ΝΙΚΟΣ ΠΙΠΕΡΗΣ

Ο χειμώνας ήρθε νωρίς φέτος. Ήταν ο πιο κρύος και τσουχτερός για πολλά τώρα χρόνια, όπως βεβαίωναν και οι γεροντότεροι που διάβαζαν τον καιρό και τα μερομήνια.

Ο μεγάλος πόλεμος είχε τελειώσει πια, αλλά ο τόπος δεν ησύχαζε, ο εμφύλιος είχε αρχίσει για καλά. Φτώχια και κακομοιριά έδερνε τον κόσμο από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη. Οι άντρες ξεκινούσαν από τα χωριά τους με τα άγρια χαράματα, και ταξίδευαν μέσα στα βουνά και τις ρεματιές ώρες δρόμο κάθε μέρα, διακινδυνεύοντας και τη ζωή τους ακόμα, να βρούνε ένα μεροκάματο, να εξοικονομήσουν λίγες δεκάρες για τις οικογένειές τους.

Πέρα στον κάμπο, στα δεντροπερίβολα των τσιφλικάδων οι εργάτες βιάζονταν σήμερα να τελειώσουν νωρίς τη συγκομιδή των πορτοκαλιών. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ήθελαν να τελειώσουν νωρίς και να φύγουν για τα σπίτια τους, να μην τους βρει η νύχτα στο δρόμο. Ψιλόβρεχε κιόλας και οι φυλλωσιές των δέντρων βάραιναν από τη βροχή. Το νερό τιναζότανε από τις κλάρες και έκανε τους εργάτες μούσκεμα.

Φέτος τα πορτοκάλια, όπως ψιθυριζόταν τα βράδια στην ταβέρνα του Χαραλάμη, είχαν καλή τιμή. Δεν θα τα πέταγαν στην χωματερή όπως έκαναν πέρσι. Και οι εργάτες χαίρονταν, γιατί πρόσμεναν να έχουν και αυτοί καλές απολαβές.

Ο Θανάσης κατέβαινε στον κάμπο από το χωριό του το Κρυονέρι, δυο ώρες ποδαρόδρομο μακριά, και δούλευε μεροκάματο στο περιβόλι του κυρ- Μαργκούλα μαζί με καμιά δεκαριά άλλους άντρες και γυναίκες. Τελείωσε τη δουλειά του για σήμερα και ετοιμάστηκε να φύγει. ‘Έβγαλε το στρατιωτικό, μισολιωμένο χιτώνιο που φορούσε, το τίναξε δυνατά κάνα δυο-τρεις φορές, προφανώς για να τινάξει από πάνω του την υγρασία και το ξαναφόρεσε. Αποχαιρέτησε τους άλλους εργάτες, τους ευχήθηκε καλά Χριστούγεννα και κίνησε να πάει στο σπίτι του αφεντικού, να πληρωθεί για τα μεροκάματά του.

«Καλώς τόνε τον Θανάση, κάτσε κοντά στο τζάκι να ζεσταθείς λιγάκι», ο κυρ-Μαργκούλας καλωσόρισε τον Θανάση και στρέφοντας στη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, είπε:

«Γυναίκα, σήκω να φέρεις να πληρώσουμε τον εργάτη».

Η γυναίκα μπήκε στο διπλανό δωμάτιο και γύρισε αμέσως κρατώντας στα χέρια της ένα καρβέλι ψωμί και ένα μαχαίρι. Έβαλε το ψωμί πάνω σε ένα τραπεζάκι που ήταν εκεί κοντά και το έκοψε με το μαχαίρι σε δυο κομμάτια.

«Ορίστε», είπε στον Θανάση και του πρόσφερε το μισό καρβέλι. «Καλοφάγωτο να είναι και καλά Χριστούγεννα».

Ο Θανάσης έμεινε άναυδος για μια στιγμή. «Σίγουρα», σκέφτηκε, «κάποιο αστείο θα είναι».

