Το βράδυ που γίνομαι μεσήλικας, ξαπλώνω στον καναπέ προσπαθώντας να απομακρύνω τον θάνατο από τις σελίδες, καθώς και των δικών μου βιβλίων, με τον ιδρώτα να τρέχει στις προσόψεις τους. Αλλά κανονικά θα έπρεπε αυτά να σταματήσουν με τον θάνατο, δεν πάει άλλο.

Μία διαμαρτυρία στον Κλίντον για το Βορειοηπειρωτικό όλο μαρμαρυγή. Ένα τηλεγράφημα του μακαρίτη Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας στον Παπούλια εκφράζοντας ανησυχίες για την επικείμενη άρση της εμπολέμου με την Αλβανία. Η Zeri I Popullit του 1978 φυγαδευμένη λαθραία από την ερμητικά κλειστή κόλαση μόνο ένας Θεός ξέρει πώς. Εκείνη η περιβόητη επιστολή του Ανδρέα όπου έγραφε ότι δεν είναι μόνο δική μας η Βόρειος Ήπειρος αλλά θα την πάρουμε κιόλας, αυτό μεταξύ μας. Ένα περιοδικό που δεν κράτησε πέραν του πρώτου του τεύχους όπου στη δεύτερη σελίδα γράφει για την Ελληνική Κενότητα τη Μελβούρνης. Η Ελληνική Μελβούρνη σημαίνει «κενότητα». Σημαίνει επίσης «τίποτα». Είναι αυτό το μεγάλο κενό, το μεγάλο τίποτα πέραν από τις διευθύνσεις των επιφανών υποψηφίων μελών της Επιτροπής Συμπαράστασης Ελλήνων Βορείου Ηπείρου που τώρα κοσμούν τα νεκροταφεία της πόλης που με δελεάζει. «Φεύγω» λένε τα κουτιά με την αλληλογραφία με τον Σεβαστιανό Κονίτσης, οι ποιητικές συλλογές που τύπωσε κάποιων νοσταλγικών ποιητών που παλιννόστησαν το 1978 και δεν διαβάστηκαν ποτέ, Si Stampa in Italiano η επιγραφή στη βιτρίνα του τυπογραφείου χαραγμένη στη βιτρίνα των ματιών μου γιατί αλήθεια κι να έγραφε Νe shtypim ne shqip ποιον θα τον ένοιαζε και τι θα έκανε το μπλοκάκι με τους στίχους που έγραψε στη γλώσσα του τυράννου ο πρώην πιονέρης;

Κάνω να πετάξω το κενό σημειωματάριο κρυμμένο κάτω από την εφημερίδα «Φωνή του Ηπειρώτη στην Αυστραλία» αλλά διπλωμένο χαρτί πετιέται από μέσα του και φτερουγίζει γύρω από το «Φως» την εφημερίδα των Ηπειρωτών της Αιγύπτου που υπάρχει από το 1896 και την εφημερίδα «Ἠπειρος» που την τύπωνε ο ίδιος και ακουμπά στο ταβάνι και αφισοκολλείται για να διαβάζεται από κάποιες δικέφαλες λιβελούλες. Πάνω στο φύλλο η πρώτη εκδοχή του ποιήματος «Επίλογος,» το 1979: «Ασάλευτη η πεθυμιά στα στήθια του κρυμμένη,/ δεν γονατίζει η ψυχή, ακόμα περιμένει./Κι η απαντοχή του γυρισμού, μαζί του πάει στο μνήμα». Όταν πέφτει τσαλακωμένο στην παλάμη μου σκέφτομαι: Πώς μπορεί ένας τόσο σοφός και πολυδιαβασμένος άνθρωπος με τόση καρδιά, να λαχταρά το «τίποτα» τόσο πολύ ώστε να γράψει τον επίλογο του τρεις δεκαετίες πριν εκλείψει; Γιατί να το κάνει; Επειδή το έκανε. Και αν η Μελβούρνη είναι η κενότητα του, η νύχτα που θέλει αυτός και κάνει όλα αυτά για τα οποία γράφει, και αμαυρώνει, θα έρθει επιτέλους το πρωί; Ο Πετράνης δεν πέθανε στη Βόρειο Ήπειρο. Η Βόρειος Ήπειρος δεν απελευθερώθηκε, όπως και να απαντούσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στην επιστολή του 1985. Τα ελληνικά στα πανεπιστήμια δεν τα σώσαμε, άλλοι μουσαφίρηδες τώρα αντικειμενοποιούνται και αποξενώνονται με το ρήμα στο τρίτο πρόσωπο κι εγώ φυλάω ακόμα τις χορδές του μαντολίνου του ως κομποσχοίνι.

Συρραμένο με καρφίτσα σε δικό μου άρθρο του 2001 για την Αυτονομία, το ποίημα «Αιωρούμενοι» του 1980, τυπωμένο στη λινοτυπική που ώρες μάταια ξόδεψε να με μάθει το χειρισμό της μα τα χέρια μου δεν κάνουν για αυτές τις δουλειές, το μελάνι το θέλω ψυχρό εγώ κι όχι λάβρα του λιωμένου κράματος που αποτελείται από μόλυβδο με 4% κασσίτερο και 12% αντιμόνιο να σου καίει το δέρμα άμα χυθεί και να σου καταπιέζει τη σελίδα. «Ξένος, σε ξένους βρίσκεται/ κι ο τόπος που γεννήθηκε/ δεν είν’άλλο δικός του, μάταια που πλανήθηκε». Ο Πέτρος Πέτρανης πέθανε μακριά από την Κοσσοβίτσα, μακριά από τη γέφυρα που χτίστηκε με τα έσοδα του εράνου προς διευκόλυνση των συγχωριανών που δεν τον είδαν ποτέ. Ο Πέτρας Πετράνης πέθανε επάνω από το απόκομμα του ρεπορτάζ για την κηδεία του Γκονόπολου, σε άλλο ντοσιέ από εκείνο που εμπεριέχει το άρθρο για την κηδεία του Κουρτέση, σε άλλο κουτί αρχειοθέτησης από το συλλυπητήριο μήνυμα για την κηδεία του Σταμούλη, ελαφριά ας είναι η εφημερίδα που τους σκεπάζει. Σίγουρα δεν ήταν αυτό που ήθελε, αλλά πέθανε το ίδιο. Θέλω να έρθει το πρωί. Για αυτό να είμαι σίγουρος. Να ψάξω το μυαλό μου, να μη θέλω να επιπλέω για πάντα στις καμπύλες των γραμμάτων της ταφόπλακας, το μόνο μέρος της Αυστραλίας που μνημονεύει ακόμη την Κοσσοβίτσα. Μόνο εκείνες τις φορές που νιώθω την ανάγκη να βάλω τα δάκτυλά μου στον τύπον των ήλων, ώσπου το σώμα μου να μελανιάσει σαν τις αιωρούμενες σελίδες που σηκώνονται με δέος επάνω από τη φωτιά σε επίπεδο πνεύματος που βρίσκονται στη σωστή τους θέση, στη θέση τους λέγω και θυμιατίζουν και λέω κι ένα μοιρολόγι για τα σκονισμένα κουτιά, για τα αδιάβαστα βιβλία, τυπικά, για τη σκουριασμένη λινοτυπική, για τους αγώνες που δεν δικαιώνονται ποτέ, για σένα που άκουγες στον ξύπνο σου μόνο ελαφρά ελληνικά και κρυφαφουγκραζόσουνα κλαρίνο.