Τα φετινά Χριστούγεννα συμπληρώνονται 109 χρόνια από την ημέρα που μια από τις πιο όμορφες ιστορίες στα χρονικά έλαβε χώρα κοντά σε μια άσημη βελγική πόλη, την Ιπρ και επιβεβαιώθηκε από μαρτυρίες επιζώντων και επιστολές στρατιωτών που έγιναν μάρτυρες μιας ιστορικής, αυθόρμητης εκεχειρίας.

Την παραμονή Χριστουγέννων του 1914, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήδη αριθμούσε τέσσερις μήνες εχθροπραξιών κι απλωνόταν στη Γηραιά Ήπειρο. Ο εν λόγω πόλεμος ήταν ο σκληρότερος και φονικότερος από όσους η ανθρωπότητα είχε ζήσει μέχρι τότε και τη νίκη, υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ, έκρινε το δυτικό μέτωπο. Εκεί τέθηκαν αντιμέτωπες οι δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας με αυτές της Γαλλίας, της Βρετανίας, του Βελγίου και, αργότερα, των ΗΠΑ.

«ΑΓΚΑΛΙΑΖΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΩ»

Εκατοντάδες μίλια μέσα στο Βέλγιο, τα γερμανικά στρατεύματα είχαν παραταχθεί μέσα σε τάφρους, σε ελάχιστη απόσταση από τα αντίπαλα γαλλικά, βελγικά, βρετανικά και καναδικά χαρακώματα. Ανάμεσα στις δύο γραμμές, η εφιαλτική «No Man’s Land», μία διάσπαρτη με παγωμένα κορμιά και νάρκες ουδέτερη ζώνη. Κατά καιρούς μια λευκή σημαία ανέβαινε και μια άοπλη ομάδα στρατιωτών από τη μία ή την άλλη πλευρά διακινδύνευε μαζεύοντας τους πληγωμένους και θάβοντας τους νεκρούς της.

ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΙ ΕΥΧΕΣ

ΜΕΤΑΞΥ… ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ

Λίγες ώρες πριν τα Χριστούγεννα, περιγράφει ο τελευταίος εν ζωή στρατιώτης, ο Σκωτσέζος Αλφρεντ Άντερσον (απεβίωσε το 2005 σε ηλικία 109 ετών), μερικοί Γερμανοί στρατιώτες σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλή ιδέα να στολίσουν τη δική τους πλευρά των χαρακωμάτων. Έβαλαν μικρά κεράκια πάνω στα δέντρα και άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα. Απέναντι, κάποιοι Βρετανοί, άρχισαν και αυτοί να τραγουδούν στη δική τους γλώσσα. Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η κάθε πλευρά ήταν κρυμμένη. Ο φόβος ότι αν κάποιος έκανε το πρώτο βήμα και άφηνε τη θέση του, θα είχε κάνει και το μοιραίο λάθος, παρέλυε τις αισθήσεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη κι ύστερα από λίγη ώρα άρχισαν και οι ανταλλαγές ευχών και δώρων ανάμεσα στους στρατιώτες, που σύντομα συναντήθηκαν στη νεκρή ζώνη. Ουίσκι, τσιγάρα και σοκολάτες άλλαζαν χέρια. Αγκάλιαζα ανθρώπους που πριν από λίγη ώρα προσπαθούσα να σκοτώσω, είχε πει ένας Άγγλος στρατιώτης μιλώντας χρόνια αργότερα στο BBC.

«Η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί, όταν άκουσα μια φωνή να λέει ότι Βρετανοί και Γερμανοί είχαν βγει από τα χαρακώματα και αντάλλασσαν δώρα. Σύντομα εμφανίστηκε ένας Σκωτσέζος στρατιώτης κρατώντας μια μπάλα ποδοσφαίρου αλλά έμοιαζε τελείως παράταιρη με το σκηνικό της μάχης. Μέσα σε λίγα λεπτά ο αγώνας είχε αρχίσει. Το να παίζεις πάνω στον πάγο δεν ήταν καθόλου εύκολο, παρόλα αυτά προσπαθήσαμε να μείνουμε πιστοί στους κανονισμούς», αναφέρει η μαρτυρία ενός Βέλγου.

ΜΙΑ ΑΝΑΚΩΧΗ ΠΟΥ

ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το ματς, και δη χωρίς διαιτητή, διήρκησε μία ώρα και οι Γερμανοί τελικά νίκησαν 3-2. Μάλιστα η αναμέτρηση έληξε άδοξα όταν η (αυτοσχέδια, από άχυρο και δεμένη με σύρμα!) μπάλα διαλύθηκε, χτυπώντας σε ένα συρματόπλεγμα. Το ίδιο πρόχειρα ήταν και τα γκολπόστ για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ξύλα, χλαίνες και κράνη.

Η άτυπη εκεχειρία επεκτάθηκε κατά μήκος των 800 χιλιομέτρων του δυτικού μετώπου, όπου στρατοπέδευαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο στρατιώτες. Ένας από τους τελευταίους επιζώντες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ο Μπέρτι Φέλσταντ, ο οποίος μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του το φθινόπωρο του 2001 και σε ηλικία 106 ετών, θυμόταν με πολλές λεπτομέρειες την ιστορική ανακωχή. «Τα όπλα σίγησαν και οι στρατιώτες άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματά τους» είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του ο Ουαλός που πολέμησε ως τυφεκιοφόρος κοντά στο γαλλικό χωριό Λαβεντί: «Αφήσαμε και εμείς τα όπλα μας και συναντήσαμε τον εχθρό. Απ’ όσο θυμάμαι, οι Γερμανοί βγήκαν πρώτοι και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Τους αντιγράψαμε αυθόρμητα. Χαιρετηθήκαμε και αρκετοί από εμάς άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Μην φαντάζεστε τίποτα οργανωμένο. Μια αυτοσχέδια μπάλα βρέθηκε από το πουθενά και περίπου 50 άτομα αλλάζαμε πάσες».

ΔΥΟ ΤΣΙΓΑΡΑ ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ

Όταν οι στρατιώτες των δύο πλευρών είχαν βγει από τα χαρακώματα, ένας Βρετανός εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και είχε στήσει ένα αυτοσχέδιο κουρείο στην ουδέτερη ζώνη. Ο κουρέας αδιαφορούσε πλήρως τι εθνικότητας ήταν οι πελάτες του, απλώς χρέωνε δύο τσιγάρα το κάθε κούρεμα, περιγράφει το γεγονός στο ημερολόγιό του ο Γερμανός στρατιώτης Γιόζεφ Σέμπαλντ! «Μπορεί να ήταν πόλεμος, ωστόσο δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος εχθρότητας ανάμεσα στους στρατιώτες, οι οποίοι έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι τελικής πτώσεως» συμπληρώνει, θυμίζοντας ότι το ποδόσφαιρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι εκείνων των ιστορικών Χριστουγέννων του 1914.

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Το πρωί των Χριστουγέννων, Βρετανοί και Γερμανοί έθαψαν τους νεκρούς τους, απαγγέλοντας μαζί τον 23ο Ψαλμό του Δαυίδ, «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει….». Στη συνέχεια έσφιξαν τα χέρια, φλυάρησαν, αντάλλαξαν ουίσκι, μαρμελάδες, τσιγάρα και σοκολάτες και κατέβασαν πολλά λίτρα μπύρας μαζί με αυτούς που λίγο πριν προσπαθούσαν να σκοτώσουν. Ο Τζον Φέργκιουσον από τα Χάιλαντς, μνημονεύει: Τι θέαμα! Μικρά γκρουπ Γερμανών και Βρετανών σε όλο το μήκος του μετώπου. Γέλια, φωτίτσες. Και καθώς δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, συνεννοηθήκαμε τραγουδώντας…

Μια ιστορία αγάπης, ανθρωπιάς και ειρήνης στην καρδιά του πολέμου, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1918 με 9 εκατομμύρια νεκρούς και 21 εκατομμύρια τραυματίες. Ο καθένας μιλούσε στη γλώσσα του σε εκείνη τη μοναδική ανακωχή. Όμως εκείνη η ιδιόρρυθμη Βαβέλ δεν χώριζε τους λαούς. Τους ένωνε.

Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοια φαινόμενα, τα στρατηγεία των χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο διέτασσαν ανηλεείς βομβαρδισμούς τις ημέρες των Χριστουγέννων.