ΤΩΡΑ που το ξαναδιαβάζω, αυτό το «κάποτε» μου ακούγεται κάπως κουραστικό. Τι να κάνουμε, όμως, μπήκαμε σε αυτή τη φάση της ζωής που συχνά-πυκνά καταφεύγουμε στα «κάποτε».
Τέλος πάντων, ξαναρχίζω. Κάποτε —και το υπογραμμίζω— κοροϊδεύαμε την Μαρία Μπιλιλή-Φωτιάδη για το ποίημά της «και τα ψάρια κάνανε διαδήλωση». Ουσιαστικά πρόκειται για στίχο σε ένα ποίημα που ο τίτλος του μου ξεφεύγει. Είναι όμως σίγουρο ότι ανήκει στην ποιητική της συλλογή «Κουβέντες με τον Αγέρα» (Σίδνεϊ, εκδόσεις «Διογένης», 1981). Το παίζαμε, τάχατες, κουλτουριάρηδες και ψευτοδιανοούμενοι –ξέρεις με το άτοπο και άτεχνο χιούμορ που διέπει νευρικά τους νεαρούς που πάνε να το παίξουν κυνικά έξυπνοι για να εντυπωσιάσουν— εντάσσοντάς το ρυθμικά και θεματολoγικά στο αυτοσχεδίαστο αφηγηματικό στιχούργημα α λα «από την πόρτα σου περνώ και τηγανίζεις ψάρια, μου πετάς έναν κεφτέ… ωχ το μάτι μου».
Το άλλο κουφό το κρατάω για άλλη περίπτωση. Όπως φυλάω και τον επιλογικό πρωτο-στίχο του Μανώλη Αναγνωστάκη «οι στίχοι αυτοί μπορεί και νάναι οι τελευταίοι που θα γραφτούν».
Επί του θέματος όμως!
Λίγους μήνες πριν το… κέρφιου του κορονοϊού, μια πόρτα, γυάλινη μάλιστα, μπροστινή ή πισινή, πάντως εξωτερική, γερή και γηραλέα από σκληρό και ανθεκτικό ξύλο, ήλθε, τελείως τυχαία, στην κατοχή μου. Έτυχε εκείνη την περίοδο να ψάχνω για μια βιτρίνα να ενσωματώσω σε πόρτα διαδρόμου εκεί που έμενε η κόρη μου, για να ρίχνει φως στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μέσω της ιστοσελίδας ιδιωτικού εμπορίου Gumtree, τη διαφήμισε ένας νεαρός Ιρλανδός, που αγόρασε ένα σπίτι τρεις δρόμους από εμένα και αφού έβαλε καινούργια πόρτα στη ζωή και στο σπίτι του ήθελε να απαλλαχτεί από την παλιά. Καινούργια αρχή, νέο ξεκίνημα, έξω τα παλιά, μια εντελώς ιδιοτελής φουτουριστική αντιμετώπιση ζωής!
Επικοινωνήσαμε, όπως επικοινωνούν οι ξένοι και οι συμπτωματικοί, και μέσα στη καταρακτώδη βροχή, πηγαίνοντας από τα πίσω σοκάκια με το αυτοκίνητό μου, την πήρα. Αρχικά, ενδιαφερόμουν μόνο για το γυαλί και θα φύλαγα το ξύλο. Εκεί όμως που έξυνα την παλιά μεταλλική-μολυβένια μπογιά, εκσφενδονίζοντας δεκαετίες από στρώματα μπογιάς, ανακάλυψα μια χαράδρα στην κλειδαριά και μέσα σφηνωμένα για στοκάρισμα σελίδες αθηναϊκής εφημερίδας του 1970. Με το που το φέρνω, κατενθουσιασμένος στην προσοχή των δικών μου, όχι μόνο κανείς δεν συγκινήθηκε, αλλά μου αμολάνε κιόλας ένα «πες μας κάτι σημαντικό»—προς δικαιολογία τους ήταν κάπως απασχολημένοι.
Εν πάση περίπτωση, ας πάμε παρακάτω!
Μια πόρτα λοιπόν ελληνική. Διασπορική. Ή, μάλλον, πιο συγκεκριμένα, μια πόρτα ελληνοαυστραλιανή! Μια πόρτα —και τι πόρτα— που ανοιγόκλεινε προφανώς Έλληνας μετανάστης στη δεκαετία του 1970. Και τώρα ξεκάρφωσε ένας άλλος νεομετανάστης όταν κατά «τύχη» έπεσε στα χέρια μου. Πόσα χέρια άνοιξαν και έκλεισαν αυτή την πόρτα; Πόσους αντάμωσε, καλωσόρισε, αποχαιρέτησε, με χαρές, με λύπες, έκπληκτη, με ανυπομονησία, με δισταγμό, αδιάφορα και με καρτερικότητα, αυτή η γυάλινη πόρτα με τις σκιώδες μορφές. Και ξαφνικά η πόρτα γίνεται αφηγητής, ιστοριογράφος και μνημοφύλακας. Μια πόρτα Καβαφική, Ιθακήσια, λοιπόν!
Τώρα αυτή η πόρτα, ανασκευασμένη, ανανεωμένη, ανακυκλωμένη, ρυθμισμένη στις «σημερινές» προδιαγραφές, κομμένη-ραμμένη σε άλλα μέτρα, από εξωτερική πόρτα υπηρετεί ως πόρτα εσωτερικού διαδρόμου, στο πατρικό σπίτι της συζύγου μου στο βόρειο Carlton. Αφού το ξύλο εν καλό. Η πόρτα βρίσκει χρήση και έννοια, στο σπίτι των εγγονών ενός άλλου Έλληνα μετανάστη μόλις μερικά χιλιόμετρα από την προηγούμενη κατοικία της. Το ότι στοκαρίστηκε με την αθηναϊκή εφημερίδα πριν περίπου μισό αιώνα σημαίνει ότι η πόρτα είχε μια «άλλη» —άγνωστη σε εμένα— ζωή. Μια διαδρομή κυκλική —ανακυκλική για να είμαστε ακριβείς— με αλληγορική συμβολική σημασία που έπεται την ίδια τη μεταναστευτική ζωή της Αυστραλίας.
Στο σπίτι που «τώρα» στεγάζεται η πόρτα, εγκαταστάθηκε ο πεθερός μου με τη νεαρή του οικογένεια εννιά μήνες μετά τη μετανάστευση στην Αυστραλία του 1963. Μιας και δεν οδηγούσε, και δεν είχε αυτοκίνητο, δεν ακολούθησε τους γειτόνους συγγενείς, κουμπάρους και συμπεθέρους του στο Bulleen, στο Doncaster, στο Templestowe, ή στο Balwyn όταν άνοιξε ο αυτοκινητόδρομος Eastern Highway το 1977. Έμεινε εκεί στο Carlton, πιστός και αμετακίνητος, ακόμη και όταν η γειτονιά, και ο κόσμος τριγύρω του άλλαζε συνεχώς. Όπως άλλαξε και η ίδια του η οικογένεια. Πρώτα έφυγε πρόωρα η αγαπημένη του σύζυγος Στέλλα. Μετά παντρεύτηκαν τα κορίτσια του. Ξαναπαντρεύτηκε o ίδιος. Στο τέλος πέθανε και αυτός και η δεύτερη του γυναίκα. Και κατόπιν μιας παροδικής διακοπής, τα εγγόνια του, η τρίτη πλέον γενιά, επιστρέφουν στη μεταναστευτική πατρογονική εστία —και γιατί όχι «πατρίδα», χωρίς αυτό να αφαιρεί ή να μειώνει, τρόπον τινά, μνεία στην πατροπαράδοτη αρχική πατρίδα (σε αυτή τη δεδομένη περίπτωση τη Λευκάδα)— (ανα)κυκλικά της πρώτης γενιάς. Ξέρω ότι ο Θεόδωρος δεν συμμερίζεται την άποψή μου και ιδεαλικά προσκρούει στην πεποίθηση της ενναλακτικής δεύτερης γενιάς αλλά εγώ επιμένω κυνικά.
Και δεν θέλω να εγκλωβιστούμε στο δίπορτο δίλημμα και άλλα φαινομενικά αδιέξοδα. Ούτε να εκθειάσουμε μουσειακά την «πόρτα» μας. Η σημασία της παραμένει στη χρήση. Όταν η χρησιμότητα εκλείψει τότε το αντικείμενο καταντά υποκείμενο και χρίζετε —επί της ουσίας— παρακείμενο. Υπόδειξη για πολιτιστική όσο και πολιτική υποτέλεια. Εδώ, ορθολογισμός και ρεαλισμός ανταγωνίζονται όχι για τη ψυχή της μάνας μας, αλλά για μια ηθική παρακαταθήκη σκέψης, αισθήματος και συμπεριφοράς. Ένα ληξιαρχικό μίασμα, όπου κάθε «μελλοντισμός» αναγάγει καθημερινά κρούσματα φετίχ χωρίς ψυχικό αντίκρισμα, και μας εκτινάσσει μετέωρους χωρίς τέντα ασφάλειας και μνημειακό υπόβαθρο, υμνώντας ολοταχώς τη τεχνολογική εξέλιξη, προσκρούοντας κάθε λογής παράδοσης και λογικών συμβάσεων. Στο πολιτικό επίπεδο, μολονότι οι πλείστοι, επιθυμούμε να ανακουφίσουμε την κοινωνική αδικία, ολοταχώς διατρέχουμε τον ορατό πλέον κίνδυνο να ευθυγραμμιστούμε με το φασιστικό και το ολοκληρωτικό, που οδεύει, σε μια ιστορική παρακαταθήκη ομοιομορφίας και ομοφωνίας.
Και μια που άνοιξα, ας κλείσω, με ένα εξίσου σχετικό-άσχετο ανέκδοτο με τον νεαρό που φεύγοντας από τα προξενιά του λέει ο μπάρμπας του «…και πάρε την πόρτα μαζί σου»! Και πέρα που έχουν εκλείψει όλοι και όλα τριγύρω του, ο νεαρός, γέρος και μόνος πια, κουβαλά ακόμη στην πλάτη του, την πόρτα που ήδη έχει, προ καιρού, εμπεδωθεί στο ίδιο του το Είναι.
Εν Μελβούρνη,
τη 26η Ιανουαρίου 2024