Ενώπιον της Δικαιοσύνης βρίσκεται πλέον η υπόθεση του κατασκευαστή George Alex, ο οποίος μαζί με τον γιο του, Arthur και τέσσερις ακόμα άτομα -Mark Ronald Bryers, Gordon McAndrew, Lindsay John Kirschberg, Pasquale Loccisano- αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνωμοσία με σκοπό την πρόκληση ζημίας στο Australian Taxation Office.

Επιπλέον, έχουν ασκηθεί κατηγορίες για διακίνηση προϊόντων εγκλήματος αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων ή μεγαλύτερης.

Οι ίδιοι δηλώνουν αθώοι σε όλες τις κατηγορίες εναντίον τους.

Η δίκη τους στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Darlinghurst αναμένεται να διαρκέσει έξι μήνες.

Πιο συγκεκριμένα, οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι οι κατηγορούμενοι διηύθυναν μια νόμιμη επιχείρηση ενοικίασης εργατικού δυναμικού στον κατασκευαστικό κλάδο με κανονικού πελάτες, συμπεριλαμβανομένης της Multiplex, αλλά χρησιμοποίησε ένα πολυεπίπεδο δίκτυο εταιρειών ως «ασπίδα» για να «βάζει στην τσέπη» τον παρακρατούμενο φόρο (withholding tax) pay-as-you-go (PAYG) από τους μισθούς εργατών και προσωπικού γραφείου.

Τα κεφάλαια αυτά φέρεται να διακινούνταν μέσω διαφόρων οντοτήτων (entities) στην Αυστραλία και επίσης φέρεται να εκτρέπονταν υπεράκτια (offshore) σε εταιρείες στη Σιγκαπούρη. Συνολικά 13.132.083,63 δολάρια φέρεται να μην αποδόθηκαν στο ATO.

Κατά την εναρκτήρια ομιλία του προς τους ενόρκους ο εισαγγελέας του Στέμματος (Crown prosecutor) Chris O’Donnell, SC, υποστήριξε ότι ο George Alex «είχε σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο» της συνωμοσίας με σκοπό φορολογική απάτη.

Είπε ότι μυστικές ηχογραφήσεις της Αστυνομίας, «δείχνουν» ότι ο ομογενής «ήταν το πρόσωπο που έπρεπε να κατανοήσει και να εγκρίνει οποιαδήποτε μελλοντική εξέλιξη» του σχεδίου.

«Μπορείτε επίσης να ακούσετε, ισχυρίζεται το Στέμμα, ότι γνώριζε για την ανάγκη να κρυφτεί από το ATO και ήθελε να καταλάβει πώς θα επιτευχθεί αυτό», πρόσθεσε.

Η Εισαγγελία πρέπει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (beyond reasonable doubt) ότι καθένας από τους έξι κατηγορούμενους γνώριζε ότι ο παρακρατούμενος φόρος PAYG δεν καταβαλλόταν στο ATO και ότι σκόπευε να μην καταβληθεί.

Ο εισαγγελέας ισχυρίστηκε ακόμα ότι οι φερόμενοι ως συνωμότες κράτησαν ένα «σημαντικό ποσό» από τα έσοδα φερόμενης φορολογικής απάτης για προσωπικό όφελος, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ενός διαμερίσματος στη Χρυσή Ακτή και πολλών αυτοκινήτων.

Στους ενόρκους παίχτηκε απόσπασμα τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ δύο εκ των φερόμενων ως συνωμοτών, του κ. Bryers και του κ. McAndrew, στις 4 Μαρτίου 2020.

Την ίδια ημέρα η ANZ Bank έλαβε επιστολή κατάσχεσης από το ATO σχετικά με μια εταιρεία με ανεξόφλητη φορολογική οφειλή ύψους 4.040.552 δολαρίων. Η τράπεζα κλήθηκε να αφαιρέσει ό,τι μπορούσε και να πληρώσει το ATO, δήλωσε ο κ. O’Donnell.

«Όταν εκδόθηκε αυτή η ειδοποίηση κατάσχεσης στην ANZ, ο λογαριασμός αυτός είχε 117.000 δολάρια», είπε.

Στο τηλεφώνημα, κατά την Εισαγγελία, ο κ. Bryers ακούγεται να λέει «ανεπιτυχής, που σημαίνει ότι τον έχουν κατάσχει», ότι «ήξερε ότι αυτό θα … γινόταν» και «όλα αυτά επειδή δεν μπορούσαμε να το κάνουμε με τον γα… σωστό τρόπο που θέλαμε να το κάνουμε», ανέφερε το Australian Associated Press (AAP).

Φέρεται να λέει ακόμα ότι «είχαν χάσει 117.000 δολάρια» και ότι «τα χρήματα χάθηκαν», σύμφωνα πάντα με την κλήση.

«Τα καλά νέα είναι ότι τα 117.000 δολάρια δεν είναι τίποτα σε σχέση με τον PAYG που έπρεπε να έχει καταβληθεί. Ο οποίος, αυτήν τη στιγμή, θα ήταν αρκετά εκατομμύρια».

«Τα μόνα καλά νέα είναι ότι σε μια περίοδο οκτώ μηνών, έπρεπε να πληρώσετε μόνο 117.000 δολάρια σε PAYG».

Ο κ. O’Donnell δήλωσε ότι ο κ. Bryers είχε επίσης καταγραφεί σε μια κλήση δύο ημέρες νωρίτερα με έναν διαφορετικό άνδρα, κατά τη διάρκεια της οποίας συζήτησαν για ορισμένες εταιρείες που θεωρούνται «εργοδότες» υπεύθυνοι για τους μισθούς και τις πληρωμές PAYG, έτσι ώστε τα φορολογικά χρέη να μπορούν να αποδοθούν σε αυτές τις οντότητες πριν «ρευστοποιηθούν».

Η αγόρευση του Εισαγγελέα, που ξεκίνησε τη Δευτέρα, αναμενόταν να διαρκέσει έως τα τέλη της εβδομάδας, ενώ οι κατηγορούμενοι έχουν ο καθένας τους δικούς του δικηγόρους υπεράσπισης στη δίκη που διεξάγεται ενώπιον του Δικαστή Desmond Fagan.