«Μα, αφεντικό, δουλεύω τρεις μέρες τώρα, μισό καρβέλι ψωμί είναι η πληρωμή μου; Έχω γυναίκα, τέσσερα παιδιά, Χριστούγεννα ξημερώνουν. Με περιμένουνε να γυρίσω, να τους φέρω πράγματα για τις γιορτές. Μισό καρβέλι ψωμί τι να μας κάνει»;

«Δωσ΄ του και το άλλο μισό», είπε το αφεντικό στη γυναίκα του. «Να καταλάβεις, Θανάση, τα πράγματα δεν μας πάνε καθόλου καλά φέτος. Τα πορτοκάλια δεν έχουν πέραση. Έτσι τα μαζεύουμε να μη σαπίσουν πάνω στα δέντρα και βρομίσει ο τόπος. Έχουμε λιπάσματα, κλαδέματα… τι να σου λέω».

Ο Θανάσης στεκόταν με το κεφάλι κατεβασμένο και κοίταζε το πάτωμα.

«Καλά Χριστούγεννα, αφεντικό, σε σένα και στην οικογένειά σου. Να χαίρεσαι τα παιδιά σου», είπε ο Θανάσης και σηκώθηκε να φύγει.

Πήρε το ψωμί και το έβαλε στο ταγάρι του που κρεμόταν στον ώμο του και κίνησε για το χωριό του. Βιαζότανε να φύγει όσο το δυνατόν νωρίτερα πριν τον βρει η νύχτα στον δρόμο. Τον βάραινε η αδικία που κουβαλούσε στον ώμο του. Οι εργάτες δούλευαν σκληρά μέσα στο κρύο, τη βροχή και τις λάσπες. Και η απολαβή τους ήταν ένα καρβέλι ψωμί. Και τα αφεντικά κάθονταν στα ψηλά μπαλκόνια και παρακολουθούσαν τους εργάτες με τα κιάλια. Με τα κιάλια να δεις! Κι αν οι εργάτες χάζευαν και χασομερούσαν κομμάτι έστελναν μηνύματα και φοβέρες με τους παραγιούς.

Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, ένα στενό μονοπάτι που φιδοπερνούσε μέσα από λυγαριές και σκίνα, με στροφές κάθε τόσο που ελάττωναν την ανηφοριά. Ο Θανάσης σταμάτησε για λίγο σε ένα άνοιγμα να πάρει ανάσα και να στρίψει ένα τσιγάρο. Ήταν ακόμα μέρα, είχε ώρα, σίγουρα θα έφτανε στο χωριό του πριν σουρουπώσει, σκέφτηκε.

Από μακριά ακούστηκαν ποδοβολητά που έρχονταν από πάνω. Αμέσως μετά, και πριν προλάβει ο Θανάσης να ανάψει το τσιγάρο του, είδε να ξαγναντάει στη στροφή του δρόμου ένα μικρούτσικο γαϊδουράκι και πάνω του, καβάλα γυναικεία, μια μαυροφορεμένη γυναίκα που κρατούσε στην ποδιά της ένα μικρό παιδάκι.

«Καλησπέρα, καλή κυρά, ποια είσαι του λόγου σου και πού πας ολομόναχη τώρα το βράδυ»;

«Πού να πάω, πάω κάτου στον κάμπο, στον κουνιάδο μου να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί, που μου έχει παραγγείλει η αδερφή μου. Βιάζουμε να κατηφορίσω πριν με πιάσει η νύχτα».

«Και το παιδί, τι έχει που κλαίει»;

«Αχ, το παιδάκι μου κλαίει από την πείνα. Δεν έχω τίποτα να του δώσω η καψερή και κλαίει από το μεσημέρι και μου ‘χει βγάλει την ψυχή».

Ο Θανάσης πέταξε το τσιγάρο που κρεμόταν σβηστό στα χείλη του και το πάτησε με το παπούτσι του πάνω στο χώμα. Έβγαλε από το ταγάρι του το ένα μισοκάρβελο και από την τσέπη του ένα σουγιά. Έκοψε μια φέτα ψωμί και την έδωσε στο παιδί. «Φα το», είπε στο μικρό, «είναι φρέσκο και νόστιμο». Και σαν να το είχε αποφασίσει από καιρό, σαν να το θεωρούσε υποχρέωσή του, πρόσφερε το υπόλοιπο μισοκάρβελο στη μαυροφορεμένη γυναίκα: «Και συ, καλή κυρά, πάρε τούτο το ψωμί και βάλ’ το στο ταγάρι σου. Και κάνε γρήγορα γιατί όπου να ΄ναι θα νυχτώσει».

Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξή της η γυναίκα, ο Θανάσης είχε χαθεί στη στροφή του δρόμου μέσα στις λυγαριές και τα σκίνα.