Η ΠΙΟ «δημοφιλής» έκφραση σήμερα σε όλα τα ΜΜΕ είναι η περίφημη cost of living, μία γλυκόξινη καραμέλα στα στόματα όλων μας. Όντως, όλοι μας διαπιστώνουμε ότι οι τιμές –σε καθημερινή βάση– ανεβαίνουν. Για όλα αυτά φταίει -λένε όλοι- η κυβέρνηση! Πώς λύνεται όμως αυτό το δύσκολο εμπορικό μας πρόβλημα;
Πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, ήτοι πριν από μισό αιώνα –έτσι ακούγεται πιο ιστορικό γεγονός- είχαμε το ίδιο πρόβλημα στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Gough Whitlam.
Ας θυμηθούμε λίγο αυτά τα γεγονότα:
Το Δημοψήφισμα Constitution Alteration (Prices) 1973, ήταν ένα νομοσχέδιο που πρότεινε τροποποιήσεις στο Άρθρο 51 του Αυστραλιανού Συντάγματος που θα έδινε στην Κοινοπολιτεία νομοθετική εξουσία επί των τιμών. Η κυβέρνηση Whitlam πρότεινε τις τροποποιήσεις του Συντάγματος με το σκεπτικό ότι με τη χορήγηση αυξημένης εξουσίας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση επί των τιμών θα ήταν σε θέση να ελέγξει τον πληθωρισμό, ο οποίος εκείνη την εποχή αυξανόταν σημαντικά.
ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το 1973, οι μέσες εβδομαδιαίες αποδοχές είχαν αυξηθεί στο 15,3% λόγω μισθολογικών αποφάσεων και, κατά συνέπεια, ο πληθωρισμός άρχισε να πιέζει πολύ. Τον Οκτώβριο του 1973, η αραβο-ισραηλινή σύγκρουση τετραπλασίασε τις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου, προκαλώντας παγκόσμια υψηλή ανεργία και υψηλό πληθωρισμό. Το ποσοστό πληθωρισμού της Αυστραλίας αυξήθηκε σε 10.1% το 1973. Μέχρι το 1973, η κυβέρνηση του Gough Whitlam βρισκόταν υπό αυξανόμενη πίεση να επιβραδύνει τον αυξανόμενο πληθωρισμό.
Η αντιπολίτευση του Φιλελεύθερου Κόμματος του Snedden κατηγόρησε τον Whitlam ότι επιτρέπει στον πληθωρισμό να ξεφύγει από τον έλεγχο, ενώ αντίθετα ξοδεύει εκτενώς σε κοινωνικά θέματα όπως η εκπαίδευση και η υγεία.
Τον Αύγουστο του 1973 ο Whitlam εισήγαγε μια νομοθεσία που καθιέρωσε το Δικαστήριο Αιτιολόγησης Τιμών, το οποίο τελικά εξέτασε τις μεταβολές των τιμών από μεγάλες εταιρείες. Αν και αυτό παρείχε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ορισμένες γενικές εξουσίες σχετικά με την τιμολόγηση, το Δικαστήριο Αιτιολόγησης Τιμών δεν είχε την εξουσία να ενεργεί σε αποφάσεις που προέκυψαν από τις έρευνές τους.
Για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του Δικαστηρίου και να σιωπήσει τους επικριτές, ο Whitlam στις 22 Σεπτεμβρίου πρότεινε «το Δημοψήφισμα τιμών» που επεδίωκε να δώσει την εξουσία στο αυστραλιανό κοινοβούλιο να ελέγχει τις τιμές ως ένα στοιχείο σε μια αντιπληθωριστική στρατηγική.
ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Το ερώτημα που εμφανίστηκε στο ψηφοδέλτιο του Δημοψηφίσματος ήταν το εξής: «Εγκρίνετε την πρόταση νόμου για την τροποποίηση του Συντάγματος με τίτλο “Νόμος για την τροποποίηση του Συντάγματος” ώστε να επιτραπεί στο Κοινοβούλιο της Αυστραλίας να ελέγχει τις τιμές»;
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ
Το Δημοψήφισμα συζητήθηκε κυρίως σε κομματικές γραμμές, με το Εργατικό Κόμμα του Whitlam να προτείνει την περίπτωση του «Ναι» και το Φιλελεύθερο Κόμμα του Snedden να προτείνει την περίπτωση του «Όχι».
