη και η γνώση των ριζών σου είναι ίσως η πιο σημαντική και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής”.
ΚΑΙ το κάνω ελπίζοντας ότι, εκτός από τις ρίζες σας, ίσως σας θυμίσω και καμιά δική σας “ξεχασμένη αγάπη” από τα παιδικά σας χρόνια, την εφηβεία ή τη θητεία σας στο στρατό. Κάποιο καψώνι, ή κάποιο πλάτανο στο ποτάμι, ή ξεχασμένα εκεί, “μάτια και αγάπες που δεν ξανάδατε”…
ΣΚΑΛΙΖΟΝΤΑΣ τέτοιες τρυπωμένες αναμνήσεις και σημειώσεις που κρατω, για να βρω υλικό για τη σημερινή στήλη, έπεσα πάνω στον ξεχασμένο στίχο του Βίρβου: “ενώ στη ζωή διαβαίνουμε γεννιούνται αγάπες και πεθαίνουμε”.
ΚΑΙ ο μεγάλος Τρικαλινός στιχουργός, φίλος των επίσης Τρικαλινών Καλδάρα και Τσιτσάνη, αναφέρεται κάθε είδους αγάπες ή “κολλήματα και εμμονές” φίλε Σωτήρη…
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι έγραψε πάνω από 2.000 τραγούδια πολλά από τα οποία τραγούδησαν οι μεγαλύτερες φωνές της Ελλάδας, συνεχίζουν να τραγουδιούνται ακόμα.
ΟΙ γονείς του Κώστα Βίρβου ήταν και οι δυο Τρικαλινοί με καταγωγή από την Κρανιά Ασπροποτάμου Τρικάλων, ένα χωριό της Πίνδου. Ο ίδιος γεννήθηκε στην πόλη των Τρικάλων στις 29 Μαρτίου του 1926 και πέθανε στην Αθήνα.
ΚΑΙ από τον Βίρβο, πίσω στις ορεινές και γιδοπροβάτινες διαδρομές της Αρκαδίας και Αχαΐας, τα κοπάδια των γιδοπροβάτων και τους μοναχικούς τσοπάνηδες, που συναντούσα ξανά και ξανά, θα αναφερθώ πιο κάτω.
ΑΠΟ τότε σχεδόν που άρχισα να περπατάω, (δηλαδή απο το 1948…) δίπλα σε μια στάνη γιδοπροβάτων και να μεγαλώνω αγναντεύοντας από το χάνι του παππού μου, κοπάδια να διαβαίνουν, δεν μου έλειψαν τα ζώα αυτά και τα τσοπανοαπαντήματα…
Ο παππούς ο Γεροπανάγος, δεν είχε μόνο χάνι και μπακάλικο για να ξαποσταίνουν οι γνωστοί ανεβοκαταβάτες των κοπαδιών, αλλά και το καλύτερο τυροκομείο και ότι άλλο χρειάζονταν οι περαστικοί.
ΔΗΛΑΔΗ, χώρους να σταβλίζουν τα ζώντα τους, ψωμοτύρι για κολατσιό, συνοδευόμενο με μια κούπα κόκκινο κρασί κερασμένη και βεβαίως βραστή γίδα (!) που ήταν η σπεσιαλιτέ του και δεν έλειπε ποτέ από το μενού…
ΟΛΑ αυτά, μέχρι το τέλος σχεδόν της δεκαετίας του 1950, που ο Γεροπανάγος πέρασε τα 75 χρόνια (όπως εγώ σήμερα) και οι δυνάμεις του, μεταξύ των οποίων και η όρασή του, άρχισαν να τον εγαταλείπουν. Τα παιδιά του είχαν ήδη αναλάβει τα πάντα από τα χρόνια του εμφυλίου.
ΤΟ χάνι, η μεγάλη αγάπη του Γεροπανάγου έκλεισε και μαζί του χάθηκαν τα κοπάδια των ανεβοκαταβατών, οι φίλοι του οι Βαλτετιώτες και οι ολόγεμες κερασμένες κούπες κοκκινέλι. Ούτε και θυμάμαι πια πόσες φορές ανεβοκατέβαινα κι εγώ στο υπόγειο να τις γεμίζω…
ΤΟΝ ίδιο χρόνο, που έφυγα εγώ για το ορφανοτροφείο στον Πειραιά, έφυγε και ο ένας του γιος (ο Μένης) να γίνει θυρωρός σε μια πολυκατοικία της οδού Λέσβου στην Κυψέλη. Εκεί πήγαινε σχεδόν κάθε χρόνο ο Γεροπανάγος να ξεχειμωνιάσει.
ΕΚΕΙ τον έβλεπα τις Κυριακές (που είχα “έξοδο” από το ορφανοτροφείο) να κάθεται ακίνητος και αμίλητος, στηριγμένος στην μαγκούρα του, σχεδόν τυφλός πια, στο ιμιυπόγειο διαμερισματάκι της Κυψέλης.
ΟΤΑΝ, χαιρετώντας τον ρωτούσα, “τι κάνεις παππού” μου απαντούσε: “τι άλλο μπορώ να κάνω ρε Μπάμπη, κάθομαι μόνος και κάνω παρέα στην τύφλα μου!” Δεν ήταν λίγες οι φορές, που αυτό το κυνικό και μαύρο χιούμορ του (που διατήρησε μέχρι να πεθάνει) μου ράγιζε την καρδιά.
ΑΠΟ τις αρχές του 1960, που άρχισαν να πυκνώνουν τα αυτοκίνητα, αραίωνε το… τράφικ των ανεβοκαταβατών. Από τα ορεινά στα πεδινά και αντίστροφα, τα γιδοπρόβατα και τους τσοπάνηδες τους μετέφεραν φορτηγά αυτοκίνητα. Οπότε…
ΤΕΡΜΑ τα ατελείωτα κοπάδια, που έκλειναν τους δρόμους κάθε Άνοιξη και Φθινόπωρο και τέλος η μουσική των τροκανιών, που έμπνευσαν τον Μότσαρτ να γράψει την έκτη “Ποιμενική” συμφωνία. Μην ξεχνάτε, πως μόνο τσοπάνηδες με μουσική ποιμενική παιδεία, μπορούν να συγχρονίσουν την μουσική αρμονία των τροκανιών.
ΟΠΩΣ λέει και η λαϊκή ρήση, “μάθε τέχνη και άστηνε και άμα γίνεις… τσοπάνης πιάστηνε”. Να προλάβω να προσθέσω εδώ, ότι τσοπανεύοντας στις μέρες μας, εκτός από τροκανοαρμονία μπορείς να μάθεις και φλογέρα και εντρυφώντας στους συλλογισμούς της μοναξιάς να γίνεις ψιλοφιλόσοφος…
ΑΝ έχετε ήδη αποκτήσει… κλήση στα χαζοτηλέφωνα που αποκαλούμε… έξυπνα, φροντίστε να έχετε πάντα μαζί σας έξτρα μπαταρίες, όπως μου είπε ένας Αλβανός τσοπάνης που συνάντησα πριν χρόνια στα Τζουμέρκα. Όσο για σήμα έχει σχεδόν σε όλα τα βουνά και βοσκοτόπια.
ΕΧΕΤΕ, επίσης, υπόψιν σας, πως αν σας αρέσει το περπάτημα, δεν υπάρχει καλύτερη δουλειά από αυτή του τσοπάνη και λόγω έλλειψης, το μεροκάματο είνα σχετικά καλο. Άσε που τώρα τα κοπάδια, τα βόσκουν και μέσα στα χωριά που δήθεν… απαγορεύεται!
ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ, να τονίσω, πως για τα βουνά και την ορεινή Ελλάδα που μαραζώνει και εγκαταλείπεται (όπως η παροικία μας) θα συνεχίσω να γράψω, οπότε γιδοπρόβατα θα συναντάμε τακτικά…
Μπ. Στ.