Α) Η περίπτωση του «Ναι» του Ουίτλαμ μπορεί να συνοψιστεί σε τρία επιχειρήματα:
1. Για να είναι αποτελεσματική η κυβέρνηση στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, πρέπει να έχει κάθε δυνατό όπλο στη διάθεσή της για να περιορίσει αποτελεσματικά τον πληθωρισμό.
2. Η κυβέρνηση θα πρέπει να έχει την εξουσία να αποτρέπει, όπου είναι απαραίτητο και λογικό, σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας, την υπερβολική αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά.
3. Είναι λογικό ότι η εξουσία επί των τιμών ασκείται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και όχι από την πολιτειακή.
Β) Η υπόθεση του «Όχι» του Snedden μπορεί να συνοψιστεί σε τρία επιχειρήματα:
1. Η αβέβαιη οικονομική συγκυρία αξιοποιείται από την κυβέρνηση για να αποκτήσει μια δύναμη που έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της Αυστραλίας.
2. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η παροχή κυβερνητικής εξουσίας επί των τιμών θα αποδειχθεί αποτελεσματικό εργαλείο για τον περιορισμό του πληθωρισμού.
3. Η αντιπολίτευση πρότεινε διαφορετική πολιτική για τον περιορισμό του πληθωρισμού. Η πολιτική ήταν τριπλή· Μείωση των δαπανών του δημόσιου τομέα, προσωρινό πάγωμα των εισοδημάτων και των τιμών και εθνική διάσκεψη των ομοσπονδιακών και πολιτειακών κυβερνήσεων, των συνδικάτων και των οργανώσεων εργοδοτών για να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΚΡΩΣ ΛΑΚΩΝΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Στην έρευνά μου βρήκα πως η εφημερίδα της Μελβούρνης, The Age, συνόψισε τη συζήτηση ως εξής: «Αν μισείτε τον πληθωρισμό, αγαπάτε τη χώρα σας και εμπιστεύεστε τον Gough Whitlam, ψηφίστε “Nαι”.
«Αν μισείτε τους ελέγχους, φοβάστε το άγνωστο και πιστεύετε στον Bill Snedden, ψηφίστε «Όχι»…»
ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ:
Το Δημοψήφισμα έγινε ακριβώς ένα χρόνο από τότε που ο Gough Whitlam ανέλαβε την εξουσία της χώρας, στις 8 Δεκεμβρίου 1973, μετά από 25 χρόνια που την είχε ο Συνασπισμός, με το εξής αποτέλεσμα:
Σύνολο ψηφοφόρων που ψήφισαν: 7,147,367.
Έλαβαν: Υπέρ: 3,089,139 ήτοι 43.81%
Ψήφισαν: Κατά: 3,962,093 ήτοι 56.19
Διαφορά του κατά: 872.954
Λευκά ψηφοδέλτια: 96,135
Το Δημοψήφισμα δεν έλαβε πλειοψηφία σε καμία Πολιτεία και, ως εκ τούτου, φυσικά ΔΕΝ εγκρίθηκε από το σύνολο των ψηφοφόρων της Αυστραλίας.
ΚΑΙ Η ΕΥΛΟΓΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τι θα γινόταν εάν επαναλαμβάναμε το Δημοψήφισμα του 1973;
Ένα ίδιο Δημοψήφισμα θα είχε την ίδια τύχη, γνωρίζοντας την ιστορία των Δημοψηφισμάτων στην Αυστραλία.
Μου έρχονται στο νου οι στίχοι του ποιητή μας Κ.Π. Καβάφη:
Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους;
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και με όλες αυτές τις πληροφορίες, πώς θα λύσουμε το δύσκολο αυτό πρόβλημά μας που σήμερα είναι και παγκόσμιο;
Τις αγορεύειν βούλεται;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Constitutional Change, Edited by the Parliament of the Commonwealth of Australia. Canberra, February 1